προσερέω: Difference between revisions
Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht
(6_5) |
|||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosereo | |Transliteration C=prosereo | ||
|Beta Code=prosere/w | |Beta Code=prosere/w | ||
|Definition=Att. contr. προσερῶ, used as fut. of | |Definition=Att. contr. [[προσερῶ]], used as fut. of [[προσαγορεύω]], [[προσεῖπον]] being used as aor.: pf. <b class="b3">προσείρηκα, -ημαι</b>, Pl.''Ti.''31a, ''Cra.''403a: —Pass., fut. προσρηθήσομαι (v. infr.): aor. προσερρήθην (v. infr.):—<br><span class="bld">A</span> [[speak to]], [[address]], [[accost]], τινα [[Euripides|E.]]''[[Alcestis|Alc.]]''1005 (lyr.), [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 60a; οὔτις ἦν οὕτω κακός, ὃν οὐ προσεῖπε καὶ προσερρήθη πάλιν [[Euripides|E.]]''[[Alcestis|Alc.]]''195, cf. 942; of one who [[addresses]] a god, [[Herodotus|Hdt.]]5.72.<br><span class="bld">2</span> c. dupl. acc., [[call by a name]], <b class="b3">πολίτας ἀλλήλους π.</b> [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 463a; <b class="b3">ἕνα οὐρανὸν π.</b> Id.''Ti.''31a; <b class="b3">τί προσεροῦμεν ὄνομα συμπάσας δυνάμεις</b>; Id.''Sph.''227b; <b class="b3">τινὰ ταὐτὸν π. ὄνομα</b> ib.224b:—Pass., βασιλικὸς προσρηθήσεται Id.''Plt.''259b, cf. ''Cra.'' 403a.<br><span class="bld">II</span> Pass., to [[be enjoined]], [[commanded]], Aristid.1.484J. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0762.png Seite 762]] fut. zu [[προσεῖπον]], [[προσαγορεύω]], perf. [[προσείρηκα]], προσείρημαι, fut. pass. προσρηθήσομαι u. s. w., – 1) ich werde anreden, begrüßen, von Einem, der sich dem Tempel einer Gottheit nahet, ich werde anbeten, Her. 2, 72. – 2) ich werde dazu sagen, hinzusetzen, übh. benennen, ταὐτὸν προσερεῖς [[ὄνομα]], Plat. Soph. 224 b; τί προσεροῦμεν [[ὄνομα]] ξυμπάσας δυνάμεις, 227 b; βασιλικὸς ὀρθῶς προσρηθήσεται, Polit. 259 b; [[πᾶν]] νόσον προσρητέον, Tim. 86 b. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0762.png Seite 762]] fut. zu [[προσεῖπον]], [[προσαγορεύω]], perf. [[προσείρηκα]], προσείρημαι, fut. pass. προσρηθήσομαι u. s. w., – 1) ich werde anreden, begrüßen, von Einem, der sich dem Tempel einer Gottheit nahet, ich werde anbeten, Her. 2, 72. – 2) ich werde dazu sagen, hinzusetzen, übh. benennen, ταὐτὸν προσερεῖς [[ὄνομα]], Plat. Soph. 224 b; τί προσεροῦμεν [[ὄνομα]] ξυμπάσας δυνάμεις, 227 b; βασιλικὸς ὀρθῶς προσρηθήσεται, Polit. 259 b; [[πᾶν]] νόσον προσρητέον, Tim. 86 b. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[προσερῶ]] :<br /><i>c.</i> προσέρω.