καταμάρπτω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - ",," to ",")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katamarpto
|Transliteration C=katamarpto
|Beta Code=katama/rptw
|Beta Code=katama/rptw
|Definition=[[catch]], ὥς κεν ἔμ' ἔντοσθεν πόλιος καταμάρψῃ ἐόντα <span class="bibl">Il. 6.364</span>; esp. [[catch]], [[overtake]] one running away, ὅτε δὴ κατέμαρπτε διώκων <span class="bibl">5.65</span>, cf. <span class="bibl">16.598</span>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>3.35</span>; κατὰ γαῖ' αὐτόν τέ νιν καὶ… ἵππους ἔμαρψεν <span class="bibl">Id.<span class="title">O.</span>6.14</span>; ἐπεὶ κατὰ γῆρας ἔμαρψεν <span class="bibl">Od.24.390</span>; ἄλλον δ' οὐ -έμαρψε δίκη <span class="bibl">Thgn.207</span>; <b class="b3">κρέσσον ἔσφαλε τέχνα -μάρψας</b>' <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>4(3).35</span>; κατὰ μητέρα πότμος ἔμαρψε <span class="title">IG</span>14.1389i17.
|Definition=[[catch]], ὥς κεν ἔμ' ἔντοσθεν πόλιος καταμάρψῃ ἐόντα Il. 6.364; esp. [[catch]], [[overtake]] one running away, ὅτε δὴ κατέμαρπτε διώκων 5.65, cf. 16.598, Pi.''N.''3.35; κατὰ γαῖ' αὐτόν τέ νιν καὶ… ἵππους ἔμαρψεν Id.''O.''6.14; ἐπεὶ κατὰ γῆρας ἔμαρψεν Od.24.390; ἄλλον δ' οὐ -έμαρψε δίκη Thgn.207; <b class="b3">κρέσσον ἔσφαλε τέχνα -μάρψας</b>' Pi.''I.''4(3).35; κατὰ μητέρα πότμος ἔμαρψε ''IG''14.1389i17.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατα-μάρπτω inhalen, grijpen.
|elnltext=κατα-μάρπτω inhalen, grijpen.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταμάρπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[πιάνω]], [[συλλαμβάνω]], Λατ. [[deprehendo]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ιδίως]],, προφθαίνω κάποιον που διαφεύγει, [[προλαβαίνω]] κάποιον που ξεφεύγει, σε Όμηρ., Πίνδ.
|lsmtext='''καταμάρπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[πιάνω]], [[συλλαμβάνω]], Λατ. [[deprehendo]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ιδίως]], προφθαίνω κάποιον που διαφεύγει, [[προλαβαίνω]] κάποιον που ξεφεύγει, σε Όμηρ., Πίνδ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[catch]], Lat. [[deprehendo]], Il.; esp. to [[catch]] one [[running]] [[away]], Hom., Pind.
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[catch]], Lat. [[deprehendo]], Il.; esp. to [[catch]] one [[running]] [[away]], Hom., Pind.
}}
}}

Latest revision as of 10:05, 16 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμάρπτω Medium diacritics: καταμάρπτω Low diacritics: καταμάρπτω Capitals: ΚΑΤΑΜΑΡΠΤΩ
Transliteration A: katamárptō Transliteration B: katamarptō Transliteration C: katamarpto Beta Code: katama/rptw

English (LSJ)

catch, ὥς κεν ἔμ' ἔντοσθεν πόλιος καταμάρψῃ ἐόντα Il. 6.364; esp. catch, overtake one running away, ὅτε δὴ κατέμαρπτε διώκων 5.65, cf. 16.598, Pi.N.3.35; κατὰ γαῖ' αὐτόν τέ νιν καὶ… ἵππους ἔμαρψεν Id.O.6.14; ἐπεὶ κατὰ γῆρας ἔμαρψεν Od.24.390; ἄλλον δ' οὐ -έμαρψε δίκη Thgn.207; κρέσσον ἔσφαλε τέχνα -μάρψας' Pi.I.4(3).35; κατὰ μητέρα πότμος ἔμαρψε IG14.1389i17.

German (Pape)

[Seite 1362] (s. μάρπτω), ergreifen, packen, Il. 6, 364; den Fliehenden einholen, 5, 65. 16, 598; Pind. N. 3, 34 u. öfter. – Hesych. führt auch καμμάρψαι an u. erkl. es καταλαβεῖν.

French (Bailly abrégé)

saisir ; particul. atteindre à la course, acc..
Étymologie: κατά, μάρπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-μάρπτω inhalen, grijpen.

Russian (Dvoretsky)

καταμάρπτω: догонять (τινά Hom.): ὅτε μιν κατέμαρπτε διώκων Hom. когда он, преследуя, настигал его; ἐπεὶ κατὰ γῆρας ἔμαρψεν Hom. с тех пор, как одолела старость.

Greek (Liddell-Scott)

καταμάρπτω: καταλαμβάνω, φθάνω τρέχων, Λατ. deprehendo, ὥς κεν ἔμ’ ἔντοσθε πόλιος καταμάρψῃ ἐόντα Ἰλ. Ζ. 364· ἰδίως καταπιάνω, (προ)φθάνω τινὰ φεύγοντα καὶ μετὰ τοῦ προσδ. διώκων, ὅτε δὴ κατέμαρπτε διώκων Ε. 65, πρβλ. Π. 598· ἐπεὶ κατὰ γῆρας ἔμαρψεν Ὀδ. Ω. 390· ὡσαύτως παρὰ Θεόγν. 207, Πινδ. Ο. 6. 22, Ν. 3. 60, Ι. 5. 57, Ἀνθ. Π. παράρτ. 51. 17· ἡ λέξις ποιητ. καὶ Ἰωνική, οἱ Αἰολ. ἔχουσι τὸν τύπ. καμμάρπτω.

English (Autenrieth)

aor. subj. καταμάρψῃ: overtake.

English (Slater)

καταμάρπτω bring down καὶ ποντίαν Θέτιν κατέμαρψεν ἐγκονητί (sc. Πηλεύς, who finally pinned down Thetis despite the many forms she assumed) (N. 3.35) καὶ κρέσσον' ἀνδρῶν χειρόνων ἔσφαλε τέχνα καταμάρψαισ (I. 4.35) fig., in tmesis, swallow up, κατὰ γαἶ αὐτόν τέ νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν (O. 6.14)

Greek Monolingual

καταμάρπτω (Α)
1. (για τα γερατειά ή τον θάνατο και άλλα δεινά) καταλαμβάνω
2. συλλαμβάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + μάρπτω «συλλαμβάνω»].

Greek Monotonic

καταμάρπτω: μέλ. -ψω, πιάνω, συλλαμβάνω, Λατ. deprehendo, σε Ομήρ. Ιλ.· ιδίως, προφθαίνω κάποιον που διαφεύγει, προλαβαίνω κάποιον που ξεφεύγει, σε Όμηρ., Πίνδ.

Middle Liddell

fut. ψω
to catch, Lat. deprehendo, Il.; esp. to catch one running away, Hom., Pind.