περίφοβος: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
(CSV import)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perifovos
|Transliteration C=perifovos
|Beta Code=peri/fobos
|Beta Code=peri/fobos
|Definition=ον, [[in great fear]], τάρβος <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>736</span> (lyr.), cf. <span class="bibl">Th.6.36</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>3.1.12</span>, <span class="bibl">Lycurg.40</span>, <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Ath.</span>13</span>; τινος of a thing, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span> 239b</span>; περὶ σφῶν αὐτῶν <span class="bibl">Plb.5.74.3</span>; <b class="b3">πρὸς τὸν θάνατον μαλακὸς καὶ π</b>. <span class="bibl">Arist.<span class="title">EE</span>1229b7</span>. Adv. -βως <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Fr.</span>532</span>, <span class="bibl">D.H.11.22</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Arat.</span>26</span>.
|Definition=περίφοβον, [[in great fear]], τάρβος A.''Supp.''736 (lyr.), cf. Th.6.36, X.''An.''3.1.12, Lycurg.40, Hyp.''Ath.''13; τινος of a thing, [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]'' 239b; περὶ σφῶν αὐτῶν Plb.5.74.3; <b class="b3">πρὸς τὸν θάνατον μαλακὸς καὶ περίφοβος</b> Arist.''EE''1229b7. Adv. [[περιφόβως]] = [[with panic]] Epicur.''Fr.''532, D.H.11.22, Plu.''Arat.''26.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0599.png Seite 599]] ganz in Furcht gesetzt, sehr erschrocken; Aesch. Suppl. 717; Thuc. 6, 36; Plat. τινός, Phaedr. 239 b, [[περί]] τινος, Pol. 5, 74, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0599.png Seite 599]] ganz in Furcht gesetzt, sehr erschrocken; Aesch. Suppl. 717; Thuc. 6, 36; Plat. τινός, Phaedr. 239 b, [[περί]] τινος, Pol. 5, 74, 3.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''περίφοβος''': -ον, [[σφόδρα]] πεφοβημένος, [[ἔντρομος]] ἐκ φόβου, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 736, Θουκ. 6, 36, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 12˙ [[περίφοβος]] τοῦ καταφρονηθῆναι Πλάτ. Φαῖδρ. 239Β˙ περίφοβοι ἦσαν καὶ περὶ σφῶν καὶ περὶ τῆς πατρίδος Πολύβ. 5. 74, 3˙ [[πρός]] τι Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδήμ. 3. 1, 19. ― Ἐπίρρ. -βως, Διον. Ἁλ. 11. 22, Πλουτ. Ἄρατ. 26.
|btext=ος, ον :<br />[[très effrayé]].<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[φέβομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=περίφοβος -ον &#91;[[περί]], [[φόβος]]] [[hevig bevreesd]]; met gen..; περίφοβον ὄντα τοῦ καταφρονηθῆναι doodsbenauwd om geminacht te worden Plat. Phaedr. 239b; adv. περιφόβως met angst en beven. Plut. Arat. 26.2.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ος, ον :<br />très effrayé.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[φέβομαι]].
|elrutext='''περίφοβος:''' [[крайне испугавшийся]], [[перепуганный]] (τινος Plat., περί τινος Polyb. и πρός τι Arst.): π. ἀνηγέρθη Xen. он в страхе проснулся.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[περίφοβος]], -ον, ΝΜΑ<br />[[πάρα]] πολύ φοβισμένος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιφόβως</i> ΝΜΑ<br />με πολύ μεγάλο φόβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φόβος]] (<b>πρβλ.</b> <i>επί</i>-<i>φοβος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[περίφοβος]], -ον, ΝΜΑ<br />[[πάρα]] πολύ φοβισμένος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιφόβως</i> ΝΜΑ<br />με πολύ μεγάλο φόβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φόβος]] ([[πρβλ]]. [[επίφοβος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περίφοβος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται σε μεγάλο φόβο, εξαιρετικά φοβισμένος, σε Θουκ., Ξεν.· <i>τινος</i>, για ένα [[πράγμα]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''περίφοβος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται σε μεγάλο φόβο, εξαιρετικά φοβισμένος, σε Θουκ., Ξεν.· <i>τινος</i>, για ένα [[πράγμα]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περίφοβος:''' [[крайне испугавшийся]], [[перепуганный]] (τινος Plat., περί τινος Polyb. и πρός τι Arst.): π. ἀνηγέρθη Xen. он в страхе проснулся.
|lstext='''περίφοβος''': -ον, [[σφόδρα]] πεφοβημένος, [[ἔντρομος]] ἐκ φόβου, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 736, Θουκ. 6, 36, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 12˙ [[περίφοβος]] τοῦ καταφρονηθῆναι Πλάτ. Φαῖδρ. 239Β˙ περίφοβοι ἦσαν καὶ περὶ σφῶν καὶ περὶ τῆς πατρίδος Πολύβ. 5. 74, 3˙ [[πρός]] τι Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδήμ. 3. 1, 19. ― Ἐπίρρ. -βως, Διον. Ἁλ. 11. 22, Πλουτ. Ἄρατ. 26.
}}
{{elnl
|elnltext=περίφοβος -ον [περί, φόβος] hevig bevreesd; met gen..; περίφοβον ὄντα τοῦ καταφρονηθῆναι doodsbenauwd om geminacht te worden Plat. Phaedr. 239b; adv. περιφόβως met angst en beven. Plut. Arat. 26.2.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 36: Line 36:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[afraid]], [[fearful]]
|woodrun=[[afraid]], [[fearful]]
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[perterritus]]'', [[greatly frightened]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.36.1/ 6.36.1].
}}
}}

