κατάπλεος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katapleos
|Transliteration C=katapleos
|Beta Code=kata/pleos
|Beta Code=kata/pleos
|Definition=ον, Att. κατα-πλέως, ων, gen. ω. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[quite full]], τινος of a thing, <span class="bibl">Ph.2.568</span>, Plu.2.498f: [[fouled]], [[stained with]], γῆς τε κατάπλεων τὸ γένειον καὶ αἵματος <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.3.30</span>, cf. <span class="title">IG</span>4.952.44 (Epid.); [[[πηλῷ]]] <span class="bibl">D.H.1.79</span>: c. dat., [[filled with]], <b class="b3">λύχνος ὥσπερ κέγχροις πολλοῖς κ</b>. <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Sign.</span> 42</span>; Χωρίον ὀχετοῖς κατάπλεων <span class="bibl">App.<span class="title">Pun.</span>117</span>.</span>
|Definition=κατάπλεον, Att. [[κατάπλεως]], ων, gen. ω. [[quite full]], τινος of a thing, Ph.2.568, Plu.2.498f: [[fouled]], [[stained with]], γῆς τε κατάπλεων τὸ γένειον καὶ αἵματος [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''8.3.30, cf. ''IG''4.952.44 (Epid.); ([[πηλῷ]]) D.H.1.79: c. dat., [[filled with]], <b class="b3">λύχνος ὥσπερ κέγχροις πολλοῖς κ.</b> [[Theophrastus|Thphr.]] ''Sign.'' 42; Χωρίον ὀχετοῖς κατάπλεων App.''Pun.''117.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1370.png Seite 1370]] auch 3 End., att. [[κατάπλεως]], ων, ganz angefüllt, τινός, Plut. u. a. Sp., auch τινί, [[χωρίον]] ὀχετοῖς βαθέσι κατάπλεων App. Pun. 117. – Auch = voll, beschmutzt, γῆς τε κατάπλεων τὸ [[γένειον]] καὶ αἵματος Xen. Cyr. 8, 3, 30; vgl. Plut. Pyrrh. 28; D. Hal. 1, 79.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1370.png Seite 1370]] auch 3 End., att. [[κατάπλεως]], ων, ganz angefüllt, τινός, Plut. u. a. Sp., auch τινί, [[χωρίον]] ὀχετοῖς βαθέσι κατάπλεων App. Pun. 117. – Auch = voll, beschmutzt, γῆς τε κατάπλεων τὸ [[γένειον]] καὶ αἵματος Xen. Cyr. 8, 3, 30; vgl. Plut. Pyrrh. 28; D. Hal. 1, 79.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[complètement rempli]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πλέος]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατάπλεος:''' и 3 [[varia lectio|v.l.]] = [[κατάπλεως]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάπλεος''': -ον, Ἀττ. -πλεως, ων, γεν.-ω·- ἐντελῶς [[πλήρης]], τινος Πλούτ. 2, 498Ε· κατάπλεα θηρίων ὄρη Πολυδ. Ε΄, 13· γῆς τε κατάπλεων τὸ [[γένειον]] καὶ αἵματος Ξεν. Κύρ. 8, 3, 38· πηλοῦ Δίων Ἀλ. 1, 79·- [[μετὰ]] δοτ., [[χωρίον]] ὀχετοῖς κατάπλεων Ἀππ. Καρχηδ. 117.
|lstext='''κατάπλεος''': -ον, Ἀττ. -πλεως, ων, γεν.-ω·- ἐντελῶς [[πλήρης]], τινος Πλούτ. 2, 498Ε· κατάπλεα θηρίων ὄρη Πολυδ. Ε΄, 13· γῆς τε κατάπλεων τὸ [[γένειον]] καὶ αἵματος Ξεν. Κύρ. 8, 3, 38· πηλοῦ Δίων Ἀλ. 1, 79·- μετὰ δοτ., [[χωρίον]] ὀχετοῖς κατάπλεων Ἀππ. Καρχηδ. 117.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />complètement rempli.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πλέος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατάπλεος]], -ον και αττ. τ. [[κατάπλεως]], -ων (Α)<br /><b>1.</b> εντελώς [[γεμάτος]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] ρύπους, [[ρυπαρός]], κατασπιλωμένος («γῆς τε κατάπλεων τὸ [[γένειον]] καὶ αἵματος», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλεος</i> / -<i>πλεως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πίμπλημι]] «[[είμαι]] [[γεμάτος]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εκ</i>-<i>πλεος</i>, [[περί]]-<i>πλεως</i>].
|mltxt=[[κατάπλεος]], -ον και αττ. τ. [[κατάπλεως]], -ων (Α)<br /><b>1.</b> εντελώς [[γεμάτος]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] ρύπους, [[ρυπαρός]], κατασπιλωμένος («γῆς τε κατάπλεων τὸ [[γένειον]] καὶ αἵματος», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλεος</i> / -<i>πλεως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πίμπλημι]] «[[είμαι]] [[γεμάτος]]»), [[πρβλ]]. <i>εκ</i>-<i>πλεος</i>, [[περί]]-<i>πλεως</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατάπλεος:''' -ον, Αττ. -πλεως, <i>-ων</i>, γεν. <i>-ω</i>, εντελώς [[γεμάτος]], [[πλήρης]], <i>τινος</i>, ενός πράγματος· μολυσμένος, [[μιαρός]], [[ακάθαρτος]], κηλιδωμένος, λεκιασμένος, λερωμένος με [[κάτι]], γῆς [[κατάπλεως]] καὶ αἵματος, σε Ξεν.
|lsmtext='''κατάπλεος:''' -ον, Αττ. -πλεως, <i>-ων</i>, γεν. <i>-ω</i>, εντελώς [[γεμάτος]], [[πλήρης]], <i>τινος</i>, ενός πράγματος· μολυσμένος, [[μιαρός]], [[ακάθαρτος]], κηλιδωμένος, λεκιασμένος, λερωμένος με [[κάτι]], γῆς [[κατάπλεως]] καὶ αἵματος, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''κατάπλεος:''' и 3 v. l. = [[κατάπλεως]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κατά]]-πλεος, ον<br />gen. ω, [[quite]] [[full]], τινος of a [[thing]]:— fouled or stained with a [[thing]], γῆς [[κατάπλεως]] καὶ αἵματος Xen.
|mdlsjtxt=[[κατά]]-πλεος, ον<br />gen. ω, [[quite]] [[full]], τινος of a [[thing]]:— fouled or stained with a [[thing]], γῆς [[κατάπλεως]] καὶ αἵματος Xen.
}}
}}

