θυηφάγος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source
(5)
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thyifagos
|Transliteration C=thyifagos
|Beta Code=quhfa/gos
|Beta Code=quhfa/gos
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], ον</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">devouring offerings</b>, φλόξ <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>597</span>.</span>
|Definition=[ᾰ], ον, [[devouring offerings]], φλόξ [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''597.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1222.png Seite 1222]] [[φλόξ]], Weihrauch verzehrend, Aesch. Ag. 583.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1222.png Seite 1222]] [[φλόξ]], Weihrauch verzehrend, Aesch. Ag. 583.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui dévore la victime du sacrifice]].<br />'''Étymologie:''' [[θύος]], [[φαγεῖν]].
}}
{{elru
|elrutext='''θυηφάγος:''' (ᾰ) пожирающий жертву ([[φλόξ]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θυηφάγος''': ᾰ, ον, καταβροχθίζων τὰς προσφοράς, φλὸξ Αἰσχύλ. Ἀγ. 597.
|lstext='''θυηφάγος''': ᾰ, ον, καταβροχθίζων τὰς προσφοράς, φλὸξ Αἰσχύλ. Ἀγ. 597.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui dévore la victime du sacrifice.<br />'''Étymologie:''' [[θύος]], [[φαγεῖν]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυηφάγος]], -ον (Α)<br />(ως επίθ. της φωτιάς τών βωμών) αυτός που κατατρώει, αυτός που καταβροχθίζει τις προσφορές («[[θυηφάγος]] [[φλόξ]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θυη</i>-, [[μορφή]] με την οποία απαντά η λ. [[θύος]] ως α' συνθετικό (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θυη</i>-<i>δόχος</i>, <i>θυη</i>-[[πόλος]]) <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>- του ρ. [[εσθίω]], <b>[[πρβλ]].</b> αόρ. β' <i>έ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>σαρκο</i>-[[φάγος]], <i>χορτο</i>-[[φάγος]].
|mltxt=[[θυηφάγος]], -ον (Α)<br />(ως επίθ. της φωτιάς τών βωμών) αυτός που κατατρώει, αυτός που καταβροχθίζει τις προσφορές («[[θυηφάγος]] [[φλόξ]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θυη</i>-, [[μορφή]] με την οποία απαντά η λ. [[θύος]] ως α' συνθετικό ([[πρβλ]]. <i>θυη</i>-<i>δόχος</i>, <i>θυη</i>-[[πόλος]]) <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>- του ρ. [[εσθίω]], [[πρβλ]]. αόρ. β' <i>έ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i>), [[πρβλ]]. [[σαρκοφάγος]], [[χορτοφάγος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θυηφάγος:''' [ᾰ], -ον ([[θύος]], [[φαγεῖν]]), αυτός που καταβροχθίζει θυσίες, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''θυηφάγος:''' [ᾰ], -ον ([[θύος]], [[φαγεῖν]]), αυτός που καταβροχθίζει θυσίες, σε Αισχύλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θυη-φᾰ́γος, ον [[θύος]], [[φαγεῖν]]<br />[[devouring]] offerings, Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 21:50, 29 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠηφάγος Medium diacritics: θυηφάγος Low diacritics: θυηφάγος Capitals: ΘΥΗΦΑΓΟΣ
Transliteration A: thyēphágos Transliteration B: thyēphagos Transliteration C: thyifagos Beta Code: quhfa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, devouring offerings, φλόξ A.Ag.597.

German (Pape)

[Seite 1222] φλόξ, Weihrauch verzehrend, Aesch. Ag. 583.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dévore la victime du sacrifice.
Étymologie: θύος, φαγεῖν.

Russian (Dvoretsky)

θυηφάγος: (ᾰ) пожирающий жертву (φλόξ Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

θυηφάγος: ᾰ, ον, καταβροχθίζων τὰς προσφοράς, φλὸξ Αἰσχύλ. Ἀγ. 597.

Greek Monolingual

θυηφάγος, -ον (Α)
(ως επίθ. της φωτιάς τών βωμών) αυτός που κατατρώει, αυτός που καταβροχθίζει τις προσφορές («θυηφάγος φλόξ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυη-, μορφή με την οποία απαντά η λ. θύος ως α' συνθετικό (πρβλ. θυη-δόχος, θυη-πόλος) + -φάγος (< θ. φαγ- του ρ. εσθίω, πρβλ. αόρ. β' έ-φαγ-ον), πρβλ. σαρκοφάγος, χορτοφάγος.

Greek Monotonic

θυηφάγος: [ᾰ], -ον (θύος, φαγεῖν), αυτός που καταβροχθίζει θυσίες, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

θυη-φᾰ́γος, ον θύος, φαγεῖν
devouring offerings, Aesch.