Latest revision as of 13:40, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίφοβος Medium diacritics: περίφοβος Low diacritics: περίφοβος Capitals: ΠΕΡΙΦΟΒΟΣ
Transliteration A: períphobos Transliteration B: periphobos Transliteration C: perifovos Beta Code: peri/fobos

English (LSJ)

περίφοβον, in great fear, τάρβος A.Supp.736 (lyr.), cf. Th.6.36, X.An.3.1.12, Lycurg.40, Hyp.Ath.13; τινος of a thing, Pl.Phdr. 239b; περὶ σφῶν αὐτῶν Plb.5.74.3; πρὸς τὸν θάνατον μαλακὸς καὶ περίφοβος Arist.EE1229b7. Adv. περιφόβως = with panic Epicur.Fr.532, D.H.11.22, Plu.Arat.26.

German (Pape)

[Seite 599] ganz in Furcht gesetzt, sehr erschrocken; Aesch. Suppl. 717; Thuc. 6, 36; Plat. τινός, Phaedr. 239 b, περί τινος, Pol. 5, 74, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très effrayé.
Étymologie: περί, φέβομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίφοβος -ον [περί, φόβος] hevig bevreesd; met gen..; περίφοβον ὄντα τοῦ καταφρονηθῆναι doodsbenauwd om geminacht te worden Plat. Phaedr. 239b; adv. περιφόβως met angst en beven. Plut. Arat. 26.2.

Russian (Dvoretsky)

περίφοβος: крайне испугавшийся, перепуганный (τινος Plat., περί τινος Polyb. и πρός τι Arst.): π. ἀνηγέρθη Xen. он в страхе проснулся.

Greek Monolingual

-η, -ο / περίφοβος, -ον, ΝΜΑ
πάρα πολύ φοβισμένος.
επίρρ...
περιφόβως ΝΜΑ
με πολύ μεγάλο φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + φόβος (πρβλ. επίφοβος)].

Greek Monotonic

περίφοβος: -ον, αυτός που βρίσκεται σε μεγάλο φόβο, εξαιρετικά φοβισμένος, σε Θουκ., Ξεν.· τινος, για ένα πράγμα, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

περίφοβος: -ον, σφόδρα πεφοβημένος, ἔντρομος ἐκ φόβου, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 736, Θουκ. 6, 36, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 12˙ περίφοβος τοῦ καταφρονηθῆναι Πλάτ. Φαῖδρ. 239Β˙ περίφοβοι ἦσαν καὶ περὶ σφῶν καὶ περὶ τῆς πατρίδος Πολύβ. 5. 74, 3˙ πρός τι Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδήμ. 3. 1, 19. ― Ἐπίρρ. -βως, Διον. Ἁλ. 11. 22, Πλουτ. Ἄρατ. 26.

Middle Liddell

περί-φοβος, ον,
in great fear, exceeding fearful, Thuc., Xen.; τινος of a thing, Plat.

English (Woodhouse)

afraid, fearful

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

perterritus, greatly frightened, 6.36.1.