ἀπαρτία: Difference between revisions
λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apartia | |Transliteration C=apartia | ||
|Beta Code=a)parti/a | |Beta Code=a)parti/a | ||
|Definition=Ion. [[ἀπαρτίη]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> = [[ἀποσκευή]], [[household utensils]], [[movables]], [[chattels]], Hippon.26, [[Theophrastus]] ap. Poll.10.19, [[LXX]] ''Ex.''40.36.<br><span class="bld">2</span> [[spoil]], including captives, ib.''Nu.''31.17,18.<br><span class="bld">II</span> [[public auction]], PStrassb. 59.3 (i B. C.), ''PGnom.''241 (-εία, ii A. D.), Poll. l. c.<br><span class="bld">III</span> <b class="b3">ἀπαρτίαν· μετάβασιν, ἀποσκευήν, τέλος, ἀπαρτισμόν</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | |Definition=Ion. [[ἀπαρτίη]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> = [[ἀποσκευή]], [[household utensils]], [[movables]], [[chattels]], Hippon.26, [[Theophrastus|Thphr.]] ap. Poll.10.19, [[LXX]] ''Ex.''40.36.<br><span class="bld">2</span> [[spoil]], including captives, ib.''Nu.''31.17,18.<br><span class="bld">II</span> [[public auction]], PStrassb. 59.3 (i B. C.), ''PGnom.''241 (-εία, ii A. D.), Poll. l. c.<br><span class="bld">III</span> <b class="b3">ἀπαρτίαν· μετάβασιν, ἀποσκευήν, τέλος, ἀπαρτισμόν</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 07:42, 2 November 2024
English (LSJ)
Ion. ἀπαρτίη, ἡ,
A = ἀποσκευή, household utensils, movables, chattels, Hippon.26, Thphr. ap. Poll.10.19, LXX Ex.40.36.
2 spoil, including captives, ib.Nu.31.17,18.
II public auction, PStrassb. 59.3 (i B. C.), PGnom.241 (-εία, ii A. D.), Poll. l. c.
III ἀπαρτίαν· μετάβασιν, ἀποσκευήν, τέλος, ἀπαρτισμόν, Hsch.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hippon.112
• Grafía: koiné y tard. graf. -ήα, -εία
I 1menaje, ajuar ἀκήρατον δὲ τὴν ἀ. ἔχει Hippon.l.c., cf. Thphr. en Poll.10.19
•ἀνεζεύγνυσαν ... σὺν τῇ ἀπαρτίᾳ αὐτῶν partieron con sus bagajes o impedimenta del pueblo de Israel en éxodo, LXX Ex.40.36, cf. Nu.10.12.
2 botín esp. de ganado πᾶσαν τὴν ἀπαρτίαν προνομεύσεις σεαυτῷ LXX De.20.14, καμήλους καὶ ὄνους καὶ ἡμιόνους εἰς τὴν ἀ. αὐτῶν LXX Iu.2.17
•incluyendo tb. cautivos, LXX Nu.31.17.
II subasta ἀπαρτίαν προέγραψε sacó a subasta Plu.Cic.27, cf. 2.205c, ἀπὸ τῆς ἀπαρτείας BGU 1917.2 (III a.C.), ἐξ ἧς ἐποιήσατο ἀπαρτήας PStras.79.3 (I a.C.), ἀγοράζειν τι ἐξ ἀπαρτείας PGnom.241, cf. Poll.10.19.
III 1marcha, partida Cosm.Ind.Top.5.30.
2 ἀπαρτίαν· μετάβασιν, ἀποσκευήν, τέλος, ἀπαρτισμόν Hsch.
German (Pape)
[Seite 281] ἡ, 1) nach VLL. ἀποσκευή u. ἔπιπλα (vielleicht dann ἀπάρτια zu schreiben), Hausrath, bes. (von ἀπαίρω?) das Reisegepäck, LXX; Poll. erkl. es τὰ κοῦφα σκεύη, als ion. W. – 2) öffentliche Versteigerung, zur Zeit des Poll. der übliche Ausdruck, vgl. 10, 18. 19, aus Hippon.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρτία: ἡ, ἀποσκευή, οἰκιακὰ σκεύη, κινητὰ πράγματα, ἔπιπλα, ἀκήρατον δὲ τὴν ἀπαρτίαν ἔχει Ἱππῶναξ (70), καὶ Θεόφρ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 19. ΙΙ. δημόσια πρᾶσις, πώλησις, δημοπρασία, «εἴποις δ’ ἂν τὴν πρᾶσιν τῶν ἐπίπλων τὴν ὑπὸ κήρυκι γινομένην, ἥν νῦν ἀπαρτίαν καλοῦσιν, ἀγορὰν» κτλ. Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. ἀπάρτιον.
Greek Monolingual
η (Α ἀπαρτία κ. ιων. -ίη)
νεοελλ.
ο ελάχιστος απαιτούμενος αριθμός προσώπων σε συνεδρίαση νομικού προσώπου δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου για την έγκυρη λήψη απόφασης
αρχ.
1. οικιακά σκεύη, κινητή περιουσία
2. η λεία του πολέμου, τα λάφυρα
3. δημοπρασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + αρτία, θηλ. του επιθ. άρτιος].
Mantoulidis Etymological
(=πλήρης ὀμάδα). Ἀπό τό ἀπαρτί, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.