διικνέομαι: Difference between revisions
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
(6_13b) |
(CSV import) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διικνέομαι''': μέλλ. -ίξομαι, ἀόρ. -ικόμην· ἀποθ.·― [[διέρχομαι]], εἰσδύομαι, δι’ ὤτων [[ποτὶ]] τὰν ψυχὰν Τίμ. Λοκρ. 101Α, πρβλ. Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 3. 20, 4· διῖκτο ἡ [[δόξα]] [[μέχρι]] βασιλέως Πλούτ. Δημ. 20· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., διίκεο πείρατ’ ἀέθλων Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 413· ― ἐξικνοῦμαι, [[φθάνω]], ἐπὶ βλημάτων, Θουκ. 7. 79. 2) διηγοῦμαι, ἐκθέτω, ὡς τὸ [[διέρχομαι]], πάντα δ. Ἰλ. Ι. 61, Τ. 186. 3) ἐπὶ χρόνου, [[παρεμπίπτω]], Λόγγ. 1, 4. | |lstext='''διικνέομαι''': μέλλ. -ίξομαι, ἀόρ. -ικόμην· ἀποθ.·― [[διέρχομαι]], εἰσδύομαι, δι’ ὤτων [[ποτὶ]] τὰν ψυχὰν Τίμ. Λοκρ. 101Α, πρβλ. Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 3. 20, 4· διῖκτο ἡ [[δόξα]] [[μέχρι]] βασιλέως Πλούτ. Δημ. 20· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., διίκεο πείρατ’ ἀέθλων Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 413· ― ἐξικνοῦμαι, [[φθάνω]], ἐπὶ βλημάτων, Θουκ. 7. 79. 2) διηγοῦμαι, ἐκθέτω, ὡς τὸ [[διέρχομαι]], πάντα δ. Ἰλ. Ι. 61, Τ. 186. 3) ἐπὶ χρόνου, [[παρεμπίπτω]], Λόγγ. 1, 4. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=fut. διίξομαι, aor. 2 [[sing]]. διίκεο: go [[through]], in [[narration]], Il. 9.61 and Il. 19.186. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διικνέομαι:''' μέλ. <i>-ίξομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-ικόμην</i>·<br /><b class="num">1.</b> αποθ., [[διαπερνώ]], [[διεισδύω]], [[εισχωρώ]], [[διέρχομαι]], σε Πλούτ.· [[φθάνω]], λέγεται για βλήματα, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> στον προφορικό λόγο, [[διηγούμαι]], [[εκθέτω]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. -ίξομαι aor2 -ικόμην<br /><b class="num">1.</b> Dep. to go [[through]], [[penetrate]], Plut.:— to [[reach]], with missiles, Thuc.<br /><b class="num">2.</b> in [[speaking]], to go [[through]], [[recount]], Il. | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[pertingere]], [[ferire]]'', to [[extend to]], [[strike]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.79.2/ 7.79.2]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:00, 16 November 2024
Greek (Liddell-Scott)
διικνέομαι: μέλλ. -ίξομαι, ἀόρ. -ικόμην· ἀποθ.·― διέρχομαι, εἰσδύομαι, δι’ ὤτων ποτὶ τὰν ψυχὰν Τίμ. Λοκρ. 101Α, πρβλ. Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 3. 20, 4· διῖκτο ἡ δόξα μέχρι βασιλέως Πλούτ. Δημ. 20· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., διίκεο πείρατ’ ἀέθλων Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 413· ― ἐξικνοῦμαι, φθάνω, ἐπὶ βλημάτων, Θουκ. 7. 79. 2) διηγοῦμαι, ἐκθέτω, ὡς τὸ διέρχομαι, πάντα δ. Ἰλ. Ι. 61, Τ. 186. 3) ἐπὶ χρόνου, παρεμπίπτω, Λόγγ. 1, 4.
English (Autenrieth)
fut. διίξομαι, aor. 2 sing. διίκεο: go through, in narration, Il. 9.61 and Il. 19.186.
Greek Monotonic
διικνέομαι: μέλ. -ίξομαι, αόρ. βʹ -ικόμην·
1. αποθ., διαπερνώ, διεισδύω, εισχωρώ, διέρχομαι, σε Πλούτ.· φθάνω, λέγεται για βλήματα, σε Θουκ.
2. στον προφορικό λόγο, διηγούμαι, εκθέτω, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
fut. -ίξομαι aor2 -ικόμην
1. Dep. to go through, penetrate, Plut.:— to reach, with missiles, Thuc.
2. in speaking, to go through, recount, Il.
Lexicon Thucydideum
pertingere, ferire, to extend to, strike, 7.79.2.