δημιουργικός: Difference between revisions

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
(4)
 
m (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
 
(28 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dimiourgikos
|Transliteration C=dimiourgikos
|Beta Code=dhmiourgiko/s
|Beta Code=dhmiourgiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of a craftsman</b>, βίος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>248e</span>; ἀρετή <span class="bibl">Id.<span class="title">Prt.</span>322d</span>; <b class="b3">τεχνήματα</b> <b class="b2">craftsmen's</b> works, <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>846d</span>; <b class="b3">τιμαί</b>, of cooks, Clidem.<span class="bibl">2</span>. Adv. -κῶς <b class="b2">in a workmanlike manner</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>429</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">creative</b>, θεός Numen. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>11.18</span>; τετρακτύς <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span>20p.466M.</span>; <b class="b3">αἴτια, δυνάμεις</b>, <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Myst.</span>5.26</span>, <span class="bibl">10.6</span>; νοῦς <span class="bibl">Phlp.<span class="title">in Mete.</span> 12.25</span>; <b class="b3">-κόν, τό,</b> opp. <b class="b3">πατρικόν</b> (as <b class="b3">οὐσιοποιόν</b> to <b class="b3">εἰδοποιόν</b>), <span class="bibl">Procl.<span class="title">Inst.</span> 157</span>, cf. <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>184</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Syrian.<span class="title">in Metaph.</span>82.31</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for the magistrates</b>, τὸ δ. <b class="b2">the official class</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1291a34</span>.</span>
|Definition=δημιουργική, δημιουργικόν,<br><span class="bld">A</span> [[of a craftsman]], βίος [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''248e; ἀρετή Id.''Prt.''322d; [[τεχνήματα]] [[craftsmen's]] works, Id.''Lg.''846d; [[τιμαί]], of cooks, Clidem.2. Adv. [[δημιουργικῶς]] = [[in a workmanlike manner]], Ar.''Pax''429.<br><span class="bld">2</span> [[creative]], θεός Numen. ap. Eus.''PE''11.18; τετρακτύς Hierocl.''in CA''20p.466M.; [[αἴτια]], [[δυνάμεις]], Iamb.''Myst.''5.26, 10.6; νοῦς Phlp.''in Mete.'' 12.25; [[δημιουργικόν]], τό, opp. [[πατρικόν]] (as [[οὐσιοποιόν]] to [[εἰδοποιόν]]), Procl.''Inst.'' 157, cf. Dam.''Pr.''184. Adv. [[δημιουργικῶς]] Syrian.''in Metaph.''82.31.<br><span class="bld">II</span> of or for the [[magistrates]], τὸ δ. [[the official class]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1291a34.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que es propio de o perteneciente a los artesanos]], [[artesanal]], [[βίος]] Pl.<i>Phdr</i>.248e, [[ἀρετή]] Pl.<i>Prt</i>.322d, τεχνήματα Pl.<i>Lg</i>.846d, cf. <i>Prt</i>.322b, D.H.<i>Comp</i>.6.2, φῦλον ... μαγείρων ἐχόντων δημιουργικὰς τιμάς Clidem.5b, γένος ... χειρωνακτικὸν καὶ δ. D.Chr.12.69, cf. 12.44, 47.<br /><b class="num">2</b> [[compuesto o formado por artesanos]] [[ἔθνος]] Pl.<i>Grg</i>.455b, πλῆθος ... δ. καὶ βάναυσον καὶ θαλαττουργόν muchedumbre de artesanos, obreros manuales y marineros</i> Plb.10.8.5.