ἐπενδύνω: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(5) |
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ependyno | |Transliteration C=ependyno | ||
|Beta Code=e)pendu/nw | |Beta Code=e)pendu/nw | ||
|Definition=[ῡ] or ἐπεν-δύω, | |Definition=[ῡ] or ἐπεν-δύω, [[put on over]], ἐπὶ τοῦτον ἄλλον κιθῶνα [[Herodotus|Hdt.]]1.195:—Med., -σάμενος χιτῶνα J.''AJ''3.7.4; πολλὰ σώματα Aen.Gaz. ''[[Theophrastus|Thphr.]] ''p.60 B.: —Pass. (with aor. 2 part. -δύντες J.''AJ''5.1.12), [[have on over]], ἐσθῆτας ἐπενδεδυμένοι γυναικείας τοῖς θώραξι Plu.''Pel.''11. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0915.png Seite 915]] = ἐπενδύομαι, ἄλλον κιθῶνα Her. 1, 195; med., B. A. 260. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>c.</i> [[ἐπενδύομαι]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἐνδύνω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπενδύνω:''' (ῡ) надевать (κιθῶνα Her.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπενδύνω''': ῡ, φορῶ [[ἐπάνω]] εἰς [[ἄλλο]] [[ἔνδυμα]], καὶ ἐπὶ τοῦτον ἄλλον εἰρίνεον κιθῶνα ἐπενδύει Ἡρόδ. 1. 195. ― Παθ. ἐπενδύομαι, ἐνδύομαι ἐπί τινι, ἐσθῆτας γυναικείας ἐπενδεδυμένοι τοῖς θώραξι, δηλ. ἐνδεδυμένοι ἐπὶ τοῖς θώραξι, Πλουτ. Πελοπίδ. 11· πρβλ. Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 1, 12· ― τὸ δὲ [[ἐπενδύω]], μεταβ., [[ἐνδύω]] τινὰ δι’ ἐπενδύτου, «ἐπαμφιάζοντες· ἐπενδύοντες» Ἠσύχ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπενδύνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[φορώ]] [[κάτι]] [[επάνω]] από [[κάτι]] [[άλλο]], [[φορώ]] επί [[πλέον]]<br /><b>2.</b> [[ντύνω]] κάποιον με επενδύτη, του [[φοράω]] [[πανωφόρι]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπενδύνω:''' [ῡ] ή -[[ενδύω]], φορώ ένα [[ρούχο]] πάνω από κάποιο [[άλλο]] [[ένδυμα]], σε Ηρόδ. — Παθ., ενδύομαι, φορώ από πάνω, σε Πλούτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=or -ενδύω<br />to put on one [[garment]] [[over]] [[another]], Hdt.:—Pass. to [[have]] on [[over]], Plut. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:43, 2 November 2024
English (LSJ)
[ῡ] or ἐπεν-δύω, put on over, ἐπὶ τοῦτον ἄλλον κιθῶνα Hdt.1.195:—Med., -σάμενος χιτῶνα J.AJ3.7.4; πολλὰ σώματα Aen.Gaz. Thphr. p.60 B.: —Pass. (with aor. 2 part. -δύντες J.AJ5.1.12), have on over, ἐσθῆτας ἐπενδεδυμένοι γυναικείας τοῖς θώραξι Plu.Pel.11.
German (Pape)
[Seite 915] = ἐπενδύομαι, ἄλλον κιθῶνα Her. 1, 195; med., B. A. 260.
French (Bailly abrégé)
c. ἐπενδύομαι.
Étymologie: ἐπί, ἐνδύνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπενδύνω: (ῡ) надевать (κιθῶνα Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπενδύνω: ῡ, φορῶ ἐπάνω εἰς ἄλλο ἔνδυμα, καὶ ἐπὶ τοῦτον ἄλλον εἰρίνεον κιθῶνα ἐπενδύει Ἡρόδ. 1. 195. ― Παθ. ἐπενδύομαι, ἐνδύομαι ἐπί τινι, ἐσθῆτας γυναικείας ἐπενδεδυμένοι τοῖς θώραξι, δηλ. ἐνδεδυμένοι ἐπὶ τοῖς θώραξι, Πλουτ. Πελοπίδ. 11· πρβλ. Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 1, 12· ― τὸ δὲ ἐπενδύω, μεταβ., ἐνδύω τινὰ δι’ ἐπενδύτου, «ἐπαμφιάζοντες· ἐπενδύοντες» Ἠσύχ.
Greek Monolingual
ἐπενδύνω (Α)
1. φορώ κάτι επάνω από κάτι άλλο, φορώ επί πλέον
2. ντύνω κάποιον με επενδύτη, του φοράω πανωφόρι.
Greek Monotonic
ἐπενδύνω: [ῡ] ή -ενδύω, φορώ ένα ρούχο πάνω από κάποιο άλλο ένδυμα, σε Ηρόδ. — Παθ., ενδύομαι, φορώ από πάνω, σε Πλούτ.
Middle Liddell
or -ενδύω
to put on one garment over another, Hdt.:—Pass. to have on over, Plut.