κατηφέω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "Euripides|E.]], ''Med" to "Euripides|E.''[[Medea|Med")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katifeo
|Transliteration C=katifeo
|Beta Code=kathfe/w
|Beta Code=kathfe/w
|Definition=to [[be downcast]], to [[be mute]] with horror or grief, στῆ δὲ κατηφήσας <span class="bibl">Il.22.293</span>; ἀκάχοντο κατήφησάν τ' ἐνὶ θυμῷ <span class="bibl">Od.16.342</span>, cf. <span class="bibl">Call.<span class="title">Epigr.</span>22</span>, <span class="bibl">A.R.2.443</span>, etc.; <b class="b3">τί δαὶ κατηφεῖς ὄμμα</b>; <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>1012</span>; of animals, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>604b12</span>; <b class="b3">καὶ κατηφήσαι [ἂν] θεός</b> and well [[might]] God [[grieve]], <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>3.8.4</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[οὓς κατέφησεν]]).
|Definition=to [[be downcast]], to [[be mute]] with horror or grief, στῆ δὲ κατηφήσας Il.22.293; ἀκάχοντο κατήφησάν τ' ἐνὶ θυμῷ Od.16.342, cf. Call.''Epigr.''22, A.R.2.443, etc.; <b class="b3">τί δαὶ κατηφεῖς ὄμμα</b>; [[Euripides|E.]]''[[Medea|Med.]]'' 1012; of animals, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''604b12; <b class="b3">καὶ κατηφήσαι [ἂν] θεός</b> and well [[might]] God [[grieve]], J.''BJ''3.8.4 ([[varia lectio|v.l.]] [[οὓς κατέφησεν]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être triste, honteux, confus.<br />'''Étymologie:''' [[κατηφής]].
|btext=[[κατηφῶ]] :<br />[[être triste]], [[honteux]], [[confus]].<br />'''Étymologie:''' [[κατηφής]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατηφέω''': εἶμαι [[κατηφής]], καταιβάζω τὰ ὄμματα [[ἕνεκα]] θλίψεως ἢ αἰσχύνης, στῆ δὲ κατηφήσας Ἰλ. Χ. 293· ἀκάχοντο κατήφησάν τ’ ἐνὶ θυμῷ Ὀδ. ΙΙ. 342, πρβλ. Καλλ. Ἐπιγράμμ. 21, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 443, κτλ.· τί δὴ κατηφεῖς [[ὄμμα]]; Εὐρ. Μήδ. 1012· ἐπὶ ζῴων, ἐπὶ τοῦ ἵππου πάσχοντος τὸ [[νόσημα]] νυμφίασιν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 23, 4.
|elnltext=κατηφέω [κατηφής] moedeloos zijn, beschaamd zijn:. στῆ δὲ κατηφήσας hij stond er beteuterd bij Il. 22.293.
}}
{{elru
|elrutext='''κατηφέω:'''<br /><b class="num">1</b> [[быть подавленным]], [[пасть духом]], [[приуныть]] (ἐνὶ θυμῷ Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[печально опускать]] (τί δὴ κατηφεῖς [[ὄμμα]]; Eur.);<br /><b class="num">3</b> [[держать голову вниз]] (κατηφεῖ [[ἀεί]], ''[[sc.]]'' ὁ [[ἵππος]] Arst.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κατηφέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[κατηφής]], [[κατεβάζω]] τα μάτια από [[θλίψη]] ή [[ντροπή]], σε Όμηρ., Ευρ.
|lsmtext='''κατηφέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[κατηφής]], [[κατεβάζω]] τα μάτια από [[θλίψη]] ή [[ντροπή]], σε Όμηρ., Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατηφέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[быть подавленным]], [[пасть духом]], [[приуныть]] (ἐνὶ θυμῷ Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[печально опускать]] (τί δὴ κατηφεῖς [[ὄμμα]]; Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[держать голову вниз]] (κατηφεῖ [[ἀεί]], sc. ὁ [[ἵππος]] Arst.).
|lstext='''κατηφέω''': εἶμαι [[κατηφής]], καταιβάζω τὰ ὄμματα [[ἕνεκα]] θλίψεως ἢ αἰσχύνης, στῆ δὲ κατηφήσας Ἰλ. Χ. 293· ἀκάχοντο κατήφησάν τ’ ἐνὶ θυμῷ Ὀδ. ΙΙ. 342, πρβλ. Καλλ. Ἐπιγράμμ. 21, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 443, κτλ.· τί δὴ κατηφεῖς [[ὄμμα]]; Εὐρ. Μήδ. 1012· ἐπὶ ζῴων, ἐπὶ τοῦ ἵππου πάσχοντος τὸ [[νόσημα]] νυμφίασιν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 23, 4.
}}
{{elnl
|elnltext=κατηφέω [κατηφής] moedeloos zijn, beschaamd zijn:. στῆ δὲ κατηφήσας hij stond er beteuterd bij Il. 22.293.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to be [[downcast]], to be [[mute]] with [[horror]] or [[grief]], Hom., Eur. [from [[κατηφής]]
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to be [[downcast]], to be [[mute]] with [[horror]] or [[grief]], Hom., Eur. [from [[κατηφής]]
}}
}}

