χρόνος: Difference between revisions
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
(13_7_3) |
(6_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1378.png Seite 1378]] ὁ, 1) die <b class="b2">Zeit</b>; Hom. u. Folgde; τῶν δὲ πεπραγμένων ἀποίητον οὐδ' ἂν [[χρόνος]] δύναιτο [[θέμεν]] Pind. Ol. 2, 20; [[χρόνος]] ἐφέρπων, ἐπαντέλλων, 6, 97. 7, 28; μέλλων 11, 7, u. öfter; Tragg., Ar. u. in Prosa; χρόνου περιιόντος Her. 4, 155, u. ä. oft; auch eine gewisse, bestimmte, längere od. kürzere Zeit (näher bestimmt gew. [[πολύς]] u. [[ὀλίγος]], auch [[συχνός]] u. [[βραχύς]]), eine Weile, Zeitdauer, μείνατ' ἐπὶ χρόνον Il. 2, 299, eine Zeit lang, auf eine Weile, vgl. Od. 14, 193; Hes. O. 755; Her. I, 116; οὐ [[μάλα]] πολλὸν ἐπὶ χρόνον Od. 12, 407, wie Her. χρόνον ἐπὶ μακρόν 1, 81; παῦρον, παυρίδιον ἐπὶ χρόνον, Hes., u. ä. auch Folgde; auch allein χρόνον, eine Weile, eine längere od. kürzere Zeit lang, wie der Zusammenhang ergiebt, Od. 4, 599. 6, 295. 9, 138, Her. 1, 175. 7, 223; οὐκ όλίγον χρόνον ἔσται [[φύλοπις]] Il. 19, 157; πολὺν χρόνον Od. 11, 161 u. Folgende; ἕνα χρόνον, in einem Augenblick, <b class="b2">auf ein</b> Mai, Od. 15, 511; τὸν ἀεὶ χρόνον, für alle Zeit, immerfort; θεσμὸν τὸν εἰς ἅπαντ' ἐγὼ [[θήσω]] χρόνον Aesch. Eum. 452, vgl. 542; εἰς τὸ [[πᾶν]] χρόνου 640; ἐς χρόνον, in Zukunft, hernach, Her. 3, 72. 9, 89; χρόνῳ, mit der Zeit, spät, endlich, Pind., Tragg., wie Aesch. χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν, Ag. 125; vgl. 781 Ch. 293; χρόνῳ γὰρ γνώσει Soph. O. C. 856; χρόνῳ πολλῷ φανείς, nach langer Zeit, Tr. 226; χρόνῳ βραχεῖ στραφέντες O. C. 1644, u. sonst; χρόνῳ ποτἐ, endlich einmal, Xen., Her. χρόνῳ κοτέ, 9, 62, wie Soph. Ant. 303; vgl. Pors. Eur. Med. 908; νῦν χρόνῳ, nun endlich; χρόνοις [[ὕστερον]], geraume Zeiten (vier Jahre) später, Lys. 3, 39; χρόνοις πολλοῖς [[ὕστερον]] Plut. Thes. 6; u. so oft im plur., [[ὅταν]] ἐξήκωσιν οἱ χρόνοι Plat. Legg. 850 b; [[ἐξῆλθον]] οἱ χρόνοι Dem. 20, 144; κατὰ χρόνους ταξάμενοι ἀποδοῦναι, in bestimmten Terminen, Thuc. 1, 117; ἐν χρόνῳ, vor Zeiten, ehemals, auch χρόνῳ allein; σὺν χρόνῳ, mit der Zeit, allmälig, wie ἀνὰ χρόνον, Her. 1, 173. 2, 151; τῷ χρόνῳ, Lob. Soph. Ai. 305; διὰ χρόνου, nach einer gewissen Zeit, nach einer Weile, Ar. Lys. 904 u. öfter; auch = nach langer Zeit, Xen. Mem. 4, 4,5; spät, διὰ μακροῦ χρόνου, Aesch. Pers. 727; διὰ πολλοῦ χρόνου, Her. 3, 27; Ar. Vesp. 1476; τοῦ λοιποῦ χρόνου Ran. 586; διὰ μακρῶν χρόνων γιγνομένη Plat. Tim. 22 d; χρόνου δεῖται, es bedarf der Zeit, d. i. es erfordert lange Zeit, Xen. Conv. 2, 4; χρόνου γενομένου, als einige Zeit verflossen war, D. Sic. 20, 109, wie ἐπειδὴ [[χρόνος]] ἐγένετο Lycurg. 21; ὁ [[ἄλλος]] [[χρόνος]] ist bei den Attikern stets die vergangene, ὁ λοιπὸς [[χρόνος]] die zukünftige Zeit, vgl. Wolf Dem. Lpt. p. 234; ὁ ἱκνούμενος [[χρόνος]], die kommende Zeit, die Zukunft, vgl. Bast ep. crit. p. 169. – 2)<b class="b2"> Lebenszeit</b>, Lebensdauer; [[χρόνος]] ἀνθρώπων Soph. Phil. 306; χρόνῳ [[παλαιός]] O. C. 112; [[τοσόσδε]] τῷ χρόνῳ, in so hohem Lebensalter, Aesch. Dial. 3, 3. – Bei Sp. das Jahr, s. Hemsterh. Ar. Plut. p. 178. 407 Valck. diatr. p. 135. – 3) übh. Aufenthalt, Verzögerung, Zeitverlust; χρόνους ἐμποιεῖν, Zeitverlust verursachen, Dem. 36, 2; τὸν χρόνον αἰτιώμενοι Luc. bis acc. 4; χρόνον ἔχει, es macht Weitläufigkeit, Umstände. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1378.png Seite 1378]] ὁ, 1) die <b class="b2">Zeit</b>; Hom. u. Folgde; τῶν δὲ πεπραγμένων ἀποίητον οὐδ' ἂν [[χρόνος]] δύναιτο [[θέμεν]] Pind. Ol. 2, 20; [[χρόνος]] ἐφέρπων, ἐπαντέλλων, 6, 97. 7, 28; μέλλων 11, 7, u. öfter; Tragg., Ar. u. in Prosa; χρόνου περιιόντος Her. 4, 155, u. ä. oft; auch eine gewisse, bestimmte, längere od. kürzere