συνωμότης: Difference between revisions
οὐκ ἀθεεὶ ὅδ᾽ ἀνὴρ Ὀδυσήϊον ἐς δόμον ἵκει → this man does not come to the Odyssean palace without the will of the gods
(CSV import) |
|||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synomotis | |Transliteration C=synomotis | ||
|Beta Code=sunwmo/ths | |Beta Code=sunwmo/ths | ||
|Definition= | |Definition=συνωμότου, ὁ, [[one who is leagued by oath]], [[fellow-conspirator]], [[confederate]], [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''1302, [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''452 (lyr.), ''V.''507 (troch.), And.4.4, Lys.12.43, etc.; <b class="b3">ἄνδρες.. ξ.</b> [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]'' 257 (troch.); οἱ σ. ἐπὶ τῷ Πέρσῃ [[Herodotus|Hdt.]]7.148; <b class="b3">οἱ Κατιλίνα σ.</b> his [[fellowconspirators]], Plu.''Ant.''2; <b class="b3">σ. τῆς ἐπιβουλῆς</b> [[confederate in]] the plot, Hdn.4.14.2: metaph., <b class="b3">ὕπνος πόνος τε, κύριοι ξ.</b> A.''Eu.''126. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />conjuré ; [[συνωμότης]] τινός complice de qqn dans une conjuration.<br />'''Étymologie:''' [[συνόμνυμι]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />conjuré ; [[συνωμότης]] τινός complice de qqn dans une conjuration.<br />'''Étymologie:''' [[συνόμνυμι]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συνωμότης -ου, ὁ, Att. ook ξυνωμότης [συνόμνυμι] [[eedgenoot]], [[bondgenoot]]:. οἱ συνωμόται Ἑλλήνων ἐπὶ τῷ Πέρσῃ de Griekse bondgenoten tegen de Perzen Hdt. 7.148.1; ὕπνος πόνος τε κύριοι συνωμόται slaap en inspanning, sterke bondgenoten Aeschl. Eum. 126. ongunstig samenzweerder, medeplichtige; met gen. met/van iem.. Plut. Ant. 2.1. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνωμότης:''' ου ὁ [[член тайного общества]], [[участник заговора]], [[заговорщик]] Soph., Arph.: [[ὕπνος]] [[πόνος]] τε συνωμόται Aesch. сон и усталость вступили в союз друг с другом. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 22: | Line 25: | ||
|lsmtext='''συνωμότης:''' -ου, ὁ ([[συνόμνυμι]]), αυτός που μετέχει σε [[συνωμοσία]], [[ομόσπονδος]], [[σύμμαχος]], σε Ηρόδ., Αττ. | |lsmtext='''συνωμότης:''' -ου, ὁ ([[συνόμνυμι]]), αυτός που μετέχει σε [[συνωμοσία]], [[ομόσπονδος]], [[σύμμαχος]], σε Ηρόδ., Αττ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συνωμότης''': -ου, ὁ, ὁ δι’ ὅρκου συνδεδεμένος, ὁ ἔχων [[μέρος]] εἰς συνωμοσίαν, [[σύμμαχος]] (πρβλ. [[συνόμνυμι]] ΙΙ), Σοφ. Ο. Κ. 1302, Ἀριστοφ. Ἱππ. 257, 453, κ. ἀλλ., Σφ. 507, Ἀνδοκ. 29. 29, κτλ.· οἱ σ. ἐπὶ τῷ Πέρσῃ Ἡρόδ. 7. 148· σ. τινὸς Πλουτ. Ἀντών. 2· σ. τῆς ἐπιβουλῆς, ἔχων [[μέρος]] ἐν τῇ συνωμοσίᾳ, Ἡρῳδιαν. 4. 14· ― μεταφορ., [[ὕπνος]] [[πόνος]] τε, κύριοι ξυν. Αἰσχύλ. Εὐμ. 126. