θιασεύω: Difference between revisions
κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος → it is better to be envied than pitied | to be envied is a nobler fate than to be pitied (Pindar, Pythian 1.85)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thiaseyo | |Transliteration C=thiaseyo | ||
|Beta Code=qiaseu/w | |Beta Code=qiaseu/w | ||
|Definition=<span class="bld">A</span> initiate into the [[θίασος]], ''Epic.Alex.Adesp.'' 9i2; ὅς με… κόραις ἐθιάσευσ' E.''Ion''552; θ. χοροῖς Id.''Ba.''379 (lyr.):—Pass., <b class="b3">-εύεται ψυχάν</b> ib.75.<br><span class="bld">II</span> [[celebrate Bacchic rites]], Str.12.4.3. | |Definition=<span class="bld">A</span> initiate into the [[θίασος]], ''Epic.Alex.Adesp.'' 9i2; ὅς με… κόραις ἐθιάσευσ' [[Euripides|E.]]''[[Ion]]'' 552; θ. χοροῖς Id.''Ba.''379 (lyr.):—Pass., <b class="b3">-εύεται ψυχάν</b> ib.75.<br><span class="bld">II</span> [[celebrate Bacchic rites]], Str.12.4.3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:31, 25 October 2024
English (LSJ)
A initiate into the θίασος, Epic.Alex.Adesp. 9i2; ὅς με… κόραις ἐθιάσευσ' E.Ion 552; θ. χοροῖς Id.Ba.379 (lyr.):—Pass., -εύεται ψυχάν ib.75.
II celebrate Bacchic rites, Str.12.4.3.
German (Pape)
[Seite 1211] einen feierlichen Aufzug, θίασος halten; χοροῖς, vom Dionysus, Eur. Bacch. 378; ἐθιάσευέν με Μαινάσι Βακχίου, weihte mich in den Thiasus ein, Ion 552. – Med., θιασεύεται ψυχάν, er läßt seine Seele in den Bacchischen Thiasus einweihen, Bacch. 75.
French (Bailly abrégé)
1 introduire dans un thiase;
2 célébrer un thiase;
Moy. θιασεύομαι se récréer en prenant part à un thiase.
Étymologie: θίασος.
Russian (Dvoretsky)
θιᾰσεύω:
1 совершать вакхическое шествие: θ. χοροῖς Eur. выступать во главе вакхических хоров;
2 приобщать к вакхическим торжествам (τινά Eur.): θιασεύεσθαι ψυχάν Eur. целиком отдаться вакхическому празднеству.
Greek (Liddell-Scott)
θιᾰσεύω: φέρω εἰς θίασον ἢ εἰς Βακχικὴν συνοδείαν, ὅς με... κόραις ἐθιάσευσ’ Εὐρ. Ἴωνι 552· οὕτω, θ. χοροῖς ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 378. ― Παθ., ἀνήκω εἰς Βακχικὸν θίασον, ἁγιάζομαι διὰ Βακχικῶν τελετῶν ἢ ὀργίων (ἴδε ἁγιστεύω), αὐτόθι 77. ΙΙ. ἑορτάζω Βακχικὰ ὄργια, Στράβων 562.
Greek Monolingual
θιασεύω (Α) θίασος
1. μυώ σε θίασο
2. μετέχω σε βακχικές τελετουργίες
3. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ θιασεύοντες
οι βακχευτές, οι πανηγυριστές τών εορτών προς τιμήν του Βάκχου.
Greek Monotonic
θιᾰσεύω: φέρνω στη Βακχική συνοδεία, σε Ευρ.· Παθ., ανήκω στη Βακχική συνοδεία, καθαγιάζω μέσω Βακχικών τελετών, στον ίδ.
Middle Liddell
θιᾰσεύω,
to bring into the Bacchic company, Eur.:— Pass. to be of the Bacchic company, to be hallowed by Bacchic rites, Eur. [from θίᾰσος]