ἐκκλέπτω: Difference between revisions
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
(13_6b) |
(6_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0763.png Seite 763]] heimlich daraus wegstehlen, wegführen; [[Ἑρμῆς]] ἐξέκλεψεν Ἄρηα, entführte ihn listig aus den Fesseln, Il. 5, 390; vgl. Aesch. Eum. 148 u. Xen. ἐξεκλάπησαν καὶ διεσώθησαν Hell. 5, 4, 12; σὲ [[ἐνθένδε]] Plat. Crit. 44 e; ἐκκλέπτουσι τοὺς ἀδικοῦντας οἱ κατήγοροι Lys. 20, 7; vgl. Dem. 24, 80; δραπέτην ἐκ δόμων πόδα, sich aus dem Hause wegschleichen, Eur. Or. 1499; τοὺς ὁμήρους ἐκ Λήμνου Thuc. 1, 115; τινὰ τῆς πόλεως Plut. Philop. 5, wie χθονός Eur. Hel. 741; αὐτὸν ἐξέκλεψα μὴ [[θανεῖν]] El. 540; – τὴν Φιλοκτήτου σε δεῖ ψυχὴν [[ὅπως]] λόγοισιν ἐκκλέψεις λέγων, betrügen, täuschen, Soph. Phil. 55, vgl. 956; μὴ ἐκκλέψῃς λόγον, verhehle nicht, Trach. 437; vgl. Plat. Rep. V, 449 c [[εἶδος]] ὅλον ἐκκλέπτειν τοῦ λόγου. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0763.png Seite 763]] heimlich daraus wegstehlen, wegführen; [[Ἑρμῆς]] ἐξέκλεψεν Ἄρηα, entführte ihn listig aus den Fesseln, Il. 5, 390; vgl. Aesch. Eum. 148 u. Xen. ἐξεκλάπησαν καὶ διεσώθησαν Hell. 5, 4, 12; σὲ [[ἐνθένδε]] Plat. Crit. 44 e; ἐκκλέπτουσι τοὺς ἀδικοῦντας οἱ κατήγοροι Lys. 20, 7; vgl. Dem. 24, 80; δραπέτην ἐκ δόμων πόδα, sich aus dem Hause wegschleichen, Eur. Or. 1499; τοὺς ὁμήρους ἐκ Λήμνου Thuc. 1, 115; τινὰ τῆς πόλεως Plut. Philop. 5, wie χθονός Eur. Hel. 741; αὐτὸν ἐξέκλεψα μὴ [[θανεῖν]] El. 540; – τὴν Φιλοκτήτου σε δεῖ ψυχὴν [[ὅπως]] λόγοισιν ἐκκλέψεις λέγων, betrügen, täuschen, Soph. Phil. 55, vgl. 956; μὴ ἐκκλέψῃς λόγον, verhehle nicht, Trach. 437; vgl. Plat. Rep. V, 449 c [[εἶδος]] ὅλον ἐκκλέπτειν τοῦ λόγου. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐκκλέπτω''': [[κλέπτω]] καὶ [[ἀπάγω]] κρυφίως, [[Ἑρμῆς]] ἐξέκλεψεν Ἄρηα Ἰλ. Ε. 390· [[οὕτως]] Ἡρόδ. 2. 115, Αἰσχύλ. Ἀγ. 662, Εὐμ. 153, κτλ.· τοὺς ὁμήρους ἐκκλ. ἐκ Λήμνου, δι. γραφ., Θουκ. 1. 115, πρβλ. Διοδ. 12. 27· ἐκ δόμων [[πόδα]] Εὐρ. Ὀρ. 1499· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., τήνδε... ἐκκλέψαι χθονὸς ὁ αὐτ. Ἑλ. 741· ἐκκλ. φόνου ὁ αὐτ. 286· [[ὡσαύτως]], ἐκκλ. μὴ θανεῖν [[αὐτόθι]] 540· ἐκκλ. τι τοῦ λόγου, ἀφαιρεῖν τι λαθραίως ἐκ τῆς διηγήσεως, Πλάτ. Πολ. 449C. ΙΙ. ἐκκλ. τινὰ λόγοις, ἐξαπατῶν, Σοφ. Φ. 55, πρβλ. 968· μὴ... ἐκκλέψῃς λόγον, μὴ ψευδῶς παραστήσῃς τὸ [[πρᾶγμα]], μὴ εἴπῃς [[ψεῦδος]], ὁ αὐτ. Τρ. 437. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:42, 5 August 2017
