ναυκληρέω: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
(5) |
|||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nafklireo | |Transliteration C=nafklireo | ||
|Beta Code=nauklhre/w | |Beta Code=nauklhre/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> to [[be a shipowner]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''598, X.''Lac.''7.1, Lys.6.49; <b class="b3">Ἐρασικλῆς μαρτυρεῖ κυβερνᾶν τὴν ναῦν ἣν Ὑβλήσιος ἐναυκλήρει</b> Test. ap. D.35.20: c. gen., φορτηγὸν ἧς ἐναυκλήρει Ῥωμαῖος ἀνήρ Plu.''Pomp.'' 73.<br><span class="bld">2</span> metaph., <b class="b3">ν. πόλιν</b> [[manage]], [[govern]], A.''Th.''652, [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]'' 994.<br><span class="bld">II</span> to [[be manager of a tenement-house]] (v. [[ναύκληρος]] ''ΙΙ''), ν. συνοικίαν ἐν Πειραιεῖ Is.6.19, cf. Alex. 138. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0230.png Seite 230]] 1) ein [[ναύκληρος]] sein, ein Schiff besitzen; Ar. Av. 598; Ἐρασικλῆς μαρτυρεῖ κυβερνᾶν τὴν ναῦν, ἣν Ὑβλήσιος ἐναυκλήρει, Dem. 35, 20, öfter; auch ἧς ἐναυκλήρει, Plut. Pomp. 73; – übh. lenken, regieren, πόλιν, Aesch. Sept. 634, wie Soph. Ant. 981. – 2) ein Haus besitzen u. es vermiethen, Is. 6, 19; – Hesych. erkl. es auch allgemein = [[ναυτίλλομαι]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0230.png Seite 230]] 1) ein [[ναύκληρος]] sein, ein Schiff besitzen; Ar. Av. 598; Ἐρασικλῆς μαρτυρεῖ κυβερνᾶν τὴν ναῦν, ἣν Ὑβλήσιος ἐναυκλήρει, Dem. 35, 20, öfter; auch ἧς ἐναυκλήρει, Plut. Pomp. 73; – übh. lenken, regieren, πόλιν, Aesch. Sept. 634, wie Soph. Ant. 981. – 2) ein Haus besitzen u. es vermiethen, Is. 6, 19; – Hesych. erkl. es auch allgemein = [[ναυτίλλομαι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[ναυκληρῶ]] :<br />être propriétaire <i>ou</i> armateur d'un navire ; fréter ; <i>p. anal.</i> diriger, gouverner, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ναύκληρος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ναυκληρέω:'''<br /><b class="num">1</b> (тж. ν. τὴν ναῦν Dem. и τῆς [[νεώς]] Plut.) быть судовладельцем, т. е. сдавать судно в наем (для перевозки грузов): ναυκληρῶν Lys. будучи собственником корабля;<br /><b class="num">2</b> [[править]], [[управлять]] (πόλιν Aesch., Soph.);<br /><b class="num">3</b> [[отдавать в наем]] (συνοικίαν Isae.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ναυκληρέω''': εἶμαι [[κύριος]] πλοίου, ἰδιοκτήτης, Ἀριστοφ. Ὄρν. 598, Ξεν. Λακ. 7, 1, Λυσ. 107, 29· Ἐρασικλῆς μαρτυρεῖ κυβερνᾶν τὴν ναῦν ἣν Ὑβλήσιος ἐναυκλήρει παρὰ Δημ. 929. 14. 2) μεταφορ., ν. πόλιν, κυβερνᾶν, διοικεῖν, πόλιν Αἰσχύλ. Θήβ. 652, Σοφ. Ἀντ. 994. ΙΙ. ὑπενοικιάζω οἰκίαν (ἴδε [[ναύκληρος]] ΙΙ), ν. συνοικίαν ἐν Πειραιεῖ Ἰσαῖ. 58. 13· «ναυκληρεῖν· ἀντὶ τοῦ οἰκίας δεσπόζειν. Ἄλεξις Λοκροῖς» Ἀντιαττικιστὴς ἐν Α. Β. 109. 19. 2· πρβλ. Φώτ. | |lstext='''ναυκληρέω''': εἶμαι [[κύριος]] πλοίου, ἰδιοκτήτης, Ἀριστοφ. Ὄρν. 598, Ξεν. Λακ. 7, 1, Λυσ. 107, 29· Ἐρασικλῆς μαρτυρεῖ κυβερνᾶν τὴν ναῦν ἣν Ὑβλήσιος ἐναυκλήρει παρὰ Δημ. 929. 