desgarrar: Difference between revisions
From LSJ
(1) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[δρύπτω]], [[διαφύλλω]], [[ἀπορρήσσω]], [[ἕλκω]], [[διαξαίνω]], [[δενδροτομέω]], [[ἀποτρώγω]], [[δηλέομαι]], [[διαδάπτω]], [[ἀναρήττω]], [[διαχαράσσω]], [[ἀμύσσω]], [[δρύφω]], [[διακναίω]], [[διαδηλέομαι]], [[δρυφάσσω]], [[δρυμάσσω]], [[διαρρήγνυμι]], [[διαρρηγνύω]], [[ἀναδέρω]], [[διασπάω]], [[διακείρω]], [[δαρδάπτω]], [[δάπτω]], [[διέλκω]], [[ἀνέλκω]], [[ἐνσκυθίζω]], [[δῃόω]], [[ἀναρρήγνυμι]], [[διακνίζω]], [[ἀποσχίζω]], [[δαΐζω]], [[διασχίζω]], [[ἀποδρύφω]], [[ἐκξύω]], [[ἐκκνάω]], [[δαιτρεύω]], [[διασπαράσσω]], [[ἐκρήγνυμι]], [[ἀποσύρω]], [[ἀπολύω]] | |sltx=[[δρύπτω]], [[διαφύλλω]], [[ἀπορρήσσω]], [[ἕλκω]], [[διαξαίνω]], [[δενδροτομέω]], [[ἀποτρώγω]], [[δηλέομαι]], [[διαδάπτω]], [[ἀναρήττω]], [[διαχαράσσω]], [[ἀμύσσω]], [[δρύφω]], [[διακναίω]], [[διαδηλέομαι]], [[δρυφάσσω]], [[δρυμάσσω]], [[δρυμάττω]], [[διαρρήγνυμι]], [[διαρρηγνύω]], [[ἀναδέρω]], [[διασπάω]], [[διακείρω]], [[δαρδάπτω]], [[δάπτω]], [[διέλκω]], [[ἀνέλκω]], [[ἐνσκυθίζω]], [[δῃόω]], [[ἀναρρήγνυμι]], [[διακνίζω]], [[ἀποσχίζω]], [[δαΐζω]], [[διασχίζω]], [[ἀποδρύφω]], [[ἐκξύω]], [[ἐκκνάω]], [[δαιτρεύω]], [[διασπαράσσω]], [[ἐκρήγνυμι]], [[ἀποσύρω]], [[ἀπολύω]] | ||
}} | }} |
Revision as of 05:06, 9 September 2024
Spanish > Greek
δρύπτω, διαφύλλω, ἀπορρήσσω, ἕλκω, διαξαίνω, δενδροτομέω, ἀποτρώγω, δηλέομαι, διαδάπτω, ἀναρήττω, διαχαράσσω, ἀμύσσω, δρύφω, διακναίω, διαδηλέομαι, δρυφάσσω, δρυμάσσω, δρυμάττω, διαρρήγνυμι, διαρρηγνύω, ἀναδέρω, διασπάω, διακείρω, δαρδάπτω, δάπτω, διέλκω, ἀνέλκω, ἐνσκυθίζω, δῃόω, ἀναρρήγνυμι, διακνίζω, ἀποσχίζω, δαΐζω, διασχίζω, ἀποδρύφω, ἐκξύω, ἐκκνάω, δαιτρεύω, διασπαράσσω, ἐκρήγνυμι, ἀποσύρω, ἀπολύω