<br /><b class="num">II</b> [[creador]] θεός Numen.12.14, ἡ τῆς δημιουργικῆς τετρακτύος γνῶσις el conocimiento de la suma creadora de los cuatro primeros números</i> entre los pitagóricos, Hierocl.<i>in CA</i> 20.21, αἰτίαι Iambl.<i>Myst</i>.5.26, δυνάμεις Iambl.<i>Myst</i>.10.6, ὁ θεῖος νοῦς καὶ δ. Phlp.<i>in Mete</i>.12.25, τὸ δ. (αἴτιον) op. [[πατρικόν]] Procl.<i>Inst</i>.157, cf. Dam.<i>in Prm</i>.184.<br /><b class="num">III</b> [[que es propio de o concierne a los magistrados]] neutr. subst. τὸ δ. [[la clase de los magistrados]] τὸ δ. καὶ τὸ περὶ τὰς ἀρχὰς λειτουργοῦν Arist.<i>Pol</i>.1291<sup>a</sup>35.<br /><b class="num">IV</b> adv. -ῶς<br /><b class="num">1</b> [[artísticamente]] ποεῖν Ar.<i>Pax</i> 429.<br /><b class="num">2</b> [[de manera creadora]] προϋπάρχειν Syrian.<i>in Metaph</i>.82.31.<br /><b class="num">3</b> [[por causa del demiurgo]] ἡ ψυχὴ διαιρεῖται πρῶτον δ. Hero <i>Def</i>.136.5.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0562.png Seite 562]] ή, όν, 1) zum Handwerker gehörig; [[βίος]] Plat. Phaedr. 248 o; [[τέχνη]], [[ἀρετή]], Prot. 322 bd; [[ἔθνος]] Gorg. 455 b; [[πλῆθος]] δ. καὶ βάναυσον Pol. 10, 8. – 2) die Staarsgeschäfte betreffend, Arist. Pol. 4, 4; οἱ δ., der Staatsgeschäfte treibende Teil des Volks, 4, 3, 14. – Adv., -ικῶς; φράζε, wie ein Kunstverständiger, Ar. Pax 421.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[d'ouvrier manuel]], [[d'artisan]].<br />'''Étymologie:''' [[δημιουργός]].
}}
{{elnl
|elnltext=δημιουργικός -ή -όν [δημιουργία] van handwerkslieden; adv. δημιουργικῶς als een vakman:. φράζε δημιουργικῶς leg het uit als een vakman Aristoph. Pax 429. van overheidsdienaren.
}}
{{elru
|elrutext='''δημιουργικός:''' [[ремесленный]] ([[τέχνη]] Plat.): δημιουργικὸν [[ἔθνος]] Plat. или [[πλῆθος]] Polyb. ремесленники, мастеровые.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δημιουργικός]], -ή, -όν) [[δημιουργός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δημιουργό<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[ικανός]] να δημιουργεί («δημιουργική [[φαντασία]]», «δημιουργική [[ικανότητα]]», «[[δημιουργικός]] [[οίστρος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ικανός]] να δημιουργήσει [[κάτι]] εκ του μηδενός («[[δημιουργικός]] Θεός»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δημιουργικόν</i><br />(για τους άρχοντες) η [[τάξη]] όσων έχουν το [[αξίωμα]] του δημιουργού<br />II. <b>επίρρ.</b> [[δημιουργικά]] (AM δημιουργικῶς)<br />με τρόπο δημιουργικό, εμπνευσμένο<br /><b>αρχ.</b><br />όπως ταιριάζει σε χειρώνακτα («φράζε δημιουργικῶς»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''δημιουργικός:''' -ή, -όν, αυτός που χαρακτηρίζει ένα <i>δημιουργόν</i> ή χειροτέχνη, σε Πλάτ.
}}
{{ls
|lstext='''δημιουργικός''': -ή, -όν, ὁ ἐκ δημιουργοῦ ἢ ἀνήκων εἰς δημιουργόν, [[ἤτοι]] τεχνίτην, Πλάτ. Φαίδρ. 248Ε· ἡ δ. [[τέχνη]] ὁ αὐτ. Πρωτ. 322D· δ. τεχνήματα, βάναυσα ἔργα χειρώνακτος, ὁ αὐτ. Νόμ. 846D. - Ἐπιρρ. -κῶς, ὡς [[τεχνίτης]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 429. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς τοὺς ἄρχοντας, τὸ δημιουργικόν, ἡ [[τάξις]] τῶν ἐχόντων ἀξίωμά τι, Ἀριστ. Πολ. 4. 4, 16· δ. τιμαὶ Ἀθήν. 660C.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[δημιουργός]]<br />of or for a [[δημιουργός]] or [[handicraftsman]], Plat.
}}
}}