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐρέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσερέω:''' стяж. [[προσερῶ]] fut. к * [[προσέρω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσερέω''': Ἀττ. συνῃρ. προσερῶ, ἐν χρήσει ὡς μέλλ. τοῦ [[προσαγορεύω]], τὸ δὲ [[προσεῖπον]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει ὡς ἀόρ.: πρκμ. προσείρηκα, -ημαι. ― Παθητ., μέλλ. προσρηθήσομαι· ἀόρ. πρσερρήθην· πρβλ. προσρητέον. Προσαγορεύω, προσφωνῶ, τινα Εὐρ. Ἄλκ. 1005, Πλάτ. Φαίδων 60Α· [[οὔτις]] ἦν οὕτω κακός, ὃν οὐ προσεῖπε καὶ προσερρήθη [[πάλιν]] Εὐρ. Ἄλκ. 195, πρβλ. 942· ― ἐπὶ τοῦ προσαγορεύοντος θεόν, ἀποτεινομένου πρὸς θεόν, Ἡρόδ. 5. 72. 2) | |lstext='''προσερέω''': Ἀττ. συνῃρ. προσερῶ, ἐν χρήσει ὡς μέλλ. τοῦ [[προσαγορεύω]], τὸ δὲ [[προσεῖπον]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει ὡς ἀόρ.: πρκμ. προσείρηκα, -ημαι. ― Παθητ., μέλλ. προσρηθήσομαι· ἀόρ. πρσερρήθην· πρβλ. προσρητέον. Προσαγορεύω, προσφωνῶ, τινα Εὐρ. Ἄλκ. 1005, Πλάτ. Φαίδων 60Α· [[οὔτις]] ἦν οὕτω κακός, ὃν οὐ προσεῖπε καὶ προσερρήθη [[πάλιν]] Εὐρ. Ἄλκ. 195, πρβλ. 942· ― ἐπὶ τοῦ προσαγορεύοντος θεόν, ἀποτεινομένου πρὸς θεόν, Ἡρόδ. 5. 72. 2) μετὰ διπλῆς αἰτ., καλῶ τινα μέ τι [[ὄνομα]], [[ὀνομάζω]], πολίτας πρ. ἀλλήλους Πλάτ. Πολ. 463Α· οὐρανὸν ἕνα πρ. ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 31Α· τί προσεροῦμεν [[ὄνομα]] ξυμπάσας δυνάμεις; ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 227Β· ἢ [[ἁπλῶς]], πρ. [[ὄνομα]] ταὐτὸν [[αὐτόθι]] 224Β. ― Παθ., βασιλικὸς προσρηθήσομαι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 259Β, πρβλ. Κρατ. 403Α. ― Πρβλ. [[προσερέσθαι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσερέω:''' Αττ. συνηρ. -ερῶ, ως μέλ. του <i>προσ- [[αγορεύω]]</i>, αορ. βʹ [[προσεῖπον]], παρακ. [[προσείρηκα]] — Παθ., μέλ. <i>προσρηθήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[προσερρήθην]], παρακ. <i>-είρημαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[μιλώ]], [[προσφωνώ]], [[προσαγορεύω]], <i>τινά</i>, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με [[διπλή]] αιτ., [[καλώ]] ή [[ονομάζω]], πολίτας [[προσερέω]] ἀλλήλους, σε Πλάτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=Attic contr. -ερῶ aor2 [[προσεῖπον]] [as fut. of προσ-αγορεύω, [[προσεῖπον]] [[being]] aor2] perf. [[προσείρηκα]] Pass., fut. προσρηθήσομαι aor1 [[προσερρήθην]] perf. -είρημαι<br /><b class="num">1.</b> to [[speak]] to, [[address]], [[accost]], τινά Eur., etc.<br /><b class="num">2.</b> c. dupl. acc. to [[call]] or [[name]], πολίτας πρ. ἀλλήλους Plat. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:00, 25 October 2024
English (LSJ)
Att. contr. προσερῶ, used as fut. of προσαγορεύω, προσεῖπον being used as aor.: pf. προσείρηκα, -ημαι, Pl.Ti.31a, Cra.403a: —Pass., fut. προσρηθήσομαι (v. infr.): aor. προσερρήθην (v. infr.):—
A speak to, address, accost, τινα E.Alc.1005 (lyr.), Pl.Phd. 60a; οὔτις ἦν οὕτω κακός, ὃν οὐ προσεῖπε καὶ προσερρήθη πάλιν E.Alc.195, cf. 942; of one who addresses a god, Hdt.5.72.
