καπνώδης: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kapnodis
|Transliteration C=kapnodis
|Beta Code=kapnw/dhs
|Beta Code=kapnw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[smoky]], opp. [[ἀτμιδώδης]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>360a10</span>, al.; ([[φλόξ]]) <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Ign.</span>76</span>; κ. καὶ συννεφὴς ἀήρ <span class="bibl">Plb.9.16.3</span>. Adv. -δῶς Gal. 4.507. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of colour, [[dark]], [[dusky]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>5.3.2</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Philops.</span> 16</span>; <b class="b3">φύλλον δριμὺ καὶ κ</b>. <span class="bibl">D.Chr.66.5</span>.</span>
|Definition=καπνῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[smoky]], opp. [[ἀτμιδώδης]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''360a10, al.; ([[φλόξ]]) [[Theophrastus|Thphr.]] ''Ign.''76; κ. καὶ συννεφὴς ἀήρ Plb.9.16.3. Adv. [[καπνωδῶς]] Gal. 4.507.<br><span class="bld">2</span> of colour, [[dark]], [[dusky]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 5.3.2, Luc.''Philops.'' 16; <b class="b3">φύλλον δριμὺ καὶ κ.</b> D.Chr.66.5.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1323.png Seite 1323]] ες, rauchartig, räucherig; ὁ καπν. καὶ συννεφὴς ἀήρ Pol. 9, 16, 3; bes. von der Farbe, Luc. Philops. 16; δυσῶδές τι καὶ καπνωδέστερον ἐρυγγάνειν Saturn. 28; Theophr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1323.png Seite 1323]] ες, rauchartig, räucherig; ὁ καπν. καὶ συννεφὴς ἀήρ Pol. 9, 16, 3; bes. von der Farbe, Luc. Philops. 16; δυσῶδές τι καὶ καπνωδέστερον ἐρυγγάνειν Saturn. 28; Theophr.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />[[fumeux]], [[de couleur fumeuse]], [[sombre]].<br />'''Étymologie:''' [[καπνός]], -ωδης.
}}
{{elnl
|elnltext=καπνώδης -ες [καπνός] als rook:. καπνώδη τὴν χρόαν (geestverschijning) met een rookachtige kleur Luc. 34.16.
}}
{{elru
|elrutext='''καπνώδης:'''<br /><b class="num">1</b> [[дымный]], [[пропитанный дымом]] ([[ἀναθυμίασις]] Arst.; [[ἀήρ]] Polyb.);<br /><b class="num">2</b> дымчато-темный: κ. τὴν χρόαν Luc. черный (словно) от копоти.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καπνώδης''': -ες, ὡς καὶ νῦν, ἀντίθετον τῷ [[ἀτμιδώδης]], Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, 3., 3. 6, 10, κ. ἀλλ., Θεόφρ., κλ.· καπν. καὶ συννεφὴς ἀὴρ Πολύβ. 9. 16, 3. - Ἑπίρρ. -δῶς, Γαλην. τ. 4, σ. 507, 8. 2) ἐπὶ χρώματος, [[μαῦρος]], [[σκοτεινός]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 3, 2, Φιλοψ. 16.
|lstext='''καπνώδης''': -ες, ὡς καὶ νῦν, ἀντίθετον τῷ [[ἀτμιδώδης]], Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, 3., 3. 6, 10, κ. ἀλλ., Θεόφρ., κλ.· καπν. καὶ συννεφὴς ἀὴρ Πολύβ. 9. 16, 3. - Ἑπίρρ. -δῶς, Γαλην. τ. 4, σ. 507, 8. 2) ἐπὶ χρώματος, [[μαῦρος]], [[σκοτεινός]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 3, 2, Φιλοψ. 16.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />fumeux, de couleur fumeuse, sombre.<br />'''Étymologie:''' [[καπνός]], -ωδης.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[καπνώδης]], -ῶδες)<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με καπνό<br /><b>2.</b> ο [[γεμάτος]] καπνό («ἔτι δ' ὁ [[καπνώδης]] καὶ συννεφὴς ἀὴρ καὶ [[τἆλλα]] τὰ παραπλήσια τούτοις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[χρώμα]]) [[σκούρος]], [[σκοτεινός]] («[[εἶδον]] ἐξιόντα μέλανα καὶ καπνώδη τὴν χρόαν», <b>Λουκιαν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καπνωδῶς</i> (Α)<br />με καπνώδη τρόπο.
|mltxt=-ες (Α [[καπνώδης]], -ῶδες)<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με καπνό<br /><b>2.</b> ο [[γεμάτος]] καπνό («ἔτι δ' ὁ [[καπνώδης]] καὶ συννεφὴς ἀὴρ καὶ [[τἆλλα]] τὰ παραπλήσια τούτοις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[χρώμα]]) [[σκούρος]], [[σκοτεινός]] («[[εἶδον]] ἐξιόντα μέλανα καὶ καπνώδη τὴν χρόαν», <b>Λουκιαν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καπνωδῶς</i> (Α)<br />με καπνώδη τρόπο.
}}
{{elru
|elrutext='''καπνώδης:'''<br /><b class="num">1)</b> [[дымный]], [[пропитанный дымом]] ([[ἀναθυμίασις]] Arst.; [[ἀήρ]] Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> дымчато-темный: κ. τὴν χρόαν Luc. черный (словно) от копоти.
}}
{{elnl
|elnltext=καπνώδης -ες [καπνός] als rook:. καπνώδη τὴν χρόαν (geestverschijning) met een rookachtige kleur Luc. 34.16.
}}
}}

Latest revision as of 07:30, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καπνώδης Medium diacritics: καπνώδης Low diacritics: καπνώδης Capitals: ΚΑΠΝΩΔΗΣ
Transliteration A: kapnṓdēs Transliteration B: kapnōdēs Transliteration C: kapnodis Beta Code: kapnw/dhs

English (LSJ)

καπνῶδες,
A smoky, opp. ἀτμιδώδης, Arist.Mete.360a10, al.; (φλόξ) Thphr. Ign.76; κ. καὶ συννεφὴς ἀήρ Plb.9.16.3. Adv. καπνωδῶς Gal. 4.507.
2 of colour, dark, dusky, Thphr. CP 5.3.2, Luc.Philops. 16; φύλλον δριμὺ καὶ κ. D.Chr.66.5.

German (Pape)

[Seite 1323] ες, rauchartig, räucherig; ὁ καπν. καὶ συννεφὴς ἀήρ Pol. 9, 16, 3; bes. von der Farbe, Luc. Philops. 16; δυσῶδές τι καὶ καπνωδέστερον ἐρυγγάνειν Saturn. 28; Theophr.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
fumeux, de couleur fumeuse, sombre.
Étymologie: καπνός, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καπνώδης -ες [καπνός] als rook:. καπνώδη τὴν χρόαν (geestverschijning) met een rookachtige kleur Luc. 34.16.

Russian (Dvoretsky)

καπνώδης:
1 дымный, пропитанный дымом (ἀναθυμίασις Arst.; ἀήρ Polyb.);
2 дымчато-темный: κ. τὴν χρόαν Luc. черный (словно) от копоти.

Greek (Liddell-Scott)

καπνώδης: -ες, ὡς καὶ νῦν, ἀντίθετον τῷ ἀτμιδώδης, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, 3., 3. 6, 10, κ. ἀλλ., Θεόφρ., κλ.· καπν. καὶ συννεφὴς ἀὴρ Πολύβ. 9. 16, 3. - Ἑπίρρ. -δῶς, Γαλην. τ. 4, σ. 507, 8. 2) ἐπὶ χρώματος, μαῦρος, σκοτεινός, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 3, 2, Φιλοψ. 16.

Greek Monolingual

-ες (Α καπνώδης, -ῶδες)
1. αυτός που μοιάζει με καπνό
2. ο γεμάτος καπνό («ἔτι δ' ὁ καπνώδης καὶ συννεφὴς ἀὴρ καὶ τἆλλα τὰ παραπλήσια τούτοις», Πολ.)
αρχ.
1. (για χρώμα) σκούρος, σκοτεινόςεἶδον ἐξιόντα μέλανα καὶ καπνώδη τὴν χρόαν», Λουκιαν.).
επίρρ...
καπνωδῶς (Α)
με καπνώδη τρόπο.