προκαταφεύγω: Difference between revisions

From LSJ

νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her

Source
(4)
(CSV import)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prokatafeygo
|Transliteration C=prokatafeygo
|Beta Code=prokatafeu/gw
|Beta Code=prokatafeu/gw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">escape to a place of safety first</b>, <span class="bibl">Th.3.78</span>; ἐς τὴν Ναύπακτον <span class="bibl">Id.2.91</span>; <b class="b3">πρὸς τὸ ἱερόν</b>, of suppliants seeking sanctuary, <span class="bibl">Id.1.134</span>.</span>
|Definition=[[escape to a place of safety first]], Th.3.78; ἐς τὴν Ναύπακτον Id.2.91; <b class="b3">πρὸς τὸ ἱερόν</b>, of suppliants seeking sanctuary, Id.1.134.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0729.png Seite 729]] (s. [[φεύγω]]), vorher seine Zuflucht wohin nehmen; Thuc. 1, 134. 2, 91; D. Cass.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0729.png Seite 729]] (s. [[φεύγω]]), vorher seine Zuflucht wohin nehmen; Thuc. 1, 134. 2, 91; D. Cass.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''προκαταφεύγω''': μέλλ. -[[φεύξομαι]], [[καταφεύγω]] εἰς ἀσφαλῆ τόπον πρότερον, Θουκ. 3. 78· ἐς τήν Ναύπακτον ὁ αὐτ. 2. 91· πρὸς τὸ ἱερὸν, ἐπὶ ἱκετῶν ζητούντων ἄσυλον, ὁ αὐτ. 1. 134.
|btext=[[se réfugier auparavant]].<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[καταφεύγω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προ-καταφεύγω bijtijds ontsnappen.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=se réfugier auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[καταφεύγω]].
|elrutext='''προκαταφεύγω:''' [[ранее убегать]], [[укрываться]], [[искать или находить убежище]] (ἐς τὴν Ναύπακτον, πρὸς τὸ [[ἱερόν]] Thuc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καταφεύγω]] εκ τών προτέρων σε ασφαλές [[μέρος]] για να βρω [[προστασία]] («καὶ φθάνουσιν αὐτοὺς πλὴν μιᾱς νεὼς προκαταφυγοῡσαι πρὸς τὴν Ναύπακτον [αἱ [[νῆες]]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ικέτες) [[καταφεύγω]] εκ τών προτέρων σε [[ιερό]] για να εξασφαλιστώ με την [[προστασία]] του θεού («πρὸς τὸ ἱερὸν τῆς Χαλκιοίκου χωρῆσαι... καὶ προκαταφυγεῑν», <b>Θουκ.</b>).
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καταφεύγω]] εκ τών προτέρων σε ασφαλές [[μέρος]] για να βρω [[προστασία]] («καὶ φθάνουσιν αὐτοὺς πλὴν μιᾱς νεὼς προκαταφυγοῦσαι πρὸς τὴν Ναύπακτον [αἱ [[νῆες]]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ικέτες) [[καταφεύγω]] εκ τών προτέρων σε [[ιερό]] για να εξασφαλιστώ με την [[προστασία]] του θεού («πρὸς τὸ ἱερὸν τῆς Χαλκιοίκου χωρῆσαι... καὶ προκαταφυγεῖν», <b>Θουκ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προκαταφεύγω:''' μέλ. -[[φεύξομαι]], [[δραπετεύω]] από [[πριν]] σε ασφαλές [[μέρος]], σε Θουκ.
|lsmtext='''προκαταφεύγω:''' μέλ. -[[φεύξομαι]], [[δραπετεύω]] από [[πριν]] σε ασφαλές [[μέρος]], σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προκαταφεύγω:''' ранее убегать, укрываться, искать или находить убежище (ἐς τὴν Ναύπακτον, πρὸς τὸ [[ἱερόν]] Thuc.).
|lstext='''προκαταφεύγω''': μέλλ. -[[φεύξομαι]], [[καταφεύγω]] εἰς ἀσφαλῆ τόπον πρότερον, Θουκ. 3. 78· ἐς τήν Ναύπακτον ὁ αὐτ. 2. 91· πρὸς τὸ ἱερὸν, ἐπὶ ἱκετῶν ζητούντων ἄσυλον, ὁ αὐτ. 1. 134.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[φεύξομαι]]<br />to [[escape]] to a [[place]] of [[safety]] [[before]], Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[prius confugere]]'', to [[take refuge first]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.134.1/ 1.134.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.91.1/ 2.91.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.78.3/ 3.78.3].
}}
}}

Latest revision as of 14:44, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκαταφεύγω Medium diacritics: προκαταφεύγω Low diacritics: προκαταφεύγω Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΦΕΥΓΩ
Transliteration A: prokatapheúgō Transliteration B: prokatapheugō Transliteration C: prokatafeygo Beta Code: prokatafeu/gw

English (LSJ)

escape to a place of safety first, Th.3.78; ἐς τὴν Ναύπακτον Id.2.91; πρὸς τὸ ἱερόν, of suppliants seeking sanctuary, Id.1.134.

German (Pape)

[Seite 729] (s. φεύγω), vorher seine Zuflucht wohin nehmen; Thuc. 1, 134. 2, 91; D. Cass.

French (Bailly abrégé)

se réfugier auparavant.
Étymologie: πρό, καταφεύγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-καταφεύγω bijtijds ontsnappen.

Russian (Dvoretsky)

προκαταφεύγω: ранее убегать, укрываться, искать или находить убежище (ἐς τὴν Ναύπακτον, πρὸς τὸ ἱερόν Thuc.).

Greek Monolingual

Α
1. καταφεύγω εκ τών προτέρων σε ασφαλές μέρος για να βρω προστασία («καὶ φθάνουσιν αὐτοὺς πλὴν μιᾱς νεὼς προκαταφυγοῦσαι πρὸς τὴν Ναύπακτον [αἱ νῆες]», Θουκ.)
2. (για ικέτες) καταφεύγω εκ τών προτέρων σε ιερό για να εξασφαλιστώ με την προστασία του θεού («πρὸς τὸ ἱερὸν τῆς Χαλκιοίκου χωρῆσαι... καὶ προκαταφυγεῖν», Θουκ.).

Greek Monotonic

προκαταφεύγω: μέλ. -φεύξομαι, δραπετεύω από πριν σε ασφαλές μέρος, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

προκαταφεύγω: μέλλ. -φεύξομαι, καταφεύγω εἰς ἀσφαλῆ τόπον πρότερον, Θουκ. 3. 78· ἐς τήν Ναύπακτον ὁ αὐτ. 2. 91· πρὸς τὸ ἱερὸν, ἐπὶ ἱκετῶν ζητούντων ἄσυλον, ὁ αὐτ. 1. 134.

Middle Liddell

fut. -φεύξομαι
to escape to a place of safety before, Thuc.

Lexicon Thucydideum

prius confugere, to take refuge first, 1.134.1. 2.91.1, 3.78.3.