Latest revision as of 07:29, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάπλεος Medium diacritics: κατάπλεος Low diacritics: κατάπλεος Capitals: ΚΑΤΑΠΛΕΟΣ
Transliteration A: katápleos Transliteration B: katapleos Transliteration C: katapleos Beta Code: kata/pleos

English (LSJ)

κατάπλεον, Att. κατάπλεως, ων, gen. ω. quite full, τινος of a thing, Ph.2.568, Plu.2.498f: fouled, stained with, γῆς τε κατάπλεων τὸ γένειον καὶ αἵματος X.Cyr.8.3.30, cf. IG4.952.44 (Epid.); (πηλῷ) D.H.1.79: c. dat., filled with, λύχνος ὥσπερ κέγχροις πολλοῖς κ. Thphr. Sign. 42; Χωρίον ὀχετοῖς κατάπλεων App.Pun.117.

German (Pape)

[Seite 1370] auch 3 End., att. κατάπλεως, ων, ganz angefüllt, τινός, Plut. u. a. Sp., auch τινί, χωρίον ὀχετοῖς βαθέσι κατάπλεων App. Pun. 117. – Auch = voll, beschmutzt, γῆς τε κατάπλεων τὸ γένειον καὶ αἵματος Xen. Cyr. 8, 3, 30; vgl. Plut. Pyrrh. 28; D. Hal. 1, 79.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
complètement rempli.
Étymologie: κατά, πλέος.

Russian (Dvoretsky)

κατάπλεος: и 3 v.l. = κατάπλεως.

Greek (Liddell-Scott)

κατάπλεος: -ον, Ἀττ. -πλεως, ων, γεν.-ω·- ἐντελῶς πλήρης, τινος Πλούτ. 2, 498Ε· κατάπλεα θηρίων ὄρη Πολυδ. Ε΄, 13· γῆς τε κατάπλεων τὸ γένειον καὶ αἵματος Ξεν. Κύρ. 8, 3, 38· πηλοῦ Δίων Ἀλ. 1, 79·- μετὰ δοτ., χωρίον ὀχετοῖς κατάπλεων Ἀππ. Καρχηδ. 117.

Greek Monolingual

κατάπλεος, -ον και αττ. τ. κατάπλεως, -ων (Α)
1. εντελώς γεμάτος από κάτι
2. γεμάτος ρύπους, ρυπαρός, κατασπιλωμένος («γῆς τε κατάπλεων τὸ γένειον καὶ αἵματος», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πλεος / -πλεως (< πίμπλημι «είμαι γεμάτος»), πρβλ. εκ-πλεος, περί-πλεως].

Greek Monotonic

κατάπλεος: -ον, Αττ. -πλεως, -ων, γεν. , εντελώς γεμάτος, πλήρης, τινος, ενός πράγματος· μολυσμένος, μιαρός, ακάθαρτος, κηλιδωμένος, λεκιασμένος, λερωμένος με κάτι, γῆς κατάπλεως καὶ αἵματος, σε Ξεν.

Middle Liddell

κατά-πλεος, ον
gen. ω, quite full, τινος of a thing:— fouled or stained with a thing, γῆς κατάπλεως καὶ αἵματος Xen.