μαυλίζω: Difference between revisions
ῥᾷον ὀμνύναι κἀπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν → they thought less of swearing and perjuring themselves than of anything else in the world
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
mNo edit summary |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και μαυλάω (ΑM [[μαυλίζω]]) [[[μαύλις]] (Ι)]<br />[[εξωθώ]] στην [[πορνεία]], [[παρασύρω]] στην [[ανηθικότητα]], [[εκμεταλλεύομαι]] [[πόρνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κράζω]] κότες ή άλλα κατοικίδια με ιδιαίτερο [[κράξιμο]] για το καθένα<br /><b>2.</b> [[προσελκύω]] θηράματα με [[μίμηση]] της φωνής τους («σαν τα πουλιά, που τά μαυλίζει ο [[κράχτης]]», Καζαντζ.)<br /><b>3.</b> [[πλανεύω]], [[ξελογιάζω]]. | |mltxt=και μαυλάω (ΑM [[μαυλίζω]]) [[[μαύλις]] (Ι)]<br />[[εξωθώ]] στην [[πορνεία]], [[παρασύρω]] στην [[ανηθικότητα]], [[εκμεταλλεύομαι]] [[πόρνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κράζω]] κότες ή άλλα κατοικίδια με ιδιαίτερο [[κράξιμο]] για το καθένα<br /><b>2.</b> [[προσελκύω]] θηράματα με [[μίμηση]] της φωνής τους («σαν τα πουλιά, που τά μαυλίζει ο [[κράχτης]]», Καζαντζ.)<br /><b>3.</b> [[πλανεύω]], [[ξελογιάζω]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====(make one a) [[prostitute]]=== | |||
Danish: tvinge ind i prostitution; Finnish: saattaa häpeään, prostituoida; Galician: prostituír; German: [[prostituieren]]; Greek: [[βγάζω στην πιάτσα]], [[βγάζω στο κλαρί]], [[βγάζω στο κουρμπέτι]], [[βγάζω στο πεζοδρόμιο]], [[εκδίδω]], [[εκπορνεύω]]; Ancient Greek: [[διαμαστροπεύω]], [[καταπορνεύω]], [[μαστροπεύω]], [[μαυλίζω]], [[πορνεύω]], [[προαγωγεύω]]; Latin: [[prostituo]]; Latvian: prostituēt; Macedonian: проституира; Polish: prostytuować, sprostytuować; Portuguese: [[prostituir]]; Romanian: prostitua; Spanish: [[prostituir]]; Swahili: ukahaba | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:23, 17 October 2024
English (LSJ)
v. μαστροπεύω, Hsch. s.v. μαστροπός, Sch. Ar. Nu. 976.
Greek Monolingual
και μαυλάω (ΑM μαυλίζω) [[[μαύλις]] (Ι)]
εξωθώ στην πορνεία, παρασύρω στην ανηθικότητα, εκμεταλλεύομαι πόρνη
νεοελλ.
1. κράζω κότες ή άλλα κατοικίδια με ιδιαίτερο κράξιμο για το καθένα
2. προσελκύω θηράματα με μίμηση της φωνής τους («σαν τα πουλιά, που τά μαυλίζει ο κράχτης», Καζαντζ.)
3. πλανεύω, ξελογιάζω.
Translations
(make one a) prostitute
Danish: tvinge ind i prostitution; Finnish: saattaa häpeään, prostituoida; Galician: prostituír; German: prostituieren; Greek: βγάζω στην πιάτσα, βγάζω στο κλαρί, βγάζω στο κουρμπέτι, βγάζω στο πεζοδρόμιο, εκδίδω, εκπορνεύω; Ancient Greek: διαμαστροπεύω, καταπορνεύω, μαστροπεύω, μαυλίζω, πορνεύω, προαγωγεύω; Latin: prostituo; Latvian: prostituēt; Macedonian: проституира; Polish: prostytuować, sprostytuować; Portuguese: prostituir; Romanian: prostitua; Spanish: prostituir; Swahili: ukahaba