γυναικονόμος: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=gynaikonomos | |Transliteration C=gynaikonomos | ||
|Beta Code=gunaikono/mos | |Beta Code=gunaikono/mos | ||
|Definition=ὁ, [[supervisor of women]], title of magistrate at Athens and elsewhere, Timocl.32.3, Men.272, Arist.''Pol.'' 1299a22, Philoch.103, ''IG''5(1).170 (Sparta, iii A.D.), 1390.26 (Andania, i B. C.), ''SIG''1219.17 (Gambreion). | |Definition=ὁ, [[supervisor of women]], title of magistrate at Athens and elsewhere, Timocl.32.3, Men.272, [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]'' 1299a22, Philoch.103, ''IG''5(1).170 (Sparta, iii A.D.), 1390.26 (Andania, i B. C.), ''SIG''1219.17 (Gambreion). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 17:29, 21 November 2024
English (LSJ)
ὁ, supervisor of women, title of magistrate at Athens and elsewhere, Timocl.32.3, Men.272, Arist.Pol. 1299a22, Philoch.103, IG5(1).170 (Sparta, iii A.D.), 1390.26 (Andania, i B. C.), SIG1219.17 (Gambreion).
Spanish (DGE)
(γῠναικονόμος) -ου, ὁ ginecónomo magistrado encargado de la vigilancia de la conducta de las mujeres, de la supervisión de los asistentes a bodas, banquetes, etc., tb. de registrar a los jóvenes en el cuerpo de la ciudadanía, esp. en Atenas, Timocl.34.3, Men.Fr.238, Arist.Pol.1299a22, Philoch.65, Plu.Sol.21, Poll.8.112, Hsch.s.u. πλάτανος, en Siracusa, Phylarch.45, en otros lugares SB 9559.7, 11 (III a.C.), SIG 1219.17 (Gambreo III a.C.), Thasos 141.5 (II a.C.), IG 5(1).1390.26 (Andania I a.C.), IM 98.20 (II d.C.), IG 5(1).170.4 (Esparta II d.C.).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
gynéconome, surveillant des mœurs et de la tenue des femmes, à Athènes.
Étymologie: γυνή, νέμω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυναικονόμος -ου, ὁ [γυνή, νέμω] vrouwenopzichter (ambtenaar o.a. in Athene die toezicht hield op goede manieren, kleding e.d. van vrouwen).
Russian (Dvoretsky)
γῠναικονόμος: ὁ гинеконом (должностное лицо, осуществлявшее надзор за женщинами и общественными нравами) Arst., Men.
Greek (Liddell-Scott)
γῠναικονόμος: ὁ, εἷς τῶν ἐν Ἀθήναις καὶ ἐν ἄλλαις πόλεσιν ἀρχόντων τῶν ἐπιμελουμένων τῶν ἠθῶν καὶ τῆς κοσμιότητος τῶν γυναικῶν, Τιμοκλ. Φιλοδ. 1, Μένανδ. Κεκρ. 1· ὁ Ἀριστ. (Πολ. 4. 15, 13) λέγει ὅτι ἦτο ὑπούργημα ἀριστοκρατικόν.― Πρβλ. παιδονόμος.
Greek Monolingual
γυναικονόμος, ο (Α)
άρχοντας στην Αθήνα και άλλες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας ο οποίος επέβλεπε την κοσμιότητα και τα ήθη τών γυναικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + -νομός < νέμω (πρβλ. αγορανόμος, αστυνόμος)].
Greek Monotonic
γῠναικονόμος: ὁ (νέμω), στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις, άρχοντας του οποίου η αρμοδιότητα ήταν να διατηρεί τους καλούς τρόπους και την κοσμιότητα των γυναικών, σε Αριστ.
Middle Liddell
γυνή, νέμω
one of a board of magistrates, appointed to maintain good manners among the women, Arist.