διαφωνία: Difference between revisions
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
lsj>Spiros mNo edit summary |
m (1 revision imported) |
(No difference)
|
Latest revision as of 07:03, 8 October 2024
English (LSJ)
ἡ, discord, disagreement, Pl.Lg.689a, 691a, Str.2.1.7, Plu.2.861a, etc.; διαφωνία πρὸς ἑαυτόν inconsistency, Phld. Po.994.4; especially in Music, discord, Bacch.Harm.59, prob. in Cleonid. Harm.5.
Spanish (DGE)
διαφωνίας, ἡ
1 desacuerdo, divergencia c. gen. subjet. y πρός c. ac. λύπης τε καὶ ἡδονῆς πρὸς τὴν κατὰ λόγον δόξαν Pl.Lg.689a, sólo c. gen. τῶν συγγραφέων D.S.2.34, sin gen. πρὸς ἀλλήλους I.Ap.1.23, Eus.PE 1.7.16, c. περί y gen. περὶ τοῦ ἀριθμοῦ Plb.34.1.18, cf. D.S.1.25, περὶ τῆς εὑρέσεως αὐτῶν Ach.Tat.Intr.Arat.1, cf. 17, πρὸς Μεγασθένη περὶ τοῦ μήκους Str.2.1.7, sin rég., Pl.Lg.691a, D.H.1.89, Str.2.1.7, 8, δ. καὶ ἔρις Max.Tyr.30.1
•περὶ τῆς ἀνατομικῆς διαφωνίας tít. de una obra de Galeno, Gal.2.182
•como concepto de la fil. estoica discrepancia, existencia de diferentes explicaciones que conlleva necesariamente el escepticismo, Plu.2.1123e, D.L.7.129, 9.88
•contradicción, incoherencia c. gen. y πρός c. ac. δ. τοῦ νῦν πρὸς τὸ σύγγραμμα entre su vida actual y el escrito Luc.Apol.1, sin gen. πρὸς ἑαυτόν Phld.Po.A 4.11, abs., Plu.2.861a, S.E.P.1.26.
2 diferencia c. gen. obj. τοῦ μήκους Str.2.1.25, abs. τὸ ... πρᾶγμα παμπόλλην ἔχει τὴν διαφωνίαν Luc.Apol.11
•esp. diferencia de lengua op. ὁμοφωνία D.H.1.29.
3 mús. disonancia Aristox.Harm.25.7, Plu.2.1131f, Cleonid.Harm.5, Bacch.59, Isid.Etym.3.20.3
•fig. τῆς πειθαρχίας Pythag.Ep.7.5.
German (Pape)
[Seite 613] ἡ, Mißton, Verschiedenheit, Plat. Legg. III, 689 a u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
διαφωνία: ἡ разногласие, расхождение Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
διαφωνία: ἡ, ἔλλειψις συμφωνίας, παραφωνία, Πλάτ. Νόμ. 689Α, 691Α· διαφώνημα, Τζέτζ.
Greek Monolingual
η (Α διαφωνία, Μ και διαφώνησις)
1. έλλειψη συμφωνίας, παραφωνία
2. διάσταση γνωμών, διχογνωμία
αρχ.
1. (για λόγο) παράλογη σύνθεση, αντίφαση
2. (για πρόσωπα) ανακολουθία (π.χ. λόγων-πράξεων).
English (Woodhouse)
Translations
contradiction
Asturian: contradicción; Bulgarian: отрицание, противоречие; Catalan: contradicció; Chinese Mandarin: 反对, 反驳; Danish: modsigelse; Dutch: tegenspraak, contradictie; Finnish: kiistäminen; French: contradiction; Galician: contradición; German: Widerspruch; Greek: αντίφαση; Ancient Greek: ἀντεισαγωγή, ἀντίθεσις, ἀντίλεξις, ἀντιλόγημα, ἀντιλογία, ἀντιλογίη, ἀντιταλάντευσις, ἀντίφασις, ἀπέμφασις, διαφωνία, τὸ διάφωνον, διχόνοια, διχοστασία, ἐναντιολογία, ἐναντιότης, ἐναντίωμα, ἐναντίωσις, ὑπεναντιολογία, ὑπεναντιότης, ὑπεναντίωμα, ὑπεναντίωσις; Hungarian: ellentmondás, ellenkezés; Indonesian: percanggahan, kontradiksi; Irish: bréagnú; Italian: contraddizione; Japanese: 矛盾; Korean: 모순; Latin: contradictio, repugnantia, obloquium, oblocutio; Latvian: pretruna; Lithuanian: prieštaravimas; Macedonian: противречие, противречење; Nepali: विरोधाभास; Norwegian Bokmål: motsigelse; Occitan: contradiccion; Old English: wiþcwedennes; Portuguese: contradição; Romanian: contradicție, contrazicere; Russian: противоречие; Serbo-Croatian: противречје, противречност; Swedish: motsägelse