ὁμονοητικός: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
m (Text replacement - "Pl.''Phdr.''" to "Pl.''Phdr.''")
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omonoitikos
|Transliteration C=omonoitikos
|Beta Code=o(monohtiko/s
|Beta Code=o(monohtiko/s
|Definition=ὁμονοητική, ὁμονοητικόν, [[conducing to agreement]], [[in harmony]], [[ψυχή]], [[βίος]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 554e, ''Phdr.''256b: Comp., Arist.''Pol.''1330a18. Adv. [[ὁμονοητικῶς]], λέγειν Id.''GC''323b3; [[ἔχειν]] to be [[of one mind]], περὶ χρόνου Id.''Ph.''251b14; περί τι [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''263a; ἔν τισι ὁ. διακεῖσθαι Id.''R.''603c.
|Definition=ὁμονοητική, ὁμονοητικόν, [[conducing to agreement]], [[in harmony]], [[ψυχή]], [[βίος]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 554e, ''Phdr.''256b: Comp., Arist.''Pol.''1330a18. Adv. [[ὁμονοητικῶς]], ὁμονοητικῶς λέγειν Id.''GC''323b3; [[ὁμονοητικῶς ἔχειν]] to [[be of one mind]], περὶ χρόνου Id.''Ph.''251b14; περί τι [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''263a; ἔν τισι ὁμονοητικῶς διακεῖσθαι Id.''R.''603c.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0338.png Seite 338]] ή, όν, übereinstimmend im Denken, einträchtig; [[βίος]], Plat. Phaedr. 256 b; [[ψυχή]], Rep. VIII, 554 e; u. adv., ὁμονοητικῶς ἔχειν, <span class="ggns">Gegensatz</span> στασιαστικῶς, Phaedr. 263 a; Arist. u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0338.png Seite 338]] ή, όν, [[übereinstimmend im Denken]], [[einträchtig]]; [[βίος]], Plat. Phaedr. 256 b; [[ψυχή]], Rep. VIII, 554 e; u. adv., [[ὁμονοητικῶς]] ἔχειν, <span class="ggns">Gegensatz</span> [[στασιαστικῶς]], Phaedr. 263 a; Arist. u. Sp.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui aime <i>ou</i> favorise la concorde.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμονοέω]].
|btext=ή, όν :<br />[[qui aime la concorde]] <i>ou</i> [[qui favorise la concorde]].<br />'''Étymologie:''' [[ὁμονοέω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμονοητικός''': -ή, -όν, ὁ συντελῶν πρὸς ὁμόνοιαν, πρὸς ἁρμονίαν, Πλάτ. Πολ. 554Ε, Φαῖδρ. 256Β· Συγκρ., Ἀριστ. Πολιτ. 7. 10, 11· ― Ἐπίρρ. ὁμονοητικῶς, ὁμ. λέγειν Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 7, 1· ὁμονοητικῶς ἔχειν, ἔχειν τὸ αὐτὸ [[φρόνημα]], Πλάτ. Φαῖδρ. 263Α· ὁμ. διακεῖσθαι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 603C.
|lstext='''ὁμονοητικός''': -ή, -όν, ὁ συντελῶν πρὸς ὁμόνοιαν, πρὸς ἁρμονίαν, Πλάτ. Πολ. 554Ε, Φαῖδρ. 256Β· Συγκρ., Ἀριστ. Πολιτ. 7. 10, 11· ― Ἐπίρρ. [[ὁμονοητικῶς]], ὁμ. λέγειν Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 7, 1· ὁμονοητικῶς ἔχειν, ἔχειν τὸ αὐτὸ [[φρόνημα]], Πλάτ. Φαῖδρ. 263Α· ὁμονοητικῶς διακεῖσθαι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 603C.
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 10:05, 12 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμονοητικός Medium diacritics: ὁμονοητικός Low diacritics: ομονοητικός Capitals: ΟΜΟΝΟΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: homonoētikós Transliteration B: homonoētikos Transliteration C: omonoitikos Beta Code: o(monohtiko/s

English (LSJ)

ὁμονοητική, ὁμονοητικόν, conducing to agreement, in harmony, ψυχή, βίος, Pl.R. 554e, Phdr.256b: Comp., Arist.Pol.1330a18. Adv. ὁμονοητικῶς, ὁμονοητικῶς λέγειν Id.GC323b3; ὁμονοητικῶς ἔχειν to be of one mind, περὶ χρόνου Id.Ph.251b14; περί τι Pl.Phdr.263a; ἔν τισι ὁμονοητικῶς διακεῖσθαι Id.R.603c.

German (Pape)

[Seite 338] ή, όν, übereinstimmend im Denken, einträchtig; βίος, Plat. Phaedr. 256 b; ψυχή, Rep. VIII, 554 e; u. adv., ὁμονοητικῶς ἔχειν, Gegensatz στασιαστικῶς, Phaedr. 263 a; Arist. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui aime la concorde ou qui favorise la concorde.
Étymologie: ὁμονοέω.

Russian (Dvoretsky)

ὁμονοητικός:
1 проникнутый единодушием (βίος Plat.);
2 гармоничный, стройный (ψυχή Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμονοητικός: -ή, -όν, ὁ συντελῶν πρὸς ὁμόνοιαν, πρὸς ἁρμονίαν, Πλάτ. Πολ. 554Ε, Φαῖδρ. 256Β· Συγκρ., Ἀριστ. Πολιτ. 7. 10, 11· ― Ἐπίρρ. ὁμονοητικῶς, ὁμ. λέγειν Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 7, 1· ὁμονοητικῶς ἔχειν, ἔχειν τὸ αὐτὸ φρόνημα, Πλάτ. Φαῖδρ. 263Α· ὁμονοητικῶς διακεῖσθαι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 603C.

Greek Monolingual

ὁμονοητικός, -ή, -όν (Α) ομονοώ
1. αυτός που συντελεί στην ομόνοια, αυτός που επιφέρει αρμονία
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμονοητικόν
ομόνοια, αρμονία, σύμπνοια.
επίρρ...
ὁμονοητικῶς (Α)
1. με τρόπο που συμβάλλει στην ομόνοια, που επιφέρει σύμπνοια («ὁμονοητικῶς λέγειν», Αριστοτ.)
2. φρ. «ὁμονοητικῶς ἔχειν» ή «ὁμονοητικῶς διάκεισθαι» — το να βρίσκεται κανείς σε σύμπνοια με κάποιον.

Greek Monotonic

ὁμονοητικός: -ή, -όν, αυτός που οδηγεί σε συμφωνία, σε αρμονία, σε Πλάτ.· επίρρ. -ικῶς ἔχειν, έχω την ίδια γνώμη, φρονώ το ίδιο, στον ίδ.

Middle Liddell

ὁμονοητικός, ή, όν [from ὁμονοέω
conducing to agreement, in harmony, Plat.:—adv. -ικῶς ἔχειν to be of one mind, Plat.

English (Woodhouse)

agreeing, like minded

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)