Latest revision as of 10:45, 20 December 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατηφέω Medium diacritics: κατηφέω Low diacritics: κατηφέω Capitals: ΚΑΤΗΦΕΩ
Transliteration A: katēphéō Transliteration B: katēpheō Transliteration C: katifeo Beta Code: kathfe/w

English (LSJ)

to be downcast, to be mute with horror or grief, στῆ δὲ κατηφήσας Il.22.293; ἀκάχοντο κατήφησάν τ' ἐνὶ θυμῷ Od.16.342, cf. Call.Epigr.22, A.R.2.443, etc.; τί δαὶ κατηφεῖς ὄμμα; E.Med. 1012; of animals, Arist.HA604b12; καὶ κατηφήσαι [ἂν] θεός and well might God grieve, J.BJ3.8.4 (v.l. οὓς κατέφησεν).

German (Pape)

[Seite 1401] niedergeschlagen, bestürzt, beschämt sein; στῆ δὲ κατηφήσας Il. 22, 292; μνηστῆρες δ' ἀκάχοντο κατήφησάν τ' ἐνὶ θυμῷ Od. 16, 342; τί δὴ κατηφεῖς ὄμμα; was schlägst du das Auge nieder? Eur. Med. 1008; sp. D., wie Csilim. 59 (VII, 517); Arist. H. A. 8, 29 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

κατηφῶ :
être triste, honteux, confus.
Étymologie: κατηφής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατηφέω [κατηφής] moedeloos zijn, beschaamd zijn:. στῆ δὲ κατηφήσας hij stond er beteuterd bij Il. 22.293.

Russian (Dvoretsky)

κατηφέω:
1 быть подавленным, пасть духом, приуныть (ἐνὶ θυμῷ Hom.);
2 печально опускать (τί δὴ κατηφεῖς ὄμμα; Eur.);
3 держать голову вниз (κατηφεῖ ἀεί, sc.ἵππος Arst.).

English (Autenrieth)

aor. κατήφησαν, part. -φήσᾶς: be humiliated, confounded, Od. 16.342, Il. 22.293.

Greek Monotonic

κατηφέω: μέλ. -ήσω, είμαι κατηφής, κατεβάζω τα μάτια από θλίψη ή ντροπή, σε Όμηρ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κατηφέω: εἶμαι κατηφής, καταιβάζω τὰ ὄμματα ἕνεκα θλίψεως ἢ αἰσχύνης, στῆ δὲ κατηφήσας Ἰλ. Χ. 293· ἀκάχοντο κατήφησάν τ’ ἐνὶ θυμῷ Ὀδ. ΙΙ. 342, πρβλ. Καλλ. Ἐπιγράμμ. 21, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 443, κτλ.· τί δὴ κατηφεῖς ὄμμα; Εὐρ. Μήδ. 1012· ἐπὶ ζῴων, ἐπὶ τοῦ ἵππου πάσχοντος τὸ νόσημα νυμφίασιν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 23, 4.

Middle Liddell

fut. ήσω
to be downcast, to be mute with horror or grief, Hom., Eur. [from κατηφής