Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περισῴζω: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὴν ἀτυχίας ἐστὶν ἀνθρώποις τέχνη → Ars est hominibus portus infortunii → Vor Unglück bietet Menschen Zuflucht Kunstverstand

Menander, Monostichoi, 309
(nl)
mNo edit summary
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=περισῴζω
|Medium diacritics=περισῴζω
|Low diacritics=περισώζω
|Capitals=ΠΕΡΙΣΩΖΩ
|Transliteration A=perisṓizō
|Transliteration B=perisōzō
|Transliteration C=perisozo
|Beta Code=perisw/|zw
|Definition=[[save alive]] (= σῴζειν τινὰ [[ὥστε]] [[περιεῖναι]]), [[save]] from [[death]] or [[ruin]], X. ''HG'' 2.3.25, etc.; π. τὴν [[πόλις|πόλιν]] ''ib.'' 6.5.47; — ''Med.'', [[ἑταίραν]] χρηστὴν [[σεαυτῷ]] [[περιεσώσω]] Alciphr. 1.30; — Pass., [[escape with one's life]], of a prisoner, X. ''HG'' 2.3.32, cf. 4.8.21, Phld. ''Rh.'' 1.28 S.; [[αἰσχρῶς]] App. ''Sam.'' 4.7; ἐκ [[μάχη]]ς DC. 46.50; of things, [[survive]], οἷον [[λείψανα]] [[περισεσῶσθαι]] Arist. ''Metaph.'' 1074b13.
}}
{{bailly
|btext=sauver la vie de, assurer le salut de, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[περισῴζομαι]] sauver sa vie en s'échappant.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[σῴζω]].
}}
{{pape
|ptext=([[σῴζω]]), <i>[[erhalten]], [[erretten]]</i> (eigtl. σῴζειν τινά, ὥστε περιεῖναι), bes. <i>am [[Leben]] [[erhalten]]</i>, Xen. <i>Hell</i>. 2.3.25, 4.8.21 und Folgde, wie Luc. <i>Tim</i>. 3; Plut. oft; Ael. <i>V.H</i>. 15.46.
}}
{{elnl
|elnltext=περι-σῴζω act. [[redden]], [[in leven laten]]. med.-pass. [[περισῴζομαι]] = [[het er levend van afbrengen]].
}}
{{elru
|elrutext='''περισῴζω:''' [[спасать]], [[избавлять от гибели]] (τινά, [[στράτευμα]] περισωθέν Xen.): περισεσῶσθαι [[μέχρι]] τοῦ [[νῦν]] Arst. сохраниться до настоящего времени.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περισῴζω''': διαφυλάττω ζῶντα, (= σῴζειν τινὰ [[ὥστε]] περιεῖναι), [[διασῴζω]] ἀπὸ θανάτου ἢ καταστροφῆς, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 25., 4. 8, 21, κτλ.· π. τὴν πόλιν [[αὐτόθι]] 6. 5, 47· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἀλκίφρ. 1. 30. ― Παθ., περισῴζομαι, διασῴζομαι, ἐπὶ αἰχμαλώτου, κατηγορῶν ἀπέκτεινεν αὐτοὺς ἵνα αὐτὸς περισωθείη Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 32· τῶν ἐκ τῆς μάχης περισωθέντων Δίων Κ. 46. 50· ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀπομένω]], [[οἷον]] λείψανα περισεσῶσθαι Ἀριστοφ. Μετὰ τὰ Φυσ. 11. 8, 21.
|lstext='''περισῴζω''': διαφυλάττω ζῶντα, (= σῴζειν τινὰ [[ὥστε]] περιεῖναι), [[διασῴζω]] ἀπὸ θανάτου ἢ καταστροφῆς, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 25., 4. 8, 21, κτλ.· π. τὴν πόλιν [[αὐτόθι]] 6. 5, 47· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἀλκίφρ. 1. 30. ― Παθ., περισῴζομαι, διασῴζομαι, ἐπὶ αἰχμαλώτου, κατηγορῶν ἀπέκτεινεν αὐτοὺς ἵνα αὐτὸς περισωθείη Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 32· τῶν ἐκ τῆς μάχης περισωθέντων Δίων Κ. 46. 50· ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀπομένω]], [[οἷον]] λείψανα περισεσῶσθαι Ἀριστοφ. Μετὰ τὰ Φυσ. 11. 8, 21.
}}
{{bailly
|btext=sauver la vie de, assurer le salut de, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> περισῴζομαι sauver sa vie en s’échappant.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[σῴζω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περισῴζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[διατηρώ]] ζωντανό, [[σώζω]] από θάνατο ή [[καταστροφή]], σε Ξεν. — Παθ., διασώζομαι, στον ίδ.
|lsmtext='''περισῴζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[διατηρώ]] ζωντανό, [[σώζω]] από θάνατο ή [[καταστροφή]], σε Ξεν. — Παθ., διασώζομαι, στον ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=περι-σῴζω act. redden, in leven laten. med.-pass. het er levend van afbrengen.
}}
}}

