σπυράς: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
m (Text replacement - "Hsch.]]s.v." to "Hsch.]] s.v.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - " αττιξ " to " ''Att.'' ")
 
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σπῠράς, αττιξ [[σφυράς]], άδος,<br />a [[ball]] of [[dung]], as that of [[sheep]] or goats: pl. sheeps' or goats' [[dung]], Ar.
|mdlsjtxt=σπῠράς, ''Att.'' [[σφυράς]], άδος,<br />a [[ball]] of [[dung]], as that of [[sheep]] or goats: pl. sheeps' or goats' [[dung]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 18:41, 7 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπῠράς Medium diacritics: σπυράς Low diacritics: σπυράς Capitals: ΣΠΥΡΑΣ
Transliteration A: spyrás Transliteration B: spyras Transliteration C: spyras Beta Code: spura/s

English (LSJ)

Att. σφυράς, άδος, ἡ,
A ball of dung, such as that of sheep or goats: hence in plural, σφυράδων ἀποκνίσματα scraps of sheep's or goats' dung, Ar.Pax790, cf. Sch., Hsch. s.v. σφυράδες.
2 Medic., pill, τρεῖς σπυράδας Hp.Mul.2.147.—Cf. σπύραθος.

German (Pape)

[Seite 926] άδος, ἡ, = σπύραθος, Hippocr., vgl. σφυράς.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
crotte de chèvre ou de brebis.
Étymologie: DELG σπαίρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπυράς zie σφυράς.

Greek Monolingual

και αττ. τ. σφυράς, -άδος, ἡ, Α
1. κομμάτι από κοπριά αιγοπροβάτων
2. χάπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. σπύραθος.

Greek Monotonic

σπῠράς: Αττ. σφυράς, -άδος, , σβώλος κοπριάς, όπως αυτής των προβάτων και των κατσικιών· πληθ., κοπριά, καβαλίνα προβάτου ή κατσίκας, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σπῠράς: Ἀττ. σφυράς, -άδος, ἡ, σφαιρίδιον κόπρου, ὡς εἶναικόπρος τῶν προβάτων καὶ αἰγῶν, «κακαράντζα», ὅθεν ἐν τῷ πληθ., σφυράδων ἀποκνίσματα, ἀποξύσματα ἐκ κόπρου προβάτων ἢ αἰγῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 790, ἔνθα ἴδε Σχόλ. καὶ πρβλ. Ἡσύχ.˙ μεταφορ., καταπότιον ίατρικόν, τρεῖς σπυράδας Ἱππ. 657. 24. - Πρβλ. σπύραθος.

Middle Liddell

σπῠράς, Att. σφυράς, άδος,
a ball of dung, as that of sheep or goats: pl. sheeps' or goats' dung, Ar.