ὑπορρέω: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
(12)
 
(6_13a)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=u(porre/w
|Beta Code=u(porre/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">flow under</b> or <b class="b2">beneath</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mir.</span>843a21</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Crass.</span>4</span>, <span class="bibl">2.949d</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">infiltrate</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Loc.Hom.</span>29</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> metaph., </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">1</span> <b class="b2">slip</b> or <b class="b2">glide into unperceived</b>, παρανομία ἠρέμα ὑπορρεῖ πρὸς τὰ ἤθη <span class="bibl">Pl. <span class="title">R.</span>424d</span>; λόγος τις ἅμα καὶ φήμη ὑ. πως <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>672b</span>; ἁμαρτία κατὰ υικρὸν -ρέουσα <span class="bibl">D.19.228</span>: c. dat., τἄδικον πολλαῖς ὑπερρύηκε <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span> 497.5</span>: c. acc., τὴν ψυχὴν ὑ. δυσχέρειαι Plu.2.437d: hence, <b class="b2">undermine</b>, <b class="b3">ὑπὸ [τοῦ Φαβίου] ὑπορρέοντος ἀψοφητὶ καὶ παρεμπίπτοντος ἐνδελεχῶς ὑπερειπόμενος καὶ δαπανώμενος ἐλάνθανε [ὁ Ἀννίβας</b>] <span class="bibl">Id.<span class="title">Fab.</span>19</span>; ὑπέρρει αὐτὸν τὸ νόσημα <span class="bibl">Parth.13.1</span>; τοὺς ἐν ἁπάσῃ καθεστάναι δοκοῦντας εὐδαιμονίᾳ πάντα ταῦτα . . ὑπέρρει <span class="bibl">D.20.49</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">slip away</b>, ἐρείσματα ἐκ μέσου ὑπορρέοντα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>793c</span>; <b class="b3">τό τοι καλὸν ἄνθος ὑ</b>. v.l. for [[ἀπο-]] in <span class="bibl">Theoc.7.121</span>; of the hair, <b class="b2">fall off</b>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Ep.Sat.</span>24</span>; of friends, <span class="bibl">Id.<span class="title">Vit.Auct.</span>27</span>: of Time, <b class="b2">slip away, glide on</b>, ὑπορρέοντος τοῦ χρόνου <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>1289</span>: of persons, <b class="b3">ὑ. εἴς τινα</b> <b class="b2">sink to the level of</b>... <span class="bibl">Plu.<span class="title">Nic.</span>1</span>; <b class="b3">ὑ. εἰς ἰδιωτισμόν</b> <b class="b2">fall</b> into... <span class="bibl">Epict.<span class="title">Ench.</span>33.6</span>.</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">flow under</b> or <b class="b2">beneath</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mir.</span>843a21</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Crass.</span>4</span>, <span class="bibl">2.949d</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">infiltrate</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Loc.Hom.</span>29</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> metaph., </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">1</span> <b class="b2">slip</b> or <b class="b2">glide into unperceived</b>, παρανομία ἠρέμα ὑπορρεῖ πρὸς τὰ ἤθη <span class="bibl">Pl. <span class="title">R.