πρόσεδρος: Difference between revisions

From LSJ

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0757.png Seite 757]] dabei sitzend, wohnend, dabei befindlich; [[λιγνύς]], Soph. Trach. 791; ὁ [[πρόσεδρος]], der Beisitzer.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0757.png Seite 757]] [[dabei sitzend]], [[dabei wohnend]], [[dabei befindlich]]; [[λιγνύς]], Soph. Trach. 791; ὁ [[πρόσεδρος]], der Beisitzer.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πρόσεδρος -ον [προσεδρεύω] erbij zittend:. ἐκ προσέδρου λιγνύος uit de rook die rond hem hing Soph. Tr. 794.
|elnltext=πρόσεδρος -ον [προσεδρεύω] [[erbij zittend]]:. ἐκ προσέδρου λιγνύος uit de rook die rond hem hing Soph. Tr. 794.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πρόσεδρος:''' [[находящийся рядом или вокруг]]: ἐκ προσέδρου λιγνύος Soph. из окутывавшего (его) дыма.
|elrutext='''πρόσεδρος:''' [[находящийся рядом]] или [[вокруг]]: ἐκ προσέδρου λιγνύος Soph. из окутывавшего (его) дыма.
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 08:07, 23 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσεδρος Medium diacritics: πρόσεδρος Low diacritics: πρόσεδρος Capitals: ΠΡΟΣΕΔΡΟΣ
Transliteration A: prósedros Transliteration B: prosedros Transliteration C: prosedros Beta Code: pro/sedros

English (LSJ)

πρόσεδρον, (ἕδρα)
A sitting near, cj. for πρόεδρος in D.C.57.7 (sed leg. πάρεδρος): metaph., ἐκ προσέδρου λιγνύος S.Tr.794.
II assiduous, Hsch.

German (Pape)

[Seite 757] dabei sitzend, dabei wohnend, dabei befindlich; λιγνύς, Soph. Trach. 791; ὁ πρόσεδρος, der Beisitzer.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui siège auprès, qui se trouve auprès.
Étymologie: πρός, ἕδρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσεδρος -ον [προσεδρεύω] erbij zittend:. ἐκ προσέδρου λιγνύος uit de rook die rond hem hing Soph. Tr. 794.

Russian (Dvoretsky)

πρόσεδρος: находящийся рядом или вокруг: ἐκ προσέδρου λιγνύος Soph. из окутывавшего (его) дыма.

Greek Monolingual

-η, -ο / πρόσεδρος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που κάθεται κοντά σε κάποιον, προσκαθήμενος, παρακαθήμενος
2. πάρεδρος
νεοελλ.
φρ. «πρόσεδρος υπουργός» — βαθμός ανώτατου διπλωματικού υπαλλήλου
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που συνεχώς και αδιαλείπτως συχνάζει κάπου
2. φρ. «ἐκ προσέδρου λιγνύος»
μτφ. του καπνού που βγαίνει γύρω-γύρω από τη θυσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -εδρος (< ἕδρα), πρβλ. πρόεδρος].

Greek Monotonic

πρόσεδρος: -ον (ἕδρα), αυτός που κάθεται δίπλα, πρόσεδρος λιγνύς, καπνός που αιωρείται, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσεδρος: -ον, (ἕδρα) ὁ πλησίον καθήμενος, πάρεδρος, Δίων Κ. 57. 7· ἐκ προσέδρου λιγνύος (ἴδε λιγνὺς) Σοφ. Τρ. 794. ― Καθ· Ἡσύχ.: «πρόσεδρος· παρακαθήμενος, σχολάζων».

Middle Liddell

πρόσ-εδρος, ον, ἕδρα
sitting near, πρ. λιγνύς smoke hanging about, Soph.