ἀκουστός: Difference between revisions

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ]+)’" to "$1$2'")
m (Text replacement - " E.''Andr.''" to " E.''Andr.''")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akoustos
|Transliteration C=akoustos
|Beta Code=a)kousto/s
|Beta Code=a)kousto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[heard]], [[audible]], h.Merc.512, Hp.<span class="title">Insomn.</span>86, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>33c</span>, Phld.<span class="title">Herc.</span> 698.20, etc.; opp. [[θεατός]], <span class="bibl">Isoc.2.49</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[that should be heard]], with neg., δεινόν, οὐκ ἀ. <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>1312</span>, cf. <span class="bibl">E.<span class="title">Andr.</span>1084</span>.</span>
|Definition=ἀκουστή, ἀκουστόν,<br><span class="bld">A</span> [[heard]], [[audible]], h.Merc.512, Hp.''Insomn.''86, Pl.''Ti.''33c, Phld.''Herc.'' 698.20, etc.; opp. [[θεατός]], Isoc.2.49.<br><span class="bld">II</span> [[that should be heard]], with neg., δεινόν, οὐκ ἀ. [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''1312, cf. [[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]''1084.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 07:36, 19 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκουστός Medium diacritics: ἀκουστός Low diacritics: ακουστός Capitals: ΑΚΟΥΣΤΟΣ
Transliteration A: akoustós Transliteration B: akoustos Transliteration C: akoustos Beta Code: a)kousto/s

English (LSJ)

ἀκουστή, ἀκουστόν,
A heard, audible, h.Merc.512, Hp.Insomn.86, Pl.Ti.33c, Phld.Herc. 698.20, etc.; opp. θεατός, Isoc.2.49.
II that should be heard, with neg., δεινόν, οὐκ ἀ. S.OT1312, cf. E.Andr.1084.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Prosodia: [ᾰ-]
1 audible, que se deja oír συρίγγων ἐνοπή h.Merc.512, ἀκουστὸν ποίησόν μοι ... τὸ ἔλεός σου haz llegar a mis oídos tu compasión LXX Ps.142.8, ὥστε μὴ μόνον ἀκουστοὺς (sc. μύθους) ἡμῖν γίγνεσθαι ἀλλὰ καὶ θεατούς Isoc.2.49, ἀκούειν τὰ ἀκουστά Hp.Vict.4.86, X.Cyr.1.6.2, Mem.1.4.5, cf. Pl.Ti.33c, τὰ ἀκουστὰ τῶν ὁρατῶν ... διακρίνει Ph.1.443.
2 que debe ser oído esp. en forma negativa δεινὸν οὐδ' ἀ. S.OT 1312, ἀκοῦσαι δ' οὐκ ἀκούσθ' ὅμως θέλω E.Andr.1084, cf. Fr.334.
3 que debe ser recibido con atención ἀκουστὰ ... δῶρα δαιμόνων E.Hel.663.

German (Pape)

[Seite 78] hörbar, Xen. Cyr. 1, 6, 2; Isocr. 2, 49 u. sonst.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu'on peut ou qu'on doit entendre.
Étymologie: ἀκούω.

Russian (Dvoretsky)

ἀκουστός: [adj. verb. к ἀκούω слышимый, (у)слышанный (συρίγγων ἐνοπή HH; μῦθοι Isocr.): οὐκ ἀ. Soph., Eur. неслыханный, ужасный.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκουστός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀκούω, ὁ δυνάμενος νὰ ἀκουσθῇ, ὁ ἀκουόμενος, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 512, Πλάτ., κτλ.· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ θεατός, Ἰσοκρ. 42C. II. ὅ,τι πρέπει νὰ ἀκουσθῇ, Σοφ.· Ο. Τ. 1312· ἀκοῦσαι δ’ οὐκ ἀκούσθ’ ὅμως θέλω, Εὐρ. Ἀνδρ. 1084.

Greek Monolingual

–ή, -ό (Α ἀκουστός, -ή, -όν)
αυτός που μπορεί να ακουστεί, να γίνει αισθητός με την ακοή
νεοελλ.
1. ξακουστός, φημισμένος, διάσημος
2. φρ. «έχω κάποιον ή κάτι ακουστά», γνωρίζω εξ ακοής, έχω ακούσει για κάποιον ή κάτι
αρχ.
(με άρν.) αυτός που δεν πρέπει ή δεν είναι δυνατόν να ακουστεί, ο ανήκουστος.
3. (Φυσ.) Ακουστός χαρακτηρίζεται ο ήχος που μπορεί να γίνει αντιληπτός από έναν φυσιολογικό ακροατή. Ακουστοί είναι οι ήχοι με συχνότητες από 20 ως 20.000 χερτζ που η έντασή τους περιλαμβάνεται μεταξύ 0 και 120 περίπου ντεσιμπέλ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκούω.
ΠΑΡ. ἀκουστικός
νεοελλ.
ακουστά, ακουστότητα].

Greek Monotonic

ἀκουστός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ἀκούω,
I. αυτός που μπορεί να ακουστεί, ακουστός, ευδιάκριτος, σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ. κ.λπ.
II. αυτό που πρέπει να ακουστεί, σε Σοφ., Ευρ.

Middle Liddell

verb. adj. of ἀκούω
I. heard, audible, Hhymn., Plat., etc.
II. that should be heard, Soph., Eur.

English (Woodhouse)

able to be heard

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)