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[συνωμότης]], ου, ὁ, [[συνόμνυμι]]<br />a [[fellow]]-[[conspirator]], [[confederate]], Hdt., | |mdlsjtxt=[[συνωμότης]], ου, ὁ, [[συνόμνυμι]]<br />a [[fellow]]-[[conspirator]], [[confederate]], Hdt., Attic | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[conspirator]], [[member of a league]] | |woodrun=[[conspirator]], [[member of a league]] | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[coniuratus]]'', [[sworn together]], [[conspiring]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.57.2/ 6.57.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.73.2/ 8.73.2]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:40, 16 November 2024
English (LSJ)
συνωμότου, ὁ, one who is leagued by oath, fellow-conspirator, confederate, S.OC1302, Ar.Eq.452 (lyr.), V.507 (troch.), And.4.4, Lys.12.43, etc.; ἄνδρες.. ξ. Ar.Eq. 257 (troch.); οἱ σ. ἐπὶ τῷ Πέρσῃ Hdt.7.148; οἱ Κατιλίνα σ. his fellowconspirators, Plu.Ant.2; σ. τῆς ἐπιβουλῆς confederate in the plot, Hdn.4.14.2: metaph., ὕπνος πόνος τε, κύριοι ξ. A.Eu.126.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
conjuré ; συνωμότης τινός complice de qqn dans une conjuration.
Étymologie: συνόμνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνωμότης -ου, ὁ, Att. ook ξυνωμότης [συνόμνυμι] eedgenoot, bondgenoot:. οἱ συνωμόται Ἑλλήνων ἐπὶ τῷ Πέρσῃ de Griekse bondgenoten tegen de Perzen Hdt. 7.148.1; ὕπνος πόνος τε κύριοι συνωμόται slaap en inspanning, sterke bondgenoten Aeschl. Eum. 126. ongunstig samenzweerder, medeplichtige; met gen. met/van iem.. Plut. Ant. 2.1.
Russian (Dvoretsky)
συνωμότης: ου ὁ член тайного общества, участник заговора, заговорщик Soph., Arph.: ὕπνος πόνος τε συνωμόται Aesch. сон и усталость вступили в союз друг с другом.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, θηλ. συνωμότισσα Ν, και θηλ. συνωμότις, -ιδος Μ, και αττ. τ. ξυνωμότης Α
αυτός που ορκίζεται μυστικά μαζί με άλλους για την από κοινού ανάληψη και εκτέλεση μιας αξιόποινης πράξης, αυτός που μετέχει σε συνωμοσία
αρχ.
μτφ. αυτός που κρυφά και μαζί με άλλον προκαλεί τη βλάβη ενός τρίτου («ὕπνος πόνος τε κύριοι συνωμόται», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ωμότης (< ὄμνυμι), πρβλ. ἐπ-ωμότης. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
συνωμότης: -ου, ὁ (συνόμνυμι), αυτός που μετέχει σε συνωμοσία, ομόσπονδος, σύμμαχος, σε Ηρόδ., Αττ.
Greek (Liddell-Scott)
συνωμότης: -ου, ὁ, ὁ δι’ ὅρκου συνδεδεμένος, ὁ ἔχων μέρος εἰς συνωμοσίαν, σύμμαχος (πρβλ. συνόμνυμι ΙΙ), Σοφ. Ο. Κ. 1302, Ἀριστοφ. Ἱππ. 257, 453, κ. ἀλλ., Σφ. 507, Ἀνδοκ. 29. 29, κτλ.· οἱ σ. ἐπὶ τῷ Πέρσῃ Ἡρόδ. 7. 148· σ. τινὸς Πλουτ. Ἀντών. 2· σ. τῆς ἐπιβουλῆς, ἔχων μέρος ἐν τῇ συνωμοσίᾳ, Ἡρῳδιαν. 4. 14· ― μεταφορ., ὕπνος πόνος τε, κύριοι ξυν. Αἰσχύλ. Εὐμ. 126.
Middle Liddell
συνωμότης, ου, ὁ, συνόμνυμι
a fellow-conspirator, confederate, Hdt., Attic
English (Woodhouse)
conspirator, member of a league