κηδεμονικός: Difference between revisions
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
mNo edit summary |
m (Text replacement - ",," to ",") |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kidemonikos | |Transliteration C=kidemonikos | ||
|Beta Code=khdemoniko/s | |Beta Code=khdemoniko/s | ||
|Definition= | |Definition=κηδεμονική, κηδεμονικόν, [[provident]], [[careful]], φίλος Plb.''Fr.''80; [[νουθέτησις]] Phld.''Lib.''p.13 O.; [[παρρησία]] Plu.2.55b; ἀνήρ Epict.''Gnom.''63; [[τὸ κηδεμονικόν]] = [[κηδεμονία]] ([[care]], [[solicitude]]), Plb.31.27.12, Cic.''Att.''2.17.3, Muson.''Fr.''14p.73H.: Comp., J.''BJ''1.28.2: Sup., Ph. 2.288. Adv. [[κηδεμονικῶς]] ''OGI''56.15 (Canopus, iii B.C.), Muson.''Fr.''15AP.79 H., Luc.''Symp.''46, etc.; [[κηδεμονικῶς]] ἔχειν πρός τινα Plb.4.32.4; <b class="b3">κηδεμονικῶς ὑποδεῖξαι, κηδεμονικῶς ἀποκρῖναι</b>, J.''AJ''11.6.6, Sor.1.28. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1429.png Seite 1429]] Sorge tragend, sorgsam, besorgend, pflegend; καὶ [[φιλάνθρωπος]] Plut. adv. Stoic. 32 u. a. Sp.; – τὸ κηδεμονικόν, = | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1429.png Seite 1429]] Sorge tragend, sorgsam, besorgend, pflegend; καὶ [[φιλάνθρωπος]] Plut. adv. Stoic. 32 u. a. Sp.; – [[τὸ κηδεμονικόν]], = [[κηδεμονία]], Pol. 32, 13, 12, Muson. Stob. fl. 67, 20. – Adv., [[κηδεμονικῶς]] καὶ [[φιλικῶς]], Pol. 4, 32, 4, Luc. Conv. 46 u. Sp. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ή, όν :<br />[[plein de sollicitude]].<br />'''Étymologie:''' [[κηδεμών]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κηδεμονικός -ή -όν [κηδεμών] [[zorgzaam]]. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''κηδεμονικός:''' [[заботливо относящийся]], [[заботливый]] (κ. καὶ [[φιλάνθρωπος]] Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''κηδεμονικός:''' -ή, -όν, [[προνοητικός]], [[επιμελής]], [[άγρυπνος]]· επίρρ. -[[κῶς]], σε Λουκ. | |lsmtext='''κηδεμονικός:''' -ή, -όν, [[προνοητικός]], [[επιμελής]], [[άγρυπνος]]· επίρρ. -[[κῶς]], σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κηδεμονικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κηδεμόνα, [[προνοητικός]], [[ἐπιμελής]], [[ἄγρυπνος]], Πολυβ. Ἑλλ. Ἀποσπ. 127, Πλούτ. 2. 55Β· τὸ κηδεμονικὸν = τῷ πρηγ., Πολύβ. 32. 13, 12, Μουσών. παρὰ Στοβ. 413. 10. Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 450. 50, Λουκ. Συμπ. 46, κτλ.· κ. ἔχειν [[πρός]] τινα Πολύβ. 4. 32, 4. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κηδεμονικός]], ή, όν<br />[[provident]], [[careful]]: adv. -κῶς, Luc. [from [[κηδεμών]] | |mdlsjtxt=[[κηδεμονικός]], ή, όν<br />[[provident]], [[careful]]: adv. -κῶς, Luc. [from [[κηδεμών]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:09, 16 October 2024
English (LSJ)
κηδεμονική, κηδεμονικόν, provident, careful, φίλος Plb.Fr.80; νουθέτησις Phld.Lib.p.13 O.; παρρησία Plu.2.55b; ἀνήρ Epict.Gnom.63; τὸ κηδεμονικόν = κηδεμονία (care, solicitude), Plb.31.27.12, Cic.Att.2.17.3, Muson.Fr.14p.73H.: Comp., J.BJ1.28.2: Sup., Ph. 2.288. Adv. κηδεμονικῶς OGI56.15 (Canopus, iii B.C.), Muson.Fr.15AP.79 H., Luc.Symp.46, etc.; κηδεμονικῶς ἔχειν πρός τινα Plb.4.32.4; κηδεμονικῶς ὑποδεῖξαι, κηδεμονικῶς ἀποκρῖναι, J.AJ11.6.6, Sor.1.28.
German (Pape)
[Seite 1429] Sorge tragend, sorgsam, besorgend, pflegend; καὶ φιλάνθρωπος Plut. adv. Stoic. 32 u. a. Sp.; – τὸ κηδεμονικόν, = κηδεμονία, Pol. 32, 13, 12, Muson. Stob. fl. 67, 20. – Adv., κηδεμονικῶς καὶ φιλικῶς, Pol. 4, 32, 4, Luc. Conv. 46 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
plein de sollicitude.
Étymologie: κηδεμών.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κηδεμονικός -ή -όν [κηδεμών] zorgzaam.
Russian (Dvoretsky)
κηδεμονικός: заботливо относящийся, заботливый (κ. καὶ φιλάνθρωπος Plut.).
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ κηδεμονικός, -ή, -όν)
κηδεμών
αυτός που αρμόζει ή αναφέρεται στον κηδεμόνα ή στην κηδεμονία
αρχ.
1. αυτός που φροντίζει κάποιον, που προνοεί για κάποιον («κηδεμονικός φίλος», Πολ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το κηδεμονικόν
η κηδεμονία.
επίρρ...
κηδεμονικώς (ΑΜ κηδεμονικῶς)
νεοελλ.
από την άποψη κηδεμονίας
αρχ.
προνοητικά, κατά τρόπο κηδεμονικό.
Greek Monotonic
κηδεμονικός: -ή, -όν, προνοητικός, επιμελής, άγρυπνος· επίρρ. -κῶς, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
κηδεμονικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κηδεμόνα, προνοητικός, ἐπιμελής, ἄγρυπνος, Πολυβ. Ἑλλ. Ἀποσπ. 127, Πλούτ. 2. 55Β· τὸ κηδεμονικὸν = τῷ πρηγ., Πολύβ. 32. 13, 12, Μουσών. παρὰ Στοβ. 413. 10. Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 450. 50, Λουκ. Συμπ. 46, κτλ.· κ. ἔχειν πρός τινα Πολύβ. 4. 32, 4.
Middle Liddell
κηδεμονικός, ή, όν
provident, careful: adv. -κῶς, Luc. [from κηδεμών