προδιέρχομαι: Difference between revisions
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
|||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prodierchomai | |Transliteration C=prodierchomai | ||
|Beta Code=prodie/rxomai | |Beta Code=prodie/rxomai | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[go through before]], of motions of the bowels, Hp. ''Acut.''67, cf. ''Coac.''64; Νέστορος προδιελήλυθεν ἀρετὴ τῶν Ἑλλήνων τὰς ἀκοάς [[Xenophon|X.]]''[[Cynegeticus|Cyn.]]''1.7.<br><span class="bld">II</span> [[go through]] or [[narrate before]], ὃν τρόπον γέγραπται Aeschin.2.67; τι [[Diodorus Siculus|D.S.]]1.9; αἰτίαν J.''AJ''4.2.1; περί τινος [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.11; ὡς… J.''AJ''12.3.3.<br><span class="bld">III</span> of time, [[precede]], <b class="b3">τῷ προδιεληλυθότι ἔτει</b> the year [[before last]], POxy.1706.15 (iii A.D.); τῷ προδιελθόντι ἔτει ''PSI''4.295.7(iii A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προ- | |elnltext=προ-διέρχομαι van tevoren helemaal door... heen gaan; spec. van ontlasting:. Hp. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προδιέρχομαι:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''προδιέρχομαι:'''<br /><b class="num">1</b> [[ранее]] (уже) проходить или проникать (τὰς ἀκοάς τινος Xen.);<br /><b class="num">2</b> [[обстоятельно излагать]] (τι и περί τινος Diod.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 12:01, 7 November 2024
English (LSJ)
A go through before, of motions of the bowels, Hp. Acut.67, cf. Coac.64; Νέστορος προδιελήλυθεν ἀρετὴ τῶν Ἑλλήνων τὰς ἀκοάς X.Cyn.1.7.
II go through or narrate before, ὃν τρόπον γέγραπται Aeschin.2.67; τι D.S.1.9; αἰτίαν J.AJ4.2.1; περί τινος D.S.3.11; ὡς… J.AJ12.3.3.
III of time, precede, τῷ προδιεληλυθότι ἔτει the year before last, POxy.1706.15 (iii A.D.); τῷ προδιελθόντι ἔτει PSI4.295.7(iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 716] (s. ἔρχομαι), vorher durchgehen, Xen. Cyn. 1, 47.
French (Bailly abrégé)
ao.2 προδιῆλθον, etc.
parcourir ou traverser auparavant, acc..
Étymologie: πρό, διέρχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-διέρχομαι van tevoren helemaal door... heen gaan; spec. van ontlasting:. Hp.
Russian (Dvoretsky)
προδιέρχομαι:
1 ранее (уже) проходить или проникать (τὰς ἀκοάς τινος Xen.);
2 обстоятельно излагать (τι и περί τινος Diod.).
Greek Monolingual
Α
1. (κυρίως σχετικά με την κίνηση τών εντέρων) περνώ διά μέσου από πριν
2. διηγούμαι κάτι προηγουμένως («ὃν δὲ τρόπον γέγραπται, προδιελθεῖν ὑμῖν βούλομαι», Αισχίν.)
3. (για χρόνο) προηγούμαι («τῷ προδιεληλυθότι ἔτει», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διέρχομαι «περνώ, διηγούμαι με λεπτομέρειες»].
Greek Monotonic
προδιέρχομαι: αποθ., διέρχομαι εκ των προτέρων, περνώ διαμέσω από πριν, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
προδιέρχομαι: διέρχομαι ἢ διεισδύω πρότερον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395, πρβλ. 78F, 170F κτλ.· Νέστορος προδιελήλυθεν ἀρετὴ τῶν Ἑλλήνων τὰς ἀκοὰς Ξεν. Κυν. 1, 7. ΙΙ. διέρχομαι ἢ διηγοῦμαι πρότερον, τι Διόδ. 1. 9· περί τινος 3. 11, κ. ἄλλ.