Ἀπόλλων: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(3)
 
(6_14)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=*)apo/llwn
|Beta Code=*)apo/llwn
|Definition=ὁ, <span class="title">Apollo</span>: gen. ωνος (also ω <span class="title">An.Ox.</span>3.222): acc. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> Ἀπόλλω <span class="title">IG</span>1.9, al., <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>214</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>1091</span>, <span class="bibl"><span class="title">Tr.</span>209</span> (lyr.) (mostly in adjurations, <b class="b3">νὴτὸν Ἀπόλλω</b>, etc.), Ἀπόλλωνα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>624a</span>, freq. later, <span class="bibl">Agatharch.7</span>, etc.: voc. Ἄπολλον <span class="bibl">Alc.1</span>, <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>159</span>(lyr.), <span class="bibl">Cratin.186</span>, etc.; Ἀπόλλων <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>559</span>; cf. <b class="b3">Ἀπέλλων, Ἄπλουν</b>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Pythag. name of a number, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>2.36</span>.</span>
|Definition=ὁ, <span class="title">Apollo</span>: gen. ωνος (also ω <span class="title">An.Ox.</span>3.222): acc. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> Ἀπόλλω <span class="title">IG</span>1.9, al., <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>214</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>1091</span>, <span class="bibl"><span class="title">Tr.</span>209</span> (lyr.) (mostly in adjurations, <b class="b3">νὴτὸν Ἀπόλλω</b>, etc.), Ἀπόλλωνα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>624a</span>, freq. later, <span class="bibl">Agatharch.7</span>, etc.: voc. Ἄπολλον <span class="bibl">Alc.1</span>, <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>159</span>(lyr.), <span class="bibl">Cratin.186</span>, etc.; Ἀπόλλων <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>559</span>; cf. <b class="b3">Ἀπέλλων, Ἄπλουν</b>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Pythag. name of a number, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>2.36</span>.</span>
}}
{{ls
|lstext='''Ἀπόλλων''': ὁ, γεν. -ωνος, ἀλλὰ καὶ -ω ἐν Ἀν. Ὀξ. 3. 222: αἰτ. Ἀπόλλω Αἰσχύλ. Ἱκ. 214, Σοφ. Ο. Κ. 1091, Τρ. 209· (ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν ὅρκοις, νὴ τὸν Ἀπόλλω κτλ.) Ἀπόλλωνα Πλάτ. Νόμ. 624Α, καὶ [[συχν]]. παρὰ μεταγεν.: κλητ. Ἄπολλον Ἀλκαῖος 1, Αἰσχύλ. Θήβ. 159, Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 7, κτλ., [[Ἀπόλλων]] Αἰσχύλ. Χο. 559. [Ἡ πρώτη συλλαβὴ [[εἶναι]] βραχεῖα ἂν καὶ ἐν ταῖς τετρασυλλάβ. πτώσεσιν ὁ [[Ὅμηρος]] λαμβάνει αὐτὴν ὡς [[μακράν]], Ἰλ. Α. 14, 21, κ. ἀλλ.]. Ὁ [[Ἀπόλλων]] ἦν υἱὸς τοῦ Διὸς καὶ τῆς Λητοῦς, ἀδελφὸς δὲ τῆς Ἀρτέμιδος, γεννηθεὶς κατὰ μὲν τὴν Ἰλιάδα (Δ 101) ἐν Λυκίᾳ, κατὰ δὲ τοὺς Ὁμηρ. ὕμνους (Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 49 κἑξ.) καὶ μετεγεν. συγγραφ. ἐν Δήλῳ· ἀπεικονίζεται δὲ ἀεὶ νεαρὸς [[μετὰ]] κυμαινομένης [[κόμης]], Ὀδ. Τ. 86. Παρ’ Ὁμήρῳ [[εἶναι]] ὁ δοτὴρ τῆς μαντοσύνης (Ἰλ. Α. 72), παρέχει εἰς τοὺς ῥαψῳδοὺς γνῶσιν τοῦ παρελθόντος καὶ θεωρεῖται ὡς μουσηγέτης, Ἰλ. Α. 603, πρβλ. [[εὐλύρας]], χρυσολύρας, φορμικτής: [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] θεὸς τῆς τοξικῆς, ὄθεν καὶ καλεῖται [[ἀργυρότοξος]], [[κλυτότοξος]], [[ἕκατος]], [[ἑκατηβόλος]], κτλ.· πρὸς δὲ καὶ τῆς ἰατρικῆς, πρβλ. [[Παιάν]], [[ἰατρός]], [[ἰατρόμαντις]]. Ὁ [[αἰφνίδιος]] [[θάνατος]] τῶν ἀνδρῶν ἀπεδίδετο εἰς τὰ ἀγανὰ [[αὐτοῦ]] βέλεα, ὡς ὁ τῶν γυναικῶν εἰς τὴν Ἄρτεμιν· ἐν δὲ τῇ Ἰλ. Α. 50 κἑξ. τὰ βέλη [[αὐτοῦ]] παρίστανται ὡς προξενοῦντα φοβερὸν λοιμόν. Πρβλ. Φοῖβος, [[Σμινθεύς]], Λύκειος. Δὲν ἐταυτίσθη δὲ [[μετὰ]] τοῦ Ἡλίου, εἰ μὴ ἀργὰ μόνον, βεβαίως οὐχὶ πρὸ τῶν χρόνων τοῦ Αἰσχύλου. Λεπτομερὴς περιγραφὴ τῶν προσόντων τοῦ ἐνδόξου τούτου θεοῦ εὕρηται ἐν Πινδ. Π. 5. 85 κἑξ. Τὸ [[ὄνομα]] [[αὐτοῦ]] κατ’ Ἀρχίλ. 23 παράγεται ἐκ τοῦ [[ἀπόλλυμι]]. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1082, Εὐρ. 781, 11 κἑξ., ἀλλ΄ ἴδε Μυλλέρου π. Δωρ. 2. 6. § 6: - Ἴδε κατάλογον τῶν ὀνομάτων [[αὐτοῦ]] καὶ ἰδιοτήτων ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. τ. 4. Πίνακ. ΙΙΙ.
}}
}}