English (LSJ)
aor. 2 Pass. -εκλάπην X.HG5.4.12 :—
A steal and carry off, of persons, [Ἑρμῆς] ἐξέκλεψεν Ἄρηα he stole away Ares from his chains, Il.5.390, cf. Hdt.2.115 (s.v.l.), A.Ag.662,Eu.153, X.Ap. 23, Plu.Pyrrh.2 ; τοὺς ὁμήρους ἐ. ἐκ Λήμνου Th.1.115, cf. D.S.12.27 ; τοὺς ἀδικοῦντας οἱ κατήγοροι ἐκκλέπτουσιν Lys.20.7 ; ἐκ δόμων πόδα E. Or.1499 : c. gen., τήνδε..ἐκκλέψαι χθονός Id.Hel.741 ; ἐ. φόνου Id.El.286 ; ἐ. μὴ θανεῖν ib.540 ; ἐ. τι τοῦ λόγου to steal it from the story, Pl.R.449c :—Pass., ὑπὸ τῆς ἀμήτορος παρθένου ἐκκλαπεῖσα Jul.Mis. 352b. II ἐ. τινὰ λόγοις to deceive him, S.Ph.55, cf. 968 ; μὴ.. ἐκκλέψῃς λόγον disguise not the matter, speak not falsely, Id.Tr.437.
German (Pape)
[Seite 763] heimlich daraus wegstehlen, wegführen; Ἑρμῆς ἐξέκλεψεν Ἄρηα, entführte ihn listig aus den Fesseln, Il. 5, 390; vgl. Aesch. Eum. 148 u. Xen. ἐξεκλάπησαν καὶ διεσώθησαν Hell. 5, 4, 12; σὲ ἐνθένδε Plat. Crit. 44 e; ἐκκλέπτουσι τοὺς ἀδικοῦντας οἱ κατήγοροι Lys. 20, 7; vgl. Dem. 24, 80; δραπέτην ἐκ δόμων πόδα, sich aus dem Hause wegschleichen, Eur. Or. 1499; τοὺς ὁμήρους ἐκ Λήμνου Thuc. 1, 115; τινὰ τῆς πόλεως Plut. Philop. 5, wie χθονός Eur. Hel. 741; αὐτὸν ἐξέκλεψα μὴ θανεῖν El. 540; – τὴν Φιλοκτήτου σε δεῖ ψυχὴν ὅπως λόγοισιν ἐκκλέψεις λέγων, betrügen, täuschen, Soph. Phil. 55, vgl. 956; μὴ ἐκκλέψῃς λόγον, verhehle nicht, Trach. 437; vgl. Plat. Rep. V, 449 c εἶδος ὅλον ἐκκλέπτειν τοῦ λόγου.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκλέπτω: κλέπτω καὶ ἀπάγω κρυφίως, Ἑρμῆς ἐξέκλεψεν Ἄρηα Ἰλ. Ε. 390· οὕτως Ἡρόδ. 2. 115, Αἰσχύλ. Ἀγ. 662, Εὐμ. 153, κτλ.· τοὺς ὁμήρους ἐκκλ. ἐκ Λήμνου, δι. γραφ., Θουκ. 1. 115, πρβλ. Διοδ. 12. 27· ἐκ δόμων πόδα Εὐρ. Ὀρ. 1499· ὡσαύτως μετὰ γεν., τήνδε... ἐκκλέψαι χθονὸς ὁ αὐτ. Ἑλ. 741· ἐκκλ. φόνου ὁ αὐτ. 286· ὡσαύτως, ἐκκλ. μὴ θανεῖν αὐτόθι 540· ἐκκλ. τι τοῦ λόγου, ἀφαιρεῖν τι λαθραίως ἐκ τῆς διηγήσεως, Πλάτ. Πολ. 449C. ΙΙ. ἐκκλ. τινὰ λόγοις, ἐξαπατῶν, Σοφ. Φ. 55, πρβλ. 968· μὴ... ἐκκλέψῃς λόγον, μὴ ψευδῶς παραστήσῃς τὸ πρᾶγμα, μὴ εἴπῃς ψεῦδος, ὁ αὐτ. Τρ. 437.