2 c. dupl. acc., call by a name, πολίτας ἀλλήλους π. Pl.R. 463a; ἕνα οὐρανὸν π. Id.Ti.31a; τί προσεροῦμεν ὄνομα συμπάσας δυνάμεις; Id.Sph.227b; τινὰ ταὐτὸν π. ὄνομα ib.224b:—Pass., βασιλικὸς προσρηθήσεται Id.Plt.259b, cf. Cra. 403a.
II Pass., to be enjoined, commanded, Aristid.1.484J.
German (Pape)
[Seite 762] fut. zu προσεῖπον, προσαγορεύω, perf. προσείρηκα, προσείρημαι, fut. pass. προσρηθήσομαι u. s. w., – 1) ich werde anreden, begrüßen, von Einem, der sich dem Tempel einer Gottheit nahet, ich werde anbeten, Her. 2, 72. – 2) ich werde dazu sagen, hinzusetzen, übh. benennen, ταὐτὸν προσερεῖς ὄνομα, Plat. Soph. 224 b; τί προσεροῦμεν ὄνομα ξυμπάσας δυνάμεις, 227 b; βασιλικὸς ὀρθῶς προσρηθήσεται, Polit. 259 b; πᾶν νόσον προσρητέον, Tim. 86 b.
French (Bailly abrégé)
προσερῶ :
c. προσέρω.
Étymologie: πρός, ἐρέω.
Russian (Dvoretsky)
προσερέω: стяж. προσερῶ fut. к * προσέρω.
Greek (Liddell-Scott)
προσερέω: Ἀττ. συνῃρ. προσερῶ, ἐν χρήσει ὡς μέλλ. τοῦ προσαγορεύω, τὸ δὲ προσεῖπον εἶναι ἐν χρήσει ὡς ἀόρ.: πρκμ. προσείρηκα, -ημαι. ― Παθητ., μέλλ. προσρηθήσομαι· ἀόρ. πρσερρήθην· πρβλ. προσρητέον. Προσαγορεύω, προσφωνῶ, τινα Εὐρ. Ἄλκ. 1005, Πλάτ. Φαίδων 60Α· οὔτις ἦν οὕτω κακός, ὃν οὐ προσεῖπε καὶ προσερρήθη πάλιν Εὐρ. Ἄλκ. 195, πρβλ. 942· ― ἐπὶ τοῦ προσαγορεύοντος θεόν, ἀποτεινομένου πρὸς θεόν, Ἡρόδ. 5. 72. 2) μετὰ διπλῆς αἰτ., καλῶ τινα μέ τι ὄνομα, ὀνομάζω, πολίτας πρ. ἀλλήλους Πλάτ. Πολ. 463Α· οὐρανὸν ἕνα πρ. ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 31Α· τί προσεροῦμεν ὄνομα ξυμπάσας δυνάμεις; ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 227Β· ἢ ἁπλῶς, πρ. ὄνομα ταὐτὸν αὐτόθι 224Β. ― Παθ., βασιλικὸς προσρηθήσομαι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 259Β, πρβλ. Κρατ. 403Α. ― Πρβλ. προσερέσθαι.
Greek Monotonic
προσερέω: Αττ. συνηρ. -ερῶ, ως μέλ. του προσ- αγορεύω, αορ. βʹ προσεῖπον, παρακ. προσείρηκα — Παθ., μέλ. προσρηθήσομαι, αόρ. αʹ προσερρήθην, παρακ. -είρημαι,
1. μιλώ, προσφωνώ, προσαγορεύω, τινά, σε Ευρ. κ.λπ.
2. με διπλή αιτ., καλώ ή ονομάζω, πολίτας προσερέω ἀλλήλους, σε Πλάτ.
Middle Liddell
Attic contr. -ερῶ aor2 προσεῖπον [as fut. of προσ-αγορεύω, προσεῖπον being aor2] perf. προσείρηκα Pass., fut. προσρηθήσομαι aor1 προσερρήθην perf. -είρημαι
1. to speak to, address, accost, τινά Eur., etc.
2. c. dupl. acc. to call or name, πολίτας πρ. ἀλλήλους Plat.