ναυπηγέω: Difference between revisions
ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις, τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας ἡμῶν εἰς ὁδὸν εἰρήνης → to give light to them that sit in darkness and in the shadow of death to guide our feet into the way of peace | to shine on those who live in darkness and the shadow of death, to guide our feet into the way of peace
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
(CSV import) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nafpigeo | |Transliteration C=nafpigeo | ||
|Beta Code=nauphge/w | |Beta Code=nauphge/w | ||
|Definition=<span class="bld">A</span> to [[be a shipbuilder]], [[build ships]], Ar.''Pl.''513, Pl.''Alc.''1.107c:—more freq. in Med., <b class="b3">πλοῖα, νέας ναυπηγέεσθαι</b>, [[build oneself]] ships, [[get]] them [[built]], [[Herodotus|Hdt.]]2.96, 6.46, cf. Pl.l.c.; | |Definition=<span class="bld">A</span> to [[be a shipbuilder]], [[build ships]], Ar.''Pl.''513, Pl.''Alc.''1.107c:—more freq. in Med., <b class="b3">πλοῖα, νέας ναυπηγέεσθαι</b>, [[build oneself]] ships, [[get]] them [[built]], [[Herodotus|Hdt.]]2.96, 6.46, cf. Pl.l.c.; ἐπί τινι against others, [[Herodotus|Hdt.]]1.27; ἐναυπηγοῦντο νεῶν στόλον Th.1.31; τριήρεις ἐναυπηγησάμεθα And.3.5, cf. Th. 6.90, D.17.28: pf. [[νεναυπήγημαι]] in med. sense, [[Diodorus Siculus|D.S.]]20.16:—Pass., of ships, to [[be built]], Th.1.13 ([[varia lectio|v.l.]] [[ἐνναυπηγηθῆναι]]); ὁπόσα ἂν οἰκοδομηθῇ ἢ ναυπηγηθῇ X.''Vect.''4.35, cf. ''HG''1.3.17, Plu.2.321d.<br><span class="bld">II</span> metaph. in Med., [[contrive]], '[[engineer]]', τὰ πάντα νεναυπηγημένη ἐπὶ ταῖς Ῥωμαίων τύχαις J.''AJ''19.2.4. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=-ῶ (=[[κατασκευάζω]] πλοῖα). Παρασύνθετο ἀπό τό [[ναυπηγός]], → [[ναῦς]] + [[πήγνυμι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[ναῦς]]. | |mantxt=-ῶ (=[[κατασκευάζω]] πλοῖα). Παρασύνθετο ἀπό τό [[ναυπηγός]], → [[ναῦς]] + [[πήγνυμι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[ναῦς]]. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[naves aedificare]]'', to [[build ships]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.31.1/ 1.31.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.90.3/ 6.90.3], [<i>praeterea vulgo</i> <i>moreover in the common texts</i> [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.13.2/ 1.13.2], <i>ubi nunc</i> <i>where now</i> ἐνναυπηγηθῆναι]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:51, 16 November 2024
English (LSJ)
A to be a shipbuilder, build ships, Ar.Pl.513, Pl.Alc.1.107c:—more freq. in Med., πλοῖα, νέας ναυπηγέεσθαι, build oneself ships, get them built, Hdt.2.96, 6.46, cf. Pl.l.c.; ἐπί τινι against others, Hdt.1.27; ἐναυπηγοῦντο νεῶν στόλον Th.1.31; τριήρεις ἐναυπηγησάμεθα And.3.5, cf. Th. 6.90, D.17.28: pf. νεναυπήγημαι in med. sense, D.S.20.16:—Pass., of ships, to be built, Th.1.13 (v.l. ἐνναυπηγηθῆναι); ὁπόσα ἂν οἰκοδομηθῇ ἢ ναυπηγηθῇ X.Vect.4.35, cf. HG1.3.17, Plu.2.321d.
II metaph. in Med., contrive, 'engineer', τὰ πάντα νεναυπηγημένη ἐπὶ ταῖς Ῥωμαίων τύχαις J.AJ19.2.4.
