περίαπτος: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0569.png Seite 569]] umgehängt, äußerlich, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von ἐν ἑαυτῷ ἔχειν, Arist. Eth. 1, 8, 12; – τὸ | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0569.png Seite 569]] [[umgehängt]], [[äußerlich]], im <span class="ggns">Gegensatz</span> von ἐν ἑαυτῷ ἔχειν, Arist. Eth. 1, 8, 12; – τὸ [[περίαπτον]] = [[περίαμμα]], [[Amulet]], Plat. Rep. IV, 426 b, neben ἐπῳδαί, u. oft bei Plut. u. a. Sp. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=περίαπτος -ον [περιάπτω] omgehangen; subst. τὸ περίαπτον amulet; Plat. Resp. 426b; halssieraad. Aristot. EN 1099a16. | |elnltext=περίαπτος -ον [περιάπτω] [[omgehangen]]; subst. τὸ [[περίαπτον]] [[amulet]]; Plat. Resp. 426b; [[halssieraad]]. Aristot. EN 1099a16. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''περίαπτος:''' [adj. verb. к [[περιάπτω]] досл. привешенный, перен. приданный извне, внешний (''[[sc.]]'' [[ἡδονή]] Arst.). | |elrutext='''περίαπτος:''' [adj. verb. к [[περιάπτω]] досл. [[привешенный]], перен. [[приданный извне]], [[внешний]] (''[[sc.]]'' [[ἡδονή]] Arst.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:47, 18 November 2024
English (LSJ)
περίαπτον,
A hung round, appended, ἄκος περίαπτος, i.e. an amulet, Cratin.22 D.; σέμνωμα περίαπτον Eust.95.42.
II as substantive περίαπτον, τό, = περίαμμα, amulet, Pl. R.426b, Thphr. HP 9.19.2, etc.; adventitious charm, Arist.EN1099a16: pl., ornaments, Ph.1.608.
German (Pape)
[Seite 569] umgehängt, äußerlich, im Gegensatz von ἐν ἑαυτῷ ἔχειν, Arist. Eth. 1, 8, 12; – τὸ περίαπτον = περίαμμα, Amulet, Plat. Rep. IV, 426 b, neben ἐπῳδαί, u. oft bei Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
attaché autour.
Étymologie: περιάπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίαπτος -ον [περιάπτω] omgehangen; subst. τὸ περίαπτον amulet; Plat. Resp. 426b; halssieraad. Aristot. EN 1099a16.
Russian (Dvoretsky)
περίαπτος: [adj. verb. к περιάπτω досл. привешенный, перен. приданный извне, внешний (sc. ἡδονή Arst.).
Greek Monolingual
-η, -ο / περίαπτος, -ον, ΝΜΑ περιάπτω
1. αυτός που έχει αναρτηθεί ολόγυρα («οὐ δέονται περιάπτου σεμνώματος», Ευστ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το περίαπτο(ν)
καθετί που κρεμιέται από το σώμα για αποτροπή του κακού, το περίαμμα, το φυλαχτό
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. α) επιπρόσθετο θέλγητρο («οὐδὲν δὴ προσδεῖται τῆς ἡδονῆς ὁ βίος αὐτῶν, ὥσπερ περιάπτου τινός, ἀλλ' ἔχει τὴν ἡδονὴν ἐν ἑαυτῷ», Αριστοτ.)
β) στον πληθ. κοσμήματα.
Greek Monotonic
περίαπτος: -ον, κρεμασμένος ολόγυρα· ως ουσ., περίαπτον τό = περίαμμα, σε Πλάτ.· προσάρτημα, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
περίαπτος: -ον, ὁ κρεμάμενος ὁλόγυρα, προσηρτημένος, Εὐστ. 95. 42. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περίαπτον, τό, = περίαμμα, φυλακτήριον, Πλάτ. Πολ. 426Β, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 19, 2, κτλ.· παράρτημα, προσάρτημα, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 8, 12.
Middle Liddell
περί-απτος, ον,
hung round one: as substantive, περίαπτον, τό, = περίαμμα, Plat.: an appendage, Arist.