Latest revision as of 17:27, 21 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημιουργικός Medium diacritics: δημιουργικός Low diacritics: δημιουργικός Capitals: ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΣ
Transliteration A: dēmiourgikós Transliteration B: dēmiourgikos Transliteration C: dimiourgikos Beta Code: dhmiourgiko/s

English (LSJ)

δημιουργική, δημιουργικόν,
A of a craftsman, βίος Pl.Phdr.248e; ἀρετή Id.Prt.322d; τεχνήματα craftsmen's works, Id.Lg.846d; τιμαί, of cooks, Clidem.2. Adv. δημιουργικῶς = in a workmanlike manner, Ar.Pax429.
2 creative, θεός Numen. ap. Eus.PE11.18; τετρακτύς Hierocl.in CA20p.466M.; αἴτια, δυνάμεις, Iamb.Myst.5.26, 10.6; νοῦς Phlp.in Mete. 12.25; δημιουργικόν, τό, opp. πατρικόν (as οὐσιοποιόν to εἰδοποιόν), Procl.Inst. 157, cf. Dam.Pr.184. Adv. δημιουργικῶς Syrian.in Metaph.82.31.
II of or for the magistrates, τὸ δ. the official class, Arist.Pol.1291a34.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1que es propio de o perteneciente a los artesanos, artesanal, βίος Pl.Phdr.248e, ἀρετή Pl.Prt.322d, τεχνήματα Pl.Lg.846d, cf. Prt.322b, D.H.Comp.6.2, φῦλον ... μαγείρων ἐχόντων δημιουργικὰς τιμάς Clidem.5b, γένος ... χειρωνακτικὸν καὶ δ. D.Chr.12.69, cf. 12.44, 47.
2 compuesto o formado por artesanos ἔθνος Pl.Grg.455b, πλῆθος ... δ. καὶ βάναυσον καὶ θαλαττουργόν muchedumbre de artesanos, obreros manuales y marineros Plb.10.8.5.
II creador θεός Numen.12.14, ἡ τῆς δημιουργικῆς τετρακτύος γνῶσις el conocimiento de la suma creadora de los cuatro primeros números entre los pitagóricos, Hierocl.in CA 20.21, αἰτίαι Iambl.Myst.5.26, δυνάμεις Iambl.Myst.10.6, ὁ θεῖος νοῦς καὶ δ. Phlp.in Mete.12.25, τὸ δ. (αἴτιον) op. πατρικόν Procl.Inst.157, cf. Dam.in Prm.184.
III que es propio de o concierne a los magistrados neutr. subst. τὸ δ. la clase de los magistrados τὸ δ. καὶ τὸ περὶ τὰς ἀρχὰς λειτουργοῦν Arist.Pol.1291a35.
IV adv. -ῶς
1 artísticamente ποεῖν Ar.Pax 429.
2 de manera creadora προϋπάρχειν Syrian.in Metaph.82.31.
3 por causa del demiurgo ἡ ψυχὴ διαιρεῖται πρῶτον δ. Hero Def.136.5.

German (Pape)

[Seite 562] ή, όν, 1) zum Handwerker gehörig; βίος Plat. Phaedr. 248 o; τέχνη, ἀρετή, Prot. 322 bd; ἔθνος Gorg. 455 b; πλῆθος δ. καὶ βάναυσον Pol. 10, 8. – 2) die Staarsgeschäfte betreffend, Arist. Pol. 4, 4; οἱ δ., der Staatsgeschäfte treibende Teil des Volks, 4, 3, 14. – Adv., -ικῶς; φράζε, wie ein Kunstverständiger, Ar. Pax 421.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d'ouvrier manuel, d'artisan.
Étymologie: δημιουργός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημιουργικός -ή -όν [δημιουργία] van handwerkslieden; adv. δημιουργικῶς als een vakman:. φράζε δημιουργικῶς leg het uit als een vakman Aristoph. Pax 429. van overheidsdienaren.

Russian (Dvoretsky)

δημιουργικός: ремесленный (τέχνη Plat.): δημιουργικὸν ἔθνος Plat. или πλῆθος Polyb. ремесленники, мастеровые.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δημιουργικός, -ή, -όν) δημιουργός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δημιουργό
νεοελλ.
ο ικανός να δημιουργεί («δημιουργική φαντασία», «δημιουργική ικανότητα», «δημιουργικός οίστρος»)
αρχ.
1. ο ικανός να δημιουργήσει κάτι εκ του μηδενός («δημιουργικός Θεός»)
3. το ουδ. ως ουσ. το δημιουργικόν
(για τους άρχοντες) η τάξη όσων έχουν το αξίωμα του δημιουργού
II. επίρρ. δημιουργικά (AM δημιουργικῶς)
με τρόπο δημιουργικό, εμπνευσμένο
αρχ.
όπως ταιριάζει σε χειρώνακτα («φράζε δημιουργικῶς»).

Greek Monotonic

δημιουργικός: -ή, -όν, αυτός που χαρακτηρίζει ένα δημιουργόν ή χειροτέχνη, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

δημιουργικός: -ή, -όν, ὁ ἐκ δημιουργοῦ ἢ ἀνήκων εἰς δημιουργόν, ἤτοι τεχνίτην, Πλάτ. Φαίδρ. 248Ε· ἡ δ. τέχνη ὁ αὐτ. Πρωτ. 322D· δ. τεχνήματα, βάναυσα ἔργα χειρώνακτος, ὁ αὐτ. Νόμ. 846D. - Ἐπιρρ. -κῶς, ὡς τεχνίτης, Ἀριστοφ. Εἰρ. 429. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς τοὺς ἄρχοντας, τὸ δημιουργικόν, ἡ τάξις τῶν ἐχόντων ἀξίωμά τι, Ἀριστ. Πολ. 4. 4, 16· δ. τιμαὶ Ἀθήν. 660C.

Middle Liddell

[from δημιουργός
of or for a δημιουργός or handicraftsman, Plat.