κρυψίνους: Difference between revisions
τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ουν (AM [[κρυψίνους]], -ουν και -οος, -οον)<br /><b>1.</b> αυτός που αποκρύπτει τις σκέψεις, τις ιδέες ή τις πραγματικές προθέσεις του<br /><b>2.</b> [[υποκριτής]], [[ανειλικρινής]], [[πανούργος]] («κρυψίνουν καὶ δολερὸν καὶ ἀπατεῶνα καὶ κλέπτην», <b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κρυψίνως</i> (Α)<br />ανειλικρινώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρυψι</i>- (<b>βλ.</b> <i>κρυπτ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> [[νοῦς]] ([[πρβλ]]. [[ | |mltxt=-ουν (AM [[κρυψίνους]], -ουν και -οος, -οον)<br /><b>1.</b> αυτός που αποκρύπτει τις σκέψεις, τις ιδέες ή τις πραγματικές προθέσεις του<br /><b>2.</b> [[υποκριτής]], [[ανειλικρινής]], [[πανούργος]] («κρυψίνουν καὶ δολερὸν καὶ ἀπατεῶνα καὶ κλέπτην», <b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κρυψίνως</i> (Α)<br />ανειλικρινώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρυψι</i>- (<b>βλ.</b> <i>κρυπτ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> [[νοῦς]] ([[πρβλ]]. [[κακόνους]], [[κουφόνους]])]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 07:48, 9 September 2024
English (LSJ)
-ουν, contr. for κρυψίνοος.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
att. c. κρυψίνοος.
Greek Monolingual
-ουν (AM κρυψίνους, -ουν και -οος, -οον)
1. αυτός που αποκρύπτει τις σκέψεις, τις ιδέες ή τις πραγματικές προθέσεις του
2. υποκριτής, ανειλικρινής, πανούργος («κρυψίνουν καὶ δολερὸν καὶ ἀπατεῶνα καὶ κλέπτην», Ξεν.).
επίρρ...
κρυψίνως (Α)
ανειλικρινώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι- (βλ. κρυπτο-) + νοῦς (πρβλ. κακόνους, κουφόνους)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρυψίνους -νουν, zonder contr. κρυψίνοος -νοον [κρύψις, νοῦς] die zijn ware gedachten verborgen houdt.
Middle Liddell
κρυψί-νους, ουν
hiding one's thoughts, dissembling, Xen.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού κρύβει τούς στοχασμούς του). Ἀπό τό κρύπτω + νοῦς. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα κρύπτω.
German (Pape)
zusammengezogen st. κρυψίνοος.