</span>424d</span>; λόγος τις ἅμα καὶ φήμη ὑ. πως <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>672b</span>; ἁμαρτία κατὰ υικρὸν -ρέουσα <span class="bibl">D.19.228</span>: c. dat., τἄδικον πολλαῖς ὑπερρύηκε <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span> 497.5</span>: c. acc., τὴν ψυχὴν ὑ. δυσχέρειαι Plu.2.437d: hence, <b class="b2">undermine</b>, <b class="b3">ὑπὸ [τοῦ Φαβίου] ὑπορρέοντος ἀψοφητὶ καὶ παρεμπίπτοντος ἐνδελεχῶς ὑπερειπόμενος καὶ δαπανώμενος ἐλάνθανε [ὁ Ἀννίβας</b>] <span class="bibl">Id.<span class="title">Fab.</span>19</span>; ὑπέρρει αὐτὸν τὸ νόσημα <span class="bibl">Parth.13.1</span>; τοὺς ἐν ἁπάσῃ καθεστάναι δοκοῦντας εὐδαιμονίᾳ πάντα ταῦτα . . ὑπέρρει <span class="bibl">D.20.49</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">slip away</b>, ἐρείσματα ἐκ μέσου ὑπορρέοντα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>793c</span>; <b class="b3">τό τοι καλὸν ἄνθος ὑ</b>. v.l. for [[ἀπο-]] in <span class="bibl">Theoc.7.121</span>; of the hair, <b class="b2">fall off</b>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Ep.Sat.</span>24</span>; of friends, <span class="bibl">Id.<span class="title">Vit.Auct.</span>27</span>: of Time, <b class="b2">slip away, glide on</b>, ὑπορρέοντος τοῦ χρόνου <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>1289</span>: of persons, <b class="b3">ὑ. εἴς τινα</b> <b class="b2">sink to the level of</b>... <span class="bibl">Plu.<span class="title">Nic.</span>1</span>; <b class="b3">ὑ. εἰς ἰδιωτισμόν</b> <b class="b2">fall</b> into... <span class="bibl">Epict.<span class="title">Ench.</span>33.6</span>.</span>
}}
{{ls
|lstext='''ὑπορρέω''': μέλλ. -ρυήσομαι, ῥέω [[ὑποκάτω]] ἢ [[κάτωθεν]], Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 130. 3, Πλουτ. Κράσσ. 4, πρβλ. 2. 949D. 2) [[ἐκρέω]] κατὰ μικρόν, ὁ αὐτ. ἐν Φαβ. 19. 3) [[συνέρχομαι]] κατὰ μικρὸν εἴς τινα τόπον, ἐπὶ προσώπων, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 27. ΙΙ. μεταφορ., 1) [[εἰσρέω]], [[εἰσέρχομαι]] [[ἀπαρατήρητος]], Λατ. subrepere [[παρανομία]] [[ἠρέμα]] ὑπορρεῖ πρὸς τὰ ἤθη Πλάτ. Πολ. 424D· [[λόγος]] τις ἅμα καὶ [[φήμη]] ὑπ. πως ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 672Β· ὑπ. [[ἁμαρτία]] Δημ. 412. 12 - [[μετὰ]] δοτ., τἄδικον πολλαῖς ὑπερρύηκε Εὐρ. Ἀποσπ. 499. 5· μετ’ αἰτ., δυσχέρειαι ὑπ. τὴν ψυχήν, Πλουτ. 2. 437D. 3) [[ὑποπίπτω]], ἐρείσματα ἐκ μέσου ὑπορρέοντα Πλάτ. Νόμ. 792C· τό τοι καλὸν [[ἄνθος]] ὑπ. Θεόκρ. 7. 121· [[οὕτως]] ἐπὶ τῶν τριχῶν, «παῖδας δὲ αὐτῶν τοὺς ὡραίους καὶ κομήτας... φαλακροὺς γίνεσθαι ὑπορρεούσης τῆς [[κόμης]]» ὁ αὐτ. ἐν Κρονικ. Ἐπιστ. 24· [[ἀπέρχομαι]] κατὰ μικρόν, «ἤδη μὲν ὑπορρέουσιν οἱ πολλοὶ καὶ ἐν ὀλίγοις ἡ [[πρᾶσις]] ἔσται», Λουκ. Βίων Πρᾶσις 27· - ἐπὶ χρόνου, [[παρέρχομαι]], ὑπορρέοντος τοῦ χρόνου Ἀριστοφ. Νεφ. 1289· - ἐπὶ προσώπων, [[καταφεύγω]] εἴς τινα, [[πολλαχοῦ]] δ’ ὑπορρέων εἰς τὸν Ξέναρχον Πλουτ. Νικ. 1· ὑπ. εἰς ἰδιωτισμόν, [[καταπίπτω]] εἰς..., Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 33. 6. ΙΙΙ. ἐν Δημ. 472. 2, τοὺς ἐν ἁπάσῃ καθεστάναι δοκοῦντας εὐδαιμονίᾳ πάντα [[ταῦτα]]... ὑπορρεῖ, ὁ Wolf καὶ ὁ Schäf. λαμβάνουσι τὸ [[ῥῆμα]] μεταβατικῶς, πάντα [[ταῦτα]] ὑποσκάπτουσιν, ὑπονομεύουσιν αὐτούς· ἀλλὰ πιθανῶς ὑπάρχει ἀνακόλουθον, καθ’ ὃ τὸ ὑπορρεῖ ἐτέθη ἀντὶ ῥήματός τινος μεταβατικοῦ.