Latest revision as of 16:11, 21 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισῴζω Medium diacritics: περισῴζω Low diacritics: περισώζω Capitals: ΠΕΡΙΣΩΖΩ
Transliteration A: perisṓizō Transliteration B: perisōzō Transliteration C: perisozo Beta Code: perisw/|zw

English (LSJ)

save alive (= σῴζειν τινὰ ὥστε περιεῖναι), save from death or ruin, X. HG 2.3.25, etc.; π. τὴν πόλιν ib. 6.5.47; — Med., ἑταίραν χρηστὴν σεαυτῷ περιεσώσω Alciphr. 1.30; — Pass., escape with one's life, of a prisoner, X. HG 2.3.32, cf. 4.8.21, Phld. Rh. 1.28 S.; αἰσχρῶς App. Sam. 4.7; ἐκ μάχης DC. 46.50; of things, survive, οἷον λείψανα περισεσῶσθαι Arist. Metaph. 1074b13.

French (Bailly abrégé)

sauver la vie de, assurer le salut de, acc.;
Moy. περισῴζομαι sauver sa vie en s'échappant.
Étymologie: περί, σῴζω.

German (Pape)

(σῴζω), erhalten, erretten (eigtl. σῴζειν τινά, ὥστε περιεῖναι), bes. am Leben erhalten, Xen. Hell. 2.3.25, 4.8.21 und Folgde, wie Luc. Tim. 3; Plut. oft; Ael. V.H. 15.46.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-σῴζω act. redden, in leven laten. med.-pass. περισῴζομαι = het er levend van afbrengen.

Russian (Dvoretsky)

περισῴζω: спасать, избавлять от гибели (τινά, στράτευμα περισωθέν Xen.): περισεσῶσθαι μέχρι τοῦ νῦν Arst. сохраниться до настоящего времени.

Greek (Liddell-Scott)

περισῴζω: διαφυλάττω ζῶντα, (= σῴζειν τινὰ ὥστε περιεῖναι), διασῴζω ἀπὸ θανάτου ἢ καταστροφῆς, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 25., 4. 8, 21, κτλ.· π. τὴν πόλιν αὐτόθι 6. 5, 47· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἀλκίφρ. 1. 30. ― Παθ., περισῴζομαι, διασῴζομαι, ἐπὶ αἰχμαλώτου, κατηγορῶν ἀπέκτεινεν αὐτοὺς ἵνα αὐτὸς περισωθείη Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 32· τῶν ἐκ τῆς μάχης περισωθέντων Δίων Κ. 46. 50· ἐπὶ πραγμάτων, ἀπομένω, οἷον λείψανα περισεσῶσθαι Ἀριστοφ. Μετὰ τὰ Φυσ. 11. 8, 21.

Greek Monotonic

περισῴζω: μέλ. -σω, διατηρώ ζωντανό, σώζω από θάνατο ή καταστροφή, σε Ξεν. — Παθ., διασώζομαι, στον ίδ.