ἀντερῶ: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
(Bailly1_1)
m (Text replacement - "S.''Ant.''" to "S.''Ant.''")
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=antero
|Transliteration C=antero
|Beta Code=a)nterw=
|Beta Code=a)nterw=
|Definition=fut. without any pres. in use: pf. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ἀντείρηκα <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>47</span> (cf. [[ἀντεῖπον]]):—<b class="b2">speak against, gainsay</b>, S.l.c.; τεθνάναι δ' οὐκέτ' ἀ. θεοῖς <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>539</span>; τι πρός τινα <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>1079</span>; πρός τι <span class="bibl"><span class="title">Ach.</span>701</span>; τινί <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span> 580a</span>:—Pass., <b class="b3">οὐδὲν ἀντειρήσεται</b> no <b class="b2">denial shall be given</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>1184</span>; τὰ-ημένα Gal.5.477.</span>
|Definition=fut. without any pres. in use: pf. ἀντείρηκα [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''47 (cf. [[ἀντεῖπον]]):—[[speak against]], [[gainsay]], S.l.c.; τεθνάναι δ' οὐκέτ' ἀ. θεοῖς A.''Ag.''539; τι πρός τινα Ar.''Nu.''1079; πρός τι ''Ach.''701; τινί [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 580a:—Pass., <b class="b3">οὐδὲν ἀντειρήσεται</b> no [[denial shall be given]], S.''Tr.''1184; τὰ ἀντερημένα Gal.5.477.
}}
{{bailly
|btext=v. *ἀντείρω <i>et</i> [[ἀντιλέγω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντερῶ''': μέλλ. [[ἄνευ]] ἐνεστῶτος ἐν χρήσει: πρκμ. ἀντείρηκα Σοφ. Ἀντ. 47· (πρβλ. [[ἀντεῖπον]]): ― θὰ ἀντείπω, θὰ ἀντιλέξω, [[αὐτόθι]], τεθνάναι τ’ οὐκέτ’ [[ἀντερῶ]] θεοῖς Αἰσχύλ. Ἀγ. 539· τάδ’ ἀντερεῖς πρὸς αὐτὸν Ἀριστοφ. Νεφ. 1079· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. Ἀχ. 701: ― Παθ., οὐδὲν ἀντιρήσεται, οὐδεμία ἄρνησις θὰ γείνῃ, Σοφ. Τρ. 1184.
|lstext='''ἀντερῶ''': μέλλ. [[ἄνευ]] ἐνεστῶτος ἐν χρήσει: πρκμ. ἀντείρηκα Σοφ. Ἀντ. 47· (πρβλ. [[ἀντεῖπον]]): ― θὰ ἀντείπω, θὰ ἀντιλέξω, [[αὐτόθι]], τεθνάναι τ’ οὐκέτ’ [[ἀντερῶ]] θεοῖς Αἰσχύλ. Ἀγ. 539· τάδ’ ἀντερεῖς πρὸς αὐτὸν Ἀριστοφ. Νεφ. 1079· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. Ἀχ. 701: ― Παθ., οὐδὲν ἀντιρήσεται, οὐδεμία ἄρνησις θὰ γείνῃ, Σοφ. Τρ. 1184.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=v. *ἀντείρω <i>et</i> [[ἀντιλέγω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀντερῶ]] (-άω) (Α)<br /><b>1.</b> [[ανταγαπώ]], [[είμαι]] ερωτευμένος με το [[πρόσωπο]] που μ' αγαπά<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[αντεραστής]], [[αντίζηλος]] στον έρωτα.<br /><b>(II)</b><br />[[ἀντερῶ]] (-έω) (Α)<br /><b>1.</b> θα αντιμιλήσω<br /><b>2.</b> (μτχ. πρκ. ως ουσ.) <i>τὰ ἀντειρημένα</i><br />οι αντιρρήσεις.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντερῶ:''' μέλ. [[χωρίς]] ενεστώτα σε [[χρήση]]· παρακ. <i>ἀντείρηκα</i> (πρβλ. [[ἀντεῖπον]])· [[μιλώ]] ενάντια, [[αντικρούω]], σε Σοφ.· τι [[πρός]] τινα, σε Αριστοφ.· με απαρ., [[αρνούμαι]], σε Αισχύλ. — Παθ., <i>οὐδὲν ἀντερήσεται</i>, δεν θα δοθεί καμία [[άρνηση]], σε Σοφ.·
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀντεῖπον]] [fut. with no pres. in use.]<br />to [[speak]] [[against]], [[gainsay]], Soph.; τι πρός τινα Ar.; c. inf. to [[refuse]], Aesch.:—Pass., οὐδὲν ἀντειρήσεται no [[denial]] shall be given, Soph.
}}
{{pape
|ptext=s. [[ἀντείρω]].
}}
}}

Latest revision as of 07:31, 13 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντερῶ Medium diacritics: ἀντερῶ Low diacritics: αντερώ Capitals: ΑΝΤΕΡΩ
Transliteration A: anterō̂ Transliteration B: anterō Transliteration C: antero Beta Code: a)nterw=

English (LSJ)

fut. without any pres. in use: pf. ἀντείρηκα S.Ant.47 (cf. ἀντεῖπον):—speak against, gainsay, S.l.c.; τεθνάναι δ' οὐκέτ' ἀ. θεοῖς A.Ag.539; τι πρός τινα Ar.Nu.1079; πρός τι Ach.701; τινί Pl.R. 580a:—Pass., οὐδὲν ἀντειρήσεται no denial shall be given, S.Tr.1184; τὰ ἀντερημένα Gal.5.477.

French (Bailly abrégé)

v. *ἀντείρω et ἀντιλέγω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντερῶ: μέλλ. ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει: πρκμ. ἀντείρηκα Σοφ. Ἀντ. 47· (πρβλ. ἀντεῖπον): ― θὰ ἀντείπω, θὰ ἀντιλέξω, αὐτόθι, τεθνάναι τ’ οὐκέτ’ ἀντερῶ θεοῖς Αἰσχύλ. Ἀγ. 539· τάδ’ ἀντερεῖς πρὸς αὐτὸν Ἀριστοφ. Νεφ. 1079· πρός τι ὁ αὐτ. Ἀχ. 701: ― Παθ., οὐδὲν ἀντιρήσεται, οὐδεμία ἄρνησις θὰ γείνῃ, Σοφ. Τρ. 1184.

Greek Monolingual

(I)
ἀντερῶ (-άω) (Α)
1. ανταγαπώ, είμαι ερωτευμένος με το πρόσωπο που μ' αγαπά
2. είμαι αντεραστής, αντίζηλος στον έρωτα.
(II)
ἀντερῶ (-έω) (Α)
1. θα αντιμιλήσω
2. (μτχ. πρκ. ως ουσ.) τὰ ἀντειρημένα
οι αντιρρήσεις.

Greek Monotonic

ἀντερῶ: μέλ. χωρίς ενεστώτα σε χρήση· παρακ. ἀντείρηκα (πρβλ. ἀντεῖπονμιλώ ενάντια, αντικρούω, σε Σοφ.· τι πρός τινα, σε Αριστοφ.· με απαρ., αρνούμαι, σε Αισχύλ. — Παθ., οὐδὲν ἀντερήσεται, δεν θα δοθεί καμία άρνηση, σε Σοφ.·

Middle Liddell

ἀντεῖπον [fut. with no pres. in use.]
to speak against, gainsay, Soph.; τι πρός τινα Ar.; c. inf. to refuse, Aesch.:—Pass., οὐδὲν ἀντειρήσεται no denial shall be given, Soph.

German (Pape)

s. ἀντείρω.