Revision as of 10:38, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἀπόλλων Medium diacritics: Ἀπόλλων Low diacritics: Απόλλων Capitals: ΑΠΟΛΛΩΝ
Transliteration A: Apóllōn Transliteration B: Apollōn Transliteration C: Apollon Beta Code: *)apo/llwn

English (LSJ)

ὁ, Apollo: gen. ωνος (also ω An.Ox.3.222): acc.

   A Ἀπόλλω IG1.9, al., A.Supp.214, S.OC1091, Tr.209 (lyr.) (mostly in adjurations, νὴτὸν Ἀπόλλω, etc.), Ἀπόλλωνα Pl.Lg.624a, freq. later, Agatharch.7, etc.: voc. Ἄπολλον Alc.1, A.Th.159(lyr.), Cratin.186, etc.; Ἀπόλλων A.Ch.559; cf. Ἀπέλλων, Ἄπλουν.    II Pythag. name of a number, Porph.Abst.2.36.

Greek (Liddell-Scott)

Ἀπόλλων: ὁ, γεν. -ωνος, ἀλλὰ καὶ -ω ἐν Ἀν. Ὀξ. 3. 222: αἰτ. Ἀπόλλω Αἰσχύλ. Ἱκ. 214, Σοφ. Ο. Κ. 1091, Τρ. 209· (ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν ὅρκοις, νὴ τὸν Ἀπόλλω κτλ.) Ἀπόλλωνα Πλάτ. Νόμ. 624Α, καὶ συχν. παρὰ μεταγεν.: κλητ. Ἄπολλον Ἀλκαῖος 1, Αἰσχύλ. Θήβ. 159, Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 7, κτλ., Ἀπόλλων Αἰσχύλ. Χο. 559. [Ἡ πρώτη συλλαβὴ εἶναι βραχεῖα ἂν καὶ ἐν ταῖς τετρασυλλάβ. πτώσεσιν ὁ Ὅμηρος λαμβάνει αὐτὴν ὡς μακράν, Ἰλ. Α. 14, 21, κ. ἀλλ.]. Ὁ Ἀπόλλων ἦν υἱὸς τοῦ Διὸς καὶ τῆς Λητοῦς, ἀδελφὸς δὲ τῆς Ἀρτέμιδος, γεννηθεὶς κατὰ μὲν τὴν Ἰλιάδα (Δ 101) ἐν Λυκίᾳ, κατὰ δὲ τοὺς Ὁμηρ. ὕμνους (Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 49 κἑξ.) καὶ μετεγεν. συγγραφ. ἐν Δήλῳ· ἀπεικονίζεται δὲ ἀεὶ νεαρὸς μετὰ κυμαινομένης κόμης, Ὀδ. Τ. 86. Παρ’ Ὁμήρῳ εἶναι ὁ δοτὴρ τῆς μαντοσύνης (Ἰλ. Α. 72), παρέχει εἰς τοὺς ῥαψῳδοὺς γνῶσιν τοῦ παρελθόντος καὶ θεωρεῖται ὡς μουσηγέτης, Ἰλ. Α. 603, πρβλ. εὐλύρας, χρυσολύρας, φορμικτής: εἶναι ὡσαύτως θεὸς τῆς τοξικῆς, ὄθεν καὶ καλεῖται ἀργυρότοξος, κλυτότοξος, ἕκατος, ἑκατηβόλος, κτλ.· πρὸς δὲ καὶ τῆς ἰατρικῆς, πρβλ. Παιάν, ἰατρός, ἰατρόμαντις. Ὁ αἰφνίδιος θάνατος τῶν ἀνδρῶν ἀπεδίδετο εἰς τὰ ἀγανὰ αὐτοῦ βέλεα, ὡς ὁ τῶν γυναικῶν εἰς τὴν Ἄρτεμιν· ἐν δὲ τῇ Ἰλ. Α. 50 κἑξ. τὰ βέλη αὐτοῦ παρίστανται ὡς προξενοῦντα φοβερὸν λοιμόν. Πρβλ. Φοῖβος, Σμινθεύς, Λύκειος. Δὲν ἐταυτίσθη δὲ μετὰ τοῦ Ἡλίου, εἰ μὴ ἀργὰ μόνον, βεβαίως οὐχὶ πρὸ τῶν χρόνων τοῦ Αἰσχύλου. Λεπτομερὴς περιγραφὴ τῶν προσόντων τοῦ ἐνδόξου τούτου θεοῦ εὕρηται ἐν Πινδ. Π. 5. 85 κἑξ. Τὸ ὄνομα αὐτοῦ κατ’ Ἀρχίλ. 23 παράγεται ἐκ τοῦ ἀπόλλυμι. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1082, Εὐρ. 781, 11 κἑξ., ἀλλ΄ ἴδε Μυλλέρου π. Δωρ. 2. 6. § 6: - Ἴδε κατάλογον τῶν ὀνομάτων αὐτοῦ καὶ ἰδιοτήτων ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. τ. 4. Πίνακ. ΙΙΙ.