εὐάγκαλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
mNo edit summary
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evagkalos
|Transliteration C=evagkalos
|Beta Code=eu)a/gkalos
|Beta Code=eu)a/gkalos
|Definition=ον, ([[ἀγκάλη]]) [[easy to bear in the arms]], [[ἄχθος]] οὐκ εὐάγκαλον A.Pr.352; τόξον E.Fr.785 (Nauck [[ἄγκυλον]]) ; [[φόρτος]], of [[Anchises]], Ael.Fr.148, cf. Porph.Abst.1.45: metaph., λόγοι Them.Or. 18.219d; [[pleasant to embrace]], Luc.Am.25.
|Definition=εὐάγκαλον, ([[ἀγκάλη]]) [[easy to bear in the arms]], [[ἄχθος οὐκ εὐάγκαλον]] = no [[tender]] [[burden]] to [[embrace]], an [[onerous]] [[burden]], A.Pr.352; τόξον E.Fr.785 (Nauck [[ἄγκυλον]]); [[φόρτος]], of [[Anchises]], Ael.Fr.148, cf. Porph.Abst.1.45: metaph., λόγοι Them.Or. 18.219d; [[pleasant to embrace]], Luc.Am.25.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1055.png Seite 1055]] leicht auf den Arm zu nehmen, leicht oder angenehm zu umarmen, [[ἄχθος]] οὐκ εὐάγκ. Aesch. Prom. 350; φόρτον u. [[φορτίον]], Sp.; ἀνδράσιν εὐάγκ. [[ὁμίλημα]] Luc. Amor. 25; Themist.; Poll. 2, 139 erkl. [[εὔφορτος]]. – Bei Eust. amor. was leicht, gut umfaßt, [[λιμήν]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1055.png Seite 1055]] leicht auf den Arm zu nehmen, leicht oder angenehm zu umarmen, [[ἄχθος]] οὐκ εὐάγκ. Aesch. Prom. 350; φόρτον u. [[φορτίον]], Sp.; ἀνδράσιν εὐάγκ. [[ὁμίλημα]] Luc. Amor. 25; Themist.; Poll. 2, 139 erkl. [[εὔφορτος]]. – Bei Eust. amor. was leicht, gut umfaßt, [[λιμήν]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qu'on porte facilement dans ses bras]] ; <i>fig.</i> [[facile à supporter]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀγκάλη]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐάγκᾰλος:'''<br /><b class="num">1</b> [[удобный для ношения]], [[легкий]] ([[τόξον]] Eur.): [[ἄχθος]] οὐκ εὐάγκαλον Aesch. [[нелегкое бремя]];<br /><b class="num">2</b> [[с радостью обнимаемый]], т. е. [[любимый]] ([[ὁμίλημα]] Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐάγκᾰλος''': -ον, ([[ἀγκάλη]]) ὁ εὐκόλως φερόμενος ἐν ἀγκάλαις, [[ἄχθος]] οὐκ εὐάγκαλον Αἰσχύλ. Πρ. 350· [[τόξον]] Εὐρ. Ἀποσπ. 782 ([[ἔνθα]] ὁ Nauck ἄγκυλον)· [[φόρτος]] Αἰλ. παρὰ Σουΐδ.: [[εὐάρεστος]] πρὸς ἐναγκαλισμόν, Λουκ. Ἔρωτες 25. ΙΙ. ἐνεργ., εὐκόλως περιλαμβάνων, [[εὐρύχωρος]], λιμὴν Εὐστ. Πονημάτ. 265. 93.
|lstext='''εὐάγκᾰλος''': -ον, ([[ἀγκάλη]]) ὁ εὐκόλως φερόμενος ἐν ἀγκάλαις, [[ἄχθος]] οὐκ εὐάγκαλον Αἰσχύλ. Πρ. 350· [[τόξον]] Εὐρ. Ἀποσπ. 782 ([[ἔνθα]] ὁ Nauck ἄγκυλον)· [[φόρτος]] Αἰλ. παρὰ Σουΐδ.: [[εὐάρεστος]] πρὸς ἐναγκαλισμόν, Λουκ. Ἔρωτες 25. ΙΙ. ἐνεργ., εὐκόλως περιλαμβάνων, [[εὐρύχωρος]], λιμὴν Εὐστ. Πονημάτ. 265. 93.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on porte facilement dans ses bras ; <i>fig.</i> facile à supporter.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀγκάλη]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐάγκαλος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[λιμάνι]]) [[πλατύς]], [[ευρύχωρος]] («λιμένες εὐάγκαλοι», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φέρεται στην [[αγκαλιά]] εύκολα, ευχάριστα, ο [[ευπρόσδεκτος]] («[[ἄχθος]] οὐκ εὐάγκαλον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βαστάζεται ευχάριστα («ὁ [[Αἰνείας]]... ἐξῆγε φόρτον... εὐάγκαλον», Αιλ.)<br /><b>3.</b> αυτός που [[είναι]] [[ευχάριστος]] να τον αγκαλιάσει [[κάποιος]] («εὐάγκαλον ἀνδράσιν [[ὁμίλημα]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «λόγοι εὐάγκαλοι» — ευπρόσδεκτα [[λόγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αγκαλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άγκαλος]], [[παράλληλος]] [[σχηματισμός]] του [[αγκάλη]]), [[πρβλ]]. <i>υπ</i>-[[άγκαλος]]].
|mltxt=[[εὐάγκαλος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[λιμάνι]]) [[πλατύς]], [[ευρύχωρος]] («λιμένες εὐάγκαλοι», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φέρεται στην [[αγκαλιά]] εύκολα, ευχάριστα, ο [[ευπρόσδεκτος]] («[[ἄχθος]] οὐκ εὐάγκαλον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βαστάζεται ευχάριστα («ὁ [[Αἰνείας]]... ἐξῆγε φόρτον... εὐάγκαλον», Αιλ.)<br /><b>3.</b> αυτός που [[είναι]] [[ευχάριστος]] να τον αγκαλιάσει [[κάποιος]] («εὐάγκαλον ἀνδράσιν [[ὁμίλημα]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «λόγοι εὐάγκαλοι» — ευπρόσδεκτα [[λόγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αγκαλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άγκαλος]], [[παράλληλος]] [[σχηματισμός]] του [[αγκάλη]]), [[πρβλ]]. [[υπάγκαλος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐάγκᾰλος:''' -ον ([[ἀγκάλη]]), αυτός που κρατιέται εύκολα στην [[αγκαλιά]], που φορτώνεται εύκολα, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''εὐάγκᾰλος:''' -ον ([[ἀγκάλη]]), αυτός που κρατιέται εύκολα στην [[αγκαλιά]], που φορτώνεται εύκολα, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐάγκᾰλος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[удобный для ношения]], [[легкий]] ([[τόξον]] Eur.): [[ἄχθος]] οὐκ εὐάγκαλον Aesch. нелегкое бремя;<br /><b class="num">2)</b> с радостью обнимаемый, т. е. любимый ([[ὁμίλημα]] Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 17:37, 12 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐάγκᾰλος Medium diacritics: εὐάγκαλος Low diacritics: ευάγκαλος Capitals: ΕΥΑΓΚΑΛΟΣ
Transliteration A: euánkalos Transliteration B: euankalos Transliteration C: evagkalos Beta Code: eu)a/gkalos

English (LSJ)

εὐάγκαλον, (ἀγκάλη) easy to bear in the arms, ἄχθος οὐκ εὐάγκαλον = no tender burden to embrace, an onerous burden, A.Pr.352; τόξον E.Fr.785 (Nauck ἄγκυλον); φόρτος, of Anchises, Ael.Fr.148, cf. Porph.Abst.1.45: metaph., λόγοι Them.Or. 18.219d; pleasant to embrace, Luc.Am.25.

German (Pape)

[Seite 1055] leicht auf den Arm zu nehmen, leicht oder angenehm zu umarmen, ἄχθος οὐκ εὐάγκ. Aesch. Prom. 350; φόρτον u. φορτίον, Sp.; ἀνδράσιν εὐάγκ. ὁμίλημα Luc. Amor. 25; Themist.; Poll. 2, 139 erkl. εὔφορτος. – Bei Eust. amor. was leicht, gut umfaßt, λιμήν.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu'on porte facilement dans ses bras ; fig. facile à supporter.
Étymologie: εὖ, ἀγκάλη.

Russian (Dvoretsky)

εὐάγκᾰλος:
1 удобный для ношения, легкий (τόξον Eur.): ἄχθος οὐκ εὐάγκαλον Aesch. нелегкое бремя;
2 с радостью обнимаемый, т. е. любимый (ὁμίλημα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐάγκᾰλος: -ον, (ἀγκάλη) ὁ εὐκόλως φερόμενος ἐν ἀγκάλαις, ἄχθος οὐκ εὐάγκαλον Αἰσχύλ. Πρ. 350· τόξον Εὐρ. Ἀποσπ. 782 (ἔνθα ὁ Nauck ἄγκυλον)· φόρτος Αἰλ. παρὰ Σουΐδ.: εὐάρεστος πρὸς ἐναγκαλισμόν, Λουκ. Ἔρωτες 25. ΙΙ. ἐνεργ., εὐκόλως περιλαμβάνων, εὐρύχωρος, λιμὴν Εὐστ. Πονημάτ. 265. 93.

Greek Monolingual

εὐάγκαλος, -ον (ΑΜ)
μσν.
(για λιμάνι) πλατύς, ευρύχωρος («λιμένες εὐάγκαλοι», Ευστ.)
αρχ.
1. αυτός που φέρεται στην αγκαλιά εύκολα, ευχάριστα, ο ευπρόσδεκτοςἄχθος οὐκ εὐάγκαλον», Αισχύλ.)
2. αυτός που βαστάζεται ευχάριστα («ὁ Αἰνείας... ἐξῆγε φόρτον... εὐάγκαλον», Αιλ.)
3. αυτός που είναι ευχάριστος να τον αγκαλιάσει κάποιος («εὐάγκαλον ἀνδράσιν ὁμίλημα», Λουκιαν.)
4. φρ. «λόγοι εὐάγκαλοι» — ευπρόσδεκτα λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αγκαλος (< άγκαλος, παράλληλος σχηματισμός του αγκάλη), πρβλ. υπάγκαλος].

Greek Monotonic

εὐάγκᾰλος: -ον (ἀγκάλη), αυτός που κρατιέται εύκολα στην αγκαλιά, που φορτώνεται εύκολα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

εὐ-άγκᾰλος, ον ἀγκάλη
easy to bear in the arms, Aesch.

English (Woodhouse)

easy to carry

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)