ὁμαιχμία: Difference between revisions
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
m (Text replacement - "<b class="b3">πρός τινα</b>" to "πρός τινα") |
(CSV import) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὁμαιχμία]], ἡ,<br />[[union]] for [[battle]], a [[defensive]] [[alliance]], [[league]], Hdt., Thuc. [from [[ὅμαιχμος]] | |mdlsjtxt=[[ὁμαιχμία]], ἡ,<br />[[union]] for [[battle]], a [[defensive]] [[alliance]], [[league]], Hdt., Thuc. [from [[ὅμαιχμος]] | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[societas belli]]'', [[alliance in war]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.18.3/ 1.18.3]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:34, 16 November 2024
English (LSJ)
Ion. ὁμαιχμίη, ἡ, union for battle, defensive alliance, league, Th.1.18, App.Gall.15; ὁ. συνθέσθαι τινί form a league with one, Hdt. 8.140.α'; πρός τινα against one, Id.7.145: pl., Anon. ap. Suid. s.v. δυσμικῶν.
German (Pape)
[Seite 329] ἡ, Speergemeinschaft, d. i. Kampfgemeinschaft, Kriegsbündniß; ὁμαιχμίην συνθησομένους πρὸς τὸν Πέρσην, Her. 7, 145; 8, 140, 1; ξυνέμεινεν ἡ ὁμαιχμία, Thuc. 1, 18; Sp., wie App. Gall. 15.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
alliance militaire, confédération.
Étymologie: ὅμαιχμος.
Russian (Dvoretsky)
ὁμαιχμία: ион. ὁμαιχμίη ἡ военный союз (ὁμαιχμίην συντίθεσθαί τινι πρός τινα Her.; ὀλίγον χρόνον ξυνέμεινεν ἡ ὁ. Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμαιχμία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἕνωσις πρὸς μάχην, ἀμυντικὴ συμμαχία, Θουκ. 1. 18· ὁμ. συντίθεμαί τινι, συνάπτω συμμαχίαν μετά τινος, Ἡρόδ. 8. 140, 1· πρός τινα, κατά τινος, ὁ αὐτ. 7. 145· ἐν τῷ πληθ., Ἀνώνυμ. παρὰ τῷ Σουΐδα ἐν λέξ. δυσμικῶν.
Greek Monolingual
ὁμαιχμία, ἡ (ΑΜ, Α ιων. τ. ὁμαιχμία) όμαιχμος
αμυντική συμμαχία
αρχ.
φρ. α) «συντίθεμαί τινι ὁμαιχμίαν» — συνάπτω συμμαχία με κάποιον
β) «συντίθεμαι ὁμαιχμίαν πρός τινα» — συνάπτω συμμαχία εναντίον κάποιου.
ὁμαίχμια, τὰ (Α) όμαιχμος
ομαιχμία.
Greek Monotonic
ὁμαιχμία: Ιων. -ίη, ἡ, συνένωση για μάχη, αμυντική συμμαχία, σε Ηρόδ., Θουκ.
Middle Liddell
ὁμαιχμία, ἡ,
union for battle, a defensive alliance, league, Hdt., Thuc. [from ὅμαιχμος