ὑπουργία: Difference between revisions
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
(13_4) |
mNo edit summary |
||
(25 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypourgia | |Transliteration C=ypourgia | ||
|Beta Code=u(pourgi/a | |Beta Code=u(pourgi/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[service rendered]], [[service]], [[favour]], [[benefit]], [[aid]], [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''1413, X.''Hier.''1.38, Arist.''Rh.''1385a29, Luc. ''Pseudol.''25, ''Rev.Et.Anc.''33.210 (Theangela), ''BGU''197.17 (i A. D.), etc.; [[sensu obsceno|sens. obsc.]], Amphis 20.5.<br><span class="bld">2</span> pl., [[medical duties]], [[services]], Hp.''Decent.''12, al.; [[duties of a midwife]], Sor.1.4 (pl.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1238.png Seite 1238]] ἡ, Dienst, Dienstleistung, Soph. O. C. 1415; Plat. defin. 413 e; – dah. Gefälligkeit, Schmeichelei, Xen. Hier. 1, 38; – ἀποδοὺς ὑπουργίαν Plut. Thes. 31; Luc. Pseudol. 25; Ios. u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1238.png Seite 1238]] ἡ, [[Dienst]], [[Dienstleistung]], Soph. O. C. 1415; Plat. defin. 413 e; – dah. [[Gefälligkeit]], [[Schmeichelei]], Xen. Hier. 1, 38; – ἀποδοὺς ὑπουργίαν Plut. Thes. 31; Luc. Pseudol. 25; Ios. u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[aide]], [[assistance]], [[secours]], [[bon office]];<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> [[empressement affecté]], [[obséquiosité]], [[adulation]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπουργός]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπουργία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[услуга]] или [[помощь]] Soph., Plat., Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[услужливость]], [[угодливость]] Xen., Luc. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὑπουργία''': ἡ, [[ὑπηρεσία]] γινομένη [[πρός]] τινα, Σοφ. Ο. Κ. 1413, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 7, 4· ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Ἄμφις ἐν «Ἰαλέμῳ» 1. 5. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, χαμέρπεια, [[κολακεία]], σπουδὴ πρὸς ἀρέσκειαν, Ξεν. Ἱέρων 1, 38, Λουκ. Ψευδολογ. 25. 3) ἰατρικὴ [[περιποίησις]], Ἱππ. 24. 47, κ. ἀλλ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η / [[ὑπουργία]], ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπουργίη Α [[ὑπουργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[αξίωμα]] και το [[έργο]] του υπουργού («η [[υπουργία]] του ήταν πολύ αποδοτική»)<br /><b>2.</b> ο [[χρόνος]] θητείας ενός υπουργού («έκανε σημαντικές αλλαγές στην πρώτη [[υπουργία]] του»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υπηρεσία]], [[εξυπηρέτηση]] («οὐκ ἐλάσσονα ἔτ' ἄλλον οἴσει τῆς ἐμῆς ὑπουργίας», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βοήθεια]], [[συνδρομή]] («τίνος ἂν ὑπουργίας δέοιτο ὁ θελήματι μόνῳ δημιουργῶν», Βασ.)<br /><b>3.</b> [[χρήση]], [[χρησιμοποίηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κολακεία]], δουλική [[συμπεριφορά]]<br /><b>2.</b> [[παροχή]] υπηρεσιών από γιατρό ή [[μαία]]<br /><b>3.</b> τα απαραίτητα [[μέσα]], τα αναγκαία έξοδα. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπουργία:''' ἡ, παρεχόμενη, προσφερόμενη [[υπηρεσία]], σε Σοφ., Αριστ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ὑπουργία]], ἡ,<br />[[service]] rendered, Soph., Arist. [from [[ὑπουργός]] | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[benefit]], [[favor]], [[favour]], [[service]], [[good turn]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 08:16, 30 October 2024
English (LSJ)
ἡ,
A service rendered, service, favour, benefit, aid, S.OC1413, X.Hier.1.38, Arist.Rh.1385a29, Luc. Pseudol.25, Rev.Et.Anc.33.210 (Theangela), BGU197.17 (i A. D.), etc.; sens. obsc., Amphis 20.5.
2 pl., medical duties, services, Hp.Decent.12, al.; duties of a midwife, Sor.1.4 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1238] ἡ, Dienst, Dienstleistung, Soph. O. C. 1415; Plat. defin. 413 e; – dah. Gefälligkeit, Schmeichelei, Xen. Hier. 1, 38; – ἀποδοὺς ὑπουργίαν Plut. Thes. 31; Luc. Pseudol. 25; Ios. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 aide, assistance, secours, bon office;
2 en mauv. part empressement affecté, obséquiosité, adulation.
Étymologie: ὑπουργός.
Russian (Dvoretsky)
ὑπουργία: ἡ
1 услуга или помощь Soph., Plat., Arst.;
2 услужливость, угодливость Xen., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπουργία: ἡ, ὑπηρεσία γινομένη πρός τινα, Σοφ. Ο. Κ. 1413, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 7, 4· ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Ἄμφις ἐν «Ἰαλέμῳ» 1. 5. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, χαμέρπεια, κολακεία, σπουδὴ πρὸς ἀρέσκειαν, Ξεν. Ἱέρων 1, 38, Λουκ. Ψευδολογ. 25. 3) ἰατρικὴ περιποίησις, Ἱππ. 24. 47, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
η / ὑπουργία, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπουργίη Α ὑπουργός
νεοελλ.
1. το αξίωμα και το έργο του υπουργού («η υπουργία του ήταν πολύ αποδοτική»)
2. ο χρόνος θητείας ενός υπουργού («έκανε σημαντικές αλλαγές στην πρώτη υπουργία του»)
μσν.-αρχ.
1. υπηρεσία, εξυπηρέτηση («οὐκ ἐλάσσονα ἔτ' ἄλλον οἴσει τῆς ἐμῆς ὑπουργίας», Σοφ.)
2. βοήθεια, συνδρομή («τίνος ἂν ὑπουργίας δέοιτο ὁ θελήματι μόνῳ δημιουργῶν», Βασ.)
3. χρήση, χρησιμοποίηση
αρχ.
1. κολακεία, δουλική συμπεριφορά
2. παροχή υπηρεσιών από γιατρό ή μαία
3. τα απαραίτητα μέσα, τα αναγκαία έξοδα.
Greek Monotonic
ὑπουργία: ἡ, παρεχόμενη, προσφερόμενη υπηρεσία, σε Σοφ., Αριστ.
Middle Liddell
ὑπουργία, ἡ,
service rendered, Soph., Arist. [from ὑπουργός