German (Pape)
[Seite 232] ein Schiffsbauer sein, Schiffe zimmern, bauen; Plat. Alc. I, 107 c; Pol. 1, 36, 8; pass., Xen. Hell. 1, 3, 11. – Gew. im med., ναῦς ναυπηγέεσθαι, Her. 1, 27. 2, 96. 6, 46; τριήρεις, Andoc. 3, 5; Plat. Menex. 245 a; πλοῖα, Dem. 17, 28; σκάφη, Pol. 1, 20, 9.
French (Bailly abrégé)
ναυπηγῶ :
seul. prés. et impf.
Pass. ao. ἐναυπηγήθην, pf. part. νεναυπαγημένος;
construire un navire ou des vaisseaux, être constructeur de vaisseaux;
Moy. ναυπηγέομαι, ναυπηγοῦμαι;
1 construire des vaisseaux pour son usage;
2 faire construire des vaisseaux.
Étymologie: ναυπηγός.
Russian (Dvoretsky)
ναυπηγέω: (преимущ. med.; ион. part. praes. med. ναυπηγεύμενος)
1 заниматься кораблестроением, строить суда Plat., Xen., Arph.;
2 (о кораблях), строить, сооружать, (ναῦς Her.; πλοῖα Dem.; σκάφη Polyb.);
3 снаряжать (στόλον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ναυπηγέω: κατασκευάζω πλοῖα, Ἀριστοφ. Πλ. 513, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 107C (ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις κατ’ ἀπαρέμφ.)· συνήθως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ναῦς ναυπηγοῦμαι, κατασκευάζω δι’ ἐμαυτὸν πλοῖα, βάλλω νὰ κατασκευάσωσι δι’ ἐμὲ πλοῖα, ἀλλὰ συχν. ἁπλῶς ὡς τὸ ἐνεργ., Ἡρόδ. 2. 96., 6. 46· ἐπί τινι, ἐναντίον τινός, ὁ αὐτ. 1. 27· ἐναυπηγοῦντο νεῶν στόλον Θουκ. 1. 31· τριήρεις ἐναυπηγησάμεθα Ἀνδοκ. 24. 7, πρβλ. Θουκ. 6. 90, Δημ. 219. 19: πρκμ. νεναυπήγημαι ἐν μέσ. σημασίᾳ, Διόδ. 20. 16 ― Παθ., ἐπὶ πλοίων, ναυπηγοῦμαι, κατασκευάζομαι, Θουκ. 1. 13 (ἄλλ.: ἐνναυπηγηθῆναι): ὁπόσα ἂν ἢ οἰκοδομηθῇ ἢ ναυπηγηθῇ Ξεν. Πόροι 4. 35, πρβλ. Ἑλλην. 1. 3, 17· καὶ ἴδε ἐνναυπηγέω.
Greek Monotonic
ναυπηγέω: (ναυπηγός), μέλ. -ήσω, κατασκευάζω πλοία, σε Αριστοφ., Πλάτ. — Μέσ., ναῦς ναυπηγέεσθαι, κατασκευάζω πλοία για τον εαυτό μου, αναθέτω την κατασκευή τους σε άλλον προς όφελός μου, σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., λέγεται για πλοία, κατασκευάζομαι, ναυπηγούμαι, σε Θουκ., Ξεν.
Middle Liddell
ναυπηγός
to build ships, Ar., Plat.: —Mid., ναῦς ναυπηγέεσθαι to build oneself ships, get them built, Hdt., Attic:—Pass., of ships, to be built, Thuc., Xen.
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=κατασκευάζω πλοῖα). Παρασύνθετο ἀπό τό ναυπηγός, → ναῦς + πήγνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη ναῦς.
Lexicon Thucydideum
naves aedificare, to build ships, 1.31.1, 6.90.3, [praeterea vulgo moreover in the common texts 1.13.2, ubi nunc where now ἐνναυπηγηθῆναι].