}}
}}

Revision as of 09:36, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπορρέω Medium diacritics: ὑπορρέω Low diacritics: υπορρέω Capitals: ΥΠΟΡΡΕΩ
Transliteration A: hyporréō Transliteration B: hyporreō Transliteration C: yporreo Beta Code: u(porre/w

English (LSJ)

   A flow under or beneath, Arist.Mir.843a21, Plu.Crass.4, 2.949d.    2 infiltrate, Hp.Loc.Hom.29.    II metaph.,    1 slip or glide into unperceived, παρανομία ἠρέμα ὑπορρεῖ πρὸς τὰ ἤθη Pl. R.424d; λόγος τις ἅμα καὶ φήμη ὑ. πως Id.Lg.672b; ἁμαρτία κατὰ υικρὸν -ρέουσα D.19.228: c. dat., τἄδικον πολλαῖς ὑπερρύηκε E.Fr. 497.5: c. acc., τὴν ψυχὴν ὑ. δυσχέρειαι Plu.2.437d: hence, undermine, ὑπὸ [τοῦ Φαβίου] ὑπορρέοντος ἀψοφητὶ καὶ παρεμπίπτοντος ἐνδελεχῶς ὑπερειπόμενος καὶ δαπανώμενος ἐλάνθανε [ὁ Ἀννίβας] Id.Fab.19; ὑπέρρει αὐτὸν τὸ νόσημα Parth.13.1; τοὺς ἐν ἁπάσῃ καθεστάναι δοκοῦντας εὐδαιμονίᾳ πάντα ταῦτα . . ὑπέρρει D.20.49.    2 slip away, ἐρείσματα ἐκ μέσου ὑπορρέοντα Pl.Lg.793c; τό τοι καλὸν ἄνθος ὑ. v.l. for ἀπο- in Theoc.7.121; of the hair, fall off, Luc.Ep.Sat.24; of friends, Id.Vit.Auct.27: of Time, slip away, glide on, ὑπορρέοντος τοῦ χρόνου Ar.Nu.1289: of persons, ὑ. εἴς τινα sink to the level of... Plu.Nic.1; ὑ. εἰς ἰδιωτισμόν fall into... Epict.Ench.33.6.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπορρέω: μέλλ. -ρυήσομαι, ῥέω ὑποκάτωκάτωθεν, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 130. 3, Πλουτ. Κράσσ. 4, πρβλ. 2. 949D. 2) ἐκρέω κατὰ μικρόν, ὁ αὐτ. ἐν Φαβ. 19. 3) συνέρχομαι κατὰ μικρὸν εἴς τινα τόπον, ἐπὶ προσώπων, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 27. ΙΙ. μεταφορ., 1) εἰσρέω, εἰσέρχομαι ἀπαρατήρητος, Λατ. subrepere παρανομία ἠρέμα ὑπορρεῖ πρὸς τὰ ἤθη Πλάτ. Πολ. 424D· λόγος τις ἅμα καὶ φήμη ὑπ. πως ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 672Β· ὑπ. ἁμαρτία Δημ. 412. 12 - μετὰ δοτ., τἄδικον πολλαῖς ὑπερρύηκε Εὐρ. Ἀποσπ. 499. 5· μετ’ αἰτ., δυσχέρειαι ὑπ. τὴν ψυχήν, Πλουτ. 2. 437D. 3) ὑποπίπτω, ἐρείσματα ἐκ μέσου ὑπορρέοντα Πλάτ. Νόμ. 792C· τό τοι καλὸν ἄνθος ὑπ. Θεόκρ. 7. 121· οὕτως ἐπὶ τῶν τριχῶν, «παῖδας δὲ αὐτῶν τοὺς ὡραίους καὶ κομήτας... φαλακροὺς γίνεσθαι ὑπορρεούσης τῆς κόμης» ὁ αὐτ. ἐν Κρονικ. Ἐπιστ. 24· ἀπέρχομαι κατὰ μικρόν, «ἤδη μὲν ὑπορρέουσιν οἱ πολλοὶ καὶ ἐν ὀλίγοις ἡ πρᾶσις ἔσται», Λουκ. Βίων Πρᾶσις 27· - ἐπὶ χρόνου, παρέρχομαι, ὑπορρέοντος τοῦ χρόνου Ἀριστοφ. Νεφ. 1289· - ἐπὶ προσώπων, καταφεύγω εἴς τινα, πολλαχοῦ δ’ ὑπορρέων εἰς τὸν Ξέναρχον Πλουτ. Νικ. 1· ὑπ. εἰς ἰδιωτισμόν, καταπίπτω εἰς..., Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 33. 6. ΙΙΙ. ἐν Δημ. 472. 2, τοὺς ἐν ἁπάσῃ καθεστάναι δοκοῦντας εὐδαιμονίᾳ πάντα ταῦτα... ὑπορρεῖ, ὁ Wolf καὶ ὁ Schäf. λαμβάνουσι τὸ ῥῆμα μεταβατικῶς, πάντα ταῦτα ὑποσκάπτουσιν, ὑπονομεύουσιν αὐτούς· ἀλλὰ πιθανῶς ὑπάρχει ἀνακόλουθον, καθ’ ὃ τὸ ὑπορρεῖ ἐτέθη ἀντὶ ῥήματός τινος μεταβατικοῦ.