ἀντίβιος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(big3_5)
m (Text replacement - ",," to ",")
 
(28 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=antivios
|Transliteration C=antivios
|Beta Code=a)nti/bios
|Beta Code=a)nti/bios
|Definition=α, ον, also ος, ον : (βία):—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">opposing force to force</b>: as Adj. in Hom. only in the phrase <b class="b3">ἀντιβίοις ἐπέεσσι</b> with <b class="b2">wrangling</b> words, <span class="bibl">Il.1.304</span>, <span class="bibl">Od.18.415</span>, etc.; ἀ. ὅμιλος <b class="b2">hostile</b>, <span class="bibl">Tryph.624</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">b</span> Subst., <b class="b2">enemy</b>, <span class="bibl">Jul.<span class="title">Caes.</span>319b</span> (anap.), <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>2.508</span>, al., <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>5.114</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> as Adv., <b class="b3">ἀντίβιον</b>, = [[ἀντιβίην]], ἀ. μαχέσασθαι <span class="bibl">Il.3.20</span>; <b class="b3">Μενελάῳ ἀντίβιον . . πολεμίζειν</b> ib.<span class="bibl">435</span>; εἰ μὲν ἀντίβιον . . πειρηθείης <span class="bibl">11.386</span>.</span>
|Definition=ἀντιβία, ἀντίβιον, also ος, ον: ([[βία]]):—<br><span class="bld">A</span> [[opposing force to force]]: as adjective in Hom. only in the phrase <b class="b3">ἀντιβίοις ἐπέεσσι</b> with [[wrangle|wrangling]] [[word]]s, Il.1.304, Od.18.415, etc.; ἀντίβιος [[ὅμιλος]] [[hostile]], Tryph.624.<br><span class="bld">b</span> Subst., [[enemy]], Jul.''Caes.''319b (anap.), [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 2.508, al., Opp.''H.''5.114.<br><span class="bld">2</span> as adverb, [[ἀντίβιον]], = [[ἀντιβίην]] ([[facing]], [[in front of]]), ἀντίβιον μαχέσασθαι Il.3.20; <b class="b3">Μενελάῳ ἀντίβιον.. πολεμίζειν</b> ib.435; εἰ μὲν ἀντίβιον.. πειρηθείης 11.386.
}}
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">• Morfología:</b> [tb. -ος, -ον Nonn.<i>D</i>.39.394]<br /><b class="num">1</b> [[enfrentado]], [[hostil]] τώ γ' ἀντιβίοισι μαχεσσαμένω ἐπέεσσιν <i>Il</i>.1.304, ἀντιβίοις ἐπέεσσι καθαπτόμενος <i>Od</i>.18.415, [[ἀντίβιος]] ὅμιλος Triph.624, νηυσὶ δ' ἐπ' ἀντιβίοισιν ἐπέτρεχε Nonn.<i>D</i>.39.394<br /><b class="num">•</b>subst. [[enemigo]] ἀντιβίοισι τύραννε <i>h.Mart</i>.8.5, ἀντιβίους κακὰ πόλλ' ἔρξαι Iul.<i>Caes</i>.319b, κατ' ἀντιβίοιο δὲ πέμπων ἠθάδα πυρσόν Nonn.<i>D</i>.2.508, ὅτε ἀντιβίοισι ἐμπελάσῃ Opp.<i>H</i>.5.114.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἀντίβιον]] = [[frente a frente]] μαχέσασθαι <i>Il</i>.3.20, Μενελάῳ ἀ. ... [[πολεμίζω|πολεμίζειν]] <i>Il</i>.3.435, εἰ μὲν ... πειρηθείης <i>Il</i>.11.386.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0250.png Seite 250]] (βία), Gewalt gegen Gewalt setzend, entgegenkämpfend, Hom. ἀντιβίοισιν ἐπέεσσι μάχεσθαι, καθάπτεσθαι, Il. 1, 304 Od. 18, 415; adverbial, ἀντίβιον μάχεσθαι Il. 3, 20 u. öfter; ἀντιβίᾳ in Prosa.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0250.png Seite 250]] (βία), [[Gewalt]] gegen, Gewalt setzend, [[entgegenkämpfend]], Hom. ἀντιβίοισιν ἐπέεσσι μάχεσθαι, καθάπτεσθαι, Il. 1, 304 Od. 18, 415; adverbial, ἀντίβιον μάχεσθαι Il. 3, 20 u. öfter; ἀντιβίᾳ in Prosa.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />[[adverse]], [[contraire]] ; <i>adv.</i> • [[ἀντίβιον]] IL [[en face]] ; <i>acc. fém. ion.</i> • [[ἀντιβίην]] IL [[en face de]], [[contre]], τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[βία]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντίβιος:''' [[враждебный]], [[неприязненный]] (ἔπεα Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντίβιος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] -ος, ον (βία): ὁ ἀντιτάσσων βίαν [[ἐναντίον]] βίας: ὡς ἐπίθ. παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἐν τῇ φράσει ἀντιβίοισι μαχησαμένῳ ἐπέεσσιν, «ἐναντίοις, ὅ ἐστι στασιαστικοῖς λόγοις» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 304, Ὀδ. Σ. 415, κτλ· [[οὕτως]], ἀντ. [[ὅμιλος]], [[ἐχθρικός]], Τρυφ. 624. 2) ὡς ἐπίρρ., ἀντίβιον = [[ἀντιβίην]], ἀντ. μαχέσασθαι Ἰλ. Γ. 20· Μενελάῳ ἀντίβιον ... πολεμίζειν αὐτ. 435· εἰ μὲν δὴ ἀντίβιον ... πειρηθείης Λ. 386.
|lstext='''ἀντίβιος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] -ος, ον (βία): ὁ ἀντιτάσσων βίαν [[ἐναντίον]] βίας: ὡς ἐπίθ. παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἐν τῇ φράσει ἀντιβίοισι μαχησαμένῳ ἐπέεσσιν, «ἐναντίοις, ὅ ἐστι στασιαστικοῖς λόγοις» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 304, Ὀδ. Σ. 415, κτλ· [[οὕτως]], ἀντ. [[ὅμιλος]], [[ἐχθρικός]], Τρυφ. 624. 2) ὡς ἐπίρρ., ἀντίβιον = [[ἀντιβίην]], ἀντ. μαχέσασθαι Ἰλ. Γ. 20· Μενελάῳ ἀντίβιον ... πολεμίζειν αὐτ. 435· εἰ μὲν δὴ ἀντίβιον ... πειρηθείης Λ. 386.
}}
}}
{{bailly
{{Autenrieth
|btext=α, ον :<br />adverse, contraire ; <i>adv.</i> • ἀντίβιον IL en face ; <i>acc. fém. ion.</i> • [[ἀντιβίην]] IL en face de, contre, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[βία]].
|auten=([[βίη]]): [[hostile]], only ἀντιβιοις [[ἐπέεσσι]], Il. 1. 304, Od. 18.415; adv., ἀντίβιον, [[with]] verbs of combating, Il. 3.20, Il. 11.386; [[also]] [[ἀντιβίην]], *a 278, Il. 5.220. (Both adverbs only in Il.)
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀντίβιος]], -ία, -ον, θηλ. και -ος (Α) [[βία]]<br /><b>1.</b> αυτός που αντιτάσσει βία στη βία<br /><b>2.</b> [[εχθρικός]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἀντίβιον</i><br />[[αντιβίην]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντίβῐος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[βία]]), αυτός που αντιτάσσει [[βία]] στη [[βία]], ἀντιβίοις [[ἐπέεσσι]], με φιλέριδα [[λόγια]], σε Όμηρ.· ουδ. ως επίρρ. = [[ἀντιβίην]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{Autenrieth
{{mdlsj
|auten=([[βίη]]): [[hostile]], only ἀντιβιοις [[ἐπέεσσι]], Il. 1. 304, Od. 18.415; adv., ἀντίβιον, [[with]] verbs of combating, Il. 3.20, , Il. 11.386; [[also]] [[ἀντιβίην]], *a 278, Il. 5.220. (Both adverbs only in Il.)
|mdlsjtxt=[βία]<br />opposing [[force]] to [[force]], [[ἀντιβίοις ἐπέεσσι]] = [[with wrangling words]], Hom.:—neut. as adv. = [[ἀντιβίην]], Il.
}}
}}
{{DGE
{{mantoulidis
|dgtxt=-α, -ον<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [tb. -ος, -ον Nonn.<i>D</i>.39.394]<br /><b class="num">1</b> [[enfrentado]], [[hostil]] τώ γ' ἀντιβίοισι μαχεσσαμένω ἐπέεσσιν <i>Il</i>.1.304, ἀντιβίοις ἐπέεσσι καθαπτόμενος <i>Od</i>.18.415, [[ἀντίβιος]] ὅμιλος Triph.624, νηυσὶ δ' ἐπ' ἀντιβίοισιν ἐπέτρεχε Nonn.<i>D</i>.39.394<br /><b class="num">•</b>subst. [[enemigo]] ἀντιβίοισι τύραννε <i>h.Mart</i>.8.5, ἀντιβίους κακὰ πόλλ' ἔρξαι Iul.<i>Caes</i>.319b, κατ' ἀντιβίοιο δὲ πέμπων ἠθάδα πυρσόν Nonn.<i>D</i>.2.508, ὅτε ἀντιβίοισι ἐμπελάσῃ Opp.<i>H</i>.5.114.<br /><b class="num">2</b> adv. ἀντίβιον [[frente a frente]] μαχέσασθαι <i>Il</i>.3.20, Μενελάῳ ἀ. ... πολεμίζειν <i>Il</i>.3.435, εἰ μὲν ... πειρηθείης <i>Il</i>.11.386.
|mantxt=(=αὐτός πού ἀντιτάσσει [[βία]] ἐνάντια στή [[βία]]). Ἀπό τό [[ἀντί]] + [[βία]]. Ἀπό ἐδῶ καί τό ἐπίρρ. [[ἀντιβίην]] (=[[ἐνάντια]], [[κατά]] πρόσωπο).
}}
}}

Latest revision as of 10:06, 16 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίβῐος Medium diacritics: ἀντίβιος Low diacritics: αντίβιος Capitals: ΑΝΤΙΒΙΟΣ
Transliteration A: antíbios Transliteration B: antibios Transliteration C: antivios Beta Code: a)nti/bios

English (LSJ)

ἀντιβία, ἀντίβιον, also ος, ον: (βία):—
A opposing force to force: as adjective in Hom. only in the phrase ἀντιβίοις ἐπέεσσι with wrangling words, Il.1.304, Od.18.415, etc.; ἀντίβιος ὅμιλος hostile, Tryph.624.
b Subst., enemy, Jul.Caes.319b (anap.), Nonn. D. 2.508, al., Opp.H.5.114.
2 as adverb, ἀντίβιον, = ἀντιβίην (facing, in front of), ἀντίβιον μαχέσασθαι Il.3.20; Μενελάῳ ἀντίβιον.. πολεμίζειν ib.435; εἰ μὲν ἀντίβιον.. πειρηθείης 11.386.

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Morfología: [tb. -ος, -ον Nonn.D.39.394]
1 enfrentado, hostil τώ γ' ἀντιβίοισι μαχεσσαμένω ἐπέεσσιν Il.1.304, ἀντιβίοις ἐπέεσσι καθαπτόμενος Od.18.415, ἀντίβιος ὅμιλος Triph.624, νηυσὶ δ' ἐπ' ἀντιβίοισιν ἐπέτρεχε Nonn.D.39.394
subst. enemigo ἀντιβίοισι τύραννε h.Mart.8.5, ἀντιβίους κακὰ πόλλ' ἔρξαι Iul.Caes.319b, κατ' ἀντιβίοιο δὲ πέμπων ἠθάδα πυρσόν Nonn.D.2.508, ὅτε ἀντιβίοισι ἐμπελάσῃ Opp.H.5.114.
2 adv. ἀντίβιον = frente a frente μαχέσασθαι Il.3.20, Μενελάῳ ἀ. ... πολεμίζειν Il.3.435, εἰ μὲν ... πειρηθείης Il.11.386.

German (Pape)

[Seite 250] (βία), Gewalt gegen, Gewalt setzend, entgegenkämpfend, Hom. ἀντιβίοισιν ἐπέεσσι μάχεσθαι, καθάπτεσθαι, Il. 1, 304 Od. 18, 415; adverbial, ἀντίβιον μάχεσθαι Il. 3, 20 u. öfter; ἀντιβίᾳ in Prosa.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adverse, contraire ; adv. • ἀντίβιον IL en face ; acc. fém. ion. • ἀντιβίην IL en face de, contre, τινι.
Étymologie: ἀντί, βία.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίβιος: враждебный, неприязненный (ἔπεα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίβιος: -α, -ον, ὡσαύτως -ος, ον (βία): ὁ ἀντιτάσσων βίαν ἐναντίον βίας: ὡς ἐπίθ. παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἐν τῇ φράσει ἀντιβίοισι μαχησαμένῳ ἐπέεσσιν, «ἐναντίοις, ὅ ἐστι στασιαστικοῖς λόγοις» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 304, Ὀδ. Σ. 415, κτλ· οὕτως, ἀντ. ὅμιλος, ἐχθρικός, Τρυφ. 624. 2) ὡς ἐπίρρ., ἀντίβιον = ἀντιβίην, ἀντ. μαχέσασθαι Ἰλ. Γ. 20· Μενελάῳ ἀντίβιον ... πολεμίζειν αὐτ. 435· εἰ μὲν δὴ ἀντίβιον ... πειρηθείης Λ. 386.

English (Autenrieth)

(βίη): hostile, only ἀντιβιοις ἐπέεσσι, Il. 1. 304, Od. 18.415; adv., ἀντίβιον, with verbs of combating, Il. 3.20, Il. 11.386; also ἀντιβίην, *a 278, Il. 5.220. (Both adverbs only in Il.)

Greek Monolingual

ἀντίβιος, -ία, -ον, θηλ. και -ος (Α) βία
1. αυτός που αντιτάσσει βία στη βία
2. εχθρικός
3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀντίβιον
αντιβίην.

Greek Monotonic

ἀντίβῐος: -α, -ον και -ος, -ον (βία), αυτός που αντιτάσσει βία στη βία, ἀντιβίοις ἐπέεσσι, με φιλέριδα λόγια, σε Όμηρ.· ουδ. ως επίρρ. = ἀντιβίην, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

[βία]
opposing force to force, ἀντιβίοις ἐπέεσσι = with wrangling words, Hom.:—neut. as adv. = ἀντιβίην, Il.

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού ἀντιτάσσει βία ἐνάντια στή βία). Ἀπό τό ἀντί + βία. Ἀπό ἐδῶ καί τό ἐπίρρ. ἀντιβίην (=ἐνάντια, κατά πρόσωπο).