14. 2) μεταφορ., ν. πόλιν, κυβερνᾶν, διοικεῖν, πόλιν Αἰσχύλ. Θήβ. 652, Σοφ. Ἀντ. 994. ΙΙ. ὑπενοικιάζω οἰκίαν (ἴδε [[ναύκληρος]] ΙΙ), ν. συνοικίαν ἐν Πειραιεῖ Ἰσαῖ. 58. 13· «ναυκληρεῖν· ἀντὶ τοῦ οἰκίας δεσπόζειν. Ἄλεξις Λοκροῖς» Ἀντιαττικιστὴς ἐν Α. Β. 109. 19. 2· πρβλ. Φώτ. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ναυκληρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> είμαι [[ιδιοκτήτης]] πλοίου, σε Αριστοφ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[ναυκληρέω]] πόλιν, [[διοικώ]], [[κυβερνώ]] πόλη, σε Αισχύλ., Σοφ. | |lsmtext='''ναυκληρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> είμαι [[ιδιοκτήτης]] πλοίου, σε Αριστοφ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[ναυκληρέω]] πόλιν, [[διοικώ]], [[κυβερνώ]] πόλη, σε Αισχύλ., Σοφ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ναυκληρέω]],<br /><b class="num">1.</b> to be a shipowner, Ar., Xen.<br /><b class="num">2.</b> metaph., ν. πόλιν to [[manage]], [[govern]], Aesch., Soph. [from [[ναύκληρος]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:37, 13 November 2024
English (LSJ)
A to be a shipowner, Ar.Av.598, X.Lac.7.1, Lys.6.49; Ἐρασικλῆς μαρτυρεῖ κυβερνᾶν τὴν ναῦν ἣν Ὑβλήσιος ἐναυκλήρει Test. ap. D.35.20: c. gen., φορτηγὸν ἧς ἐναυκλήρει Ῥωμαῖος ἀνήρ Plu.Pomp. 73.
2 metaph., ν. πόλιν manage, govern, A.Th.652, S.Ant. 994.
II to be manager of a tenement-house (v. ναύκληρος ΙΙ), ν. συνοικίαν ἐν Πειραιεῖ Is.6.19, cf. Alex. 138.
German (Pape)
[Seite 230] 1) ein ναύκληρος sein, ein Schiff besitzen; Ar. Av. 598; Ἐρασικλῆς μαρτυρεῖ κυβερνᾶν τὴν ναῦν, ἣν Ὑβλήσιος ἐναυκλήρει, Dem. 35, 20, öfter; auch ἧς ἐναυκλήρει, Plut. Pomp. 73; – übh. lenken, regieren, πόλιν, Aesch. Sept. 634, wie Soph. Ant. 981. – 2) ein Haus besitzen u. es vermiethen, Is. 6, 19; – Hesych. erkl. es auch allgemein = ναυτίλλομαι.
French (Bailly abrégé)
ναυκληρῶ :
être propriétaire ou armateur d'un navire ; fréter ; p. anal. diriger, gouverner, acc..
Étymologie: ναύκληρος.
Russian (Dvoretsky)
ναυκληρέω:
1 (тж. ν. τὴν ναῦν Dem. и τῆς νεώς Plut.) быть судовладельцем, т. е. сдавать судно в наем (для перевозки грузов): ναυκληρῶν Lys. будучи собственником корабля;
2 править, управлять (πόλιν Aesch., Soph.);
3 отдавать в наем (συνοικίαν Isae.).
Greek (Liddell-Scott)
ναυκληρέω: εἶμαι κύριος πλοίου, ἰδιοκτήτης, Ἀριστοφ. Ὄρν. 598, Ξεν. Λακ. 7, 1, Λυσ. 107, 29· Ἐρασικλῆς μαρτυρεῖ κυβερνᾶν τὴν ναῦν ἣν Ὑβλήσιος ἐναυκλήρει παρὰ Δημ. 929. 14. 2) μεταφορ., ν. πόλιν, κυβερνᾶν, διοικεῖν, πόλιν Αἰσχύλ. Θήβ. 652, Σοφ. Ἀντ. 994. ΙΙ. ὑπενοικιάζω οἰκίαν (ἴδε ναύκληρος ΙΙ), ν. συνοικίαν ἐν Πειραιεῖ Ἰσαῖ. 58. 13· «ναυκληρεῖν· ἀντὶ τοῦ οἰκίας δεσπόζειν. Ἄλεξις Λοκροῖς» Ἀντιαττικιστὴς ἐν Α. Β. 109. 19. 2· πρβλ. Φώτ.
Greek Monotonic
ναυκληρέω: μέλ. -ήσω,
1. είμαι ιδιοκτήτης πλοίου, σε Αριστοφ., Ξεν.
2. μεταφ., ναυκληρέω πόλιν, διοικώ, κυβερνώ πόλη, σε Αισχύλ., Σοφ.
Middle Liddell
ναυκληρέω,
1. to be a shipowner, Ar., Xen.
2. metaph., ν. πόλιν to manage, govern, Aesch., Soph. [from ναύκληρος