τυμβίτης: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m;<br />sépulcral, funéraire; c.</i> [[τυμβεῖος]].<br />'''Étymologie:''' [[τύμβος]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m;<br />[[sépulcral]], [[funéraire]]; c.</i> [[τυμβεῖος]].<br />'''Étymologie:''' [[τύμβος]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=τυμβίτης -ου [τύμβος] graf-:. λᾶας ὁ τυμβίτης de grafsteen AP 7.198.2.
|elnltext=τυμβίτης -ου [τύμβος] [[graf-]]:. λᾶας ὁ τυμβίτης [[de grafsteen]] AP 7.198.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=ὁ, fem. [[τυμβῖτις]], <i>im, am Grabe</i>, [[λᾶας]], <i>[[Grabstein]]</i>, Leon.Tar. 65 (VII.198).
|ptext=ὁ, fem. [[τυμβῖτις]], <i>[[im Grabe]], [[am Grabe]]</i>, [[λᾶας]], <i>[[Grabstein]]</i>, Leon.Tar. 65 (VII.198).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τυμβίτης:''' ου (ῑ) adj. m (на)могильный ([[λᾶας]] Anth.).
|elrutext='''τυμβίτης:''' ου (ῑ) adj. m [[намогильный]], [[могильный]] ([[λᾶας]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 18:09, 6 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμβῑ́της Medium diacritics: τυμβίτης Low diacritics: τυμβίτης Capitals: ΤΥΜΒΙΤΗΣ
Transliteration A: tymbítēs Transliteration B: tymbitēs Transliteration C: tymvitis Beta Code: tumbi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, on the grave or at the grave, λᾶας AP7.198 (Leon.).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m;
sépulcral, funéraire; c.
τυμβεῖος.
Étymologie: τύμβος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυμβίτης -ου [τύμβος] graf-:. λᾶας ὁ τυμβίτης de grafsteen AP 7.198.2.

German (Pape)

ὁ, fem. τυμβῖτις, im Grabe, am Grabe, λᾶας, Grabstein, Leon.Tar. 65 (VII.198).

Russian (Dvoretsky)

τυμβίτης: ου (ῑ) adj. m намогильный, могильный (λᾶας Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τυμβίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ τοῦ τύμβου, μνηματίτης, λᾶας Ἀνθ. Π. 7. 198.

Greek Monolingual

και δ. τ. τυμβείτης, ὁ, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύμβο ή αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια κηδείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. ὀνυχίτης)].

Greek Monotonic

τυμβίτης: [ῑ], -ου, ὁ (τύμβος), αυτός που είναι μέσα σε τάφο ή κοντά σε αυτόν, σε Ανθ.

Middle Liddell

τυμβῑ́της, ου, ὁ, τύμβος
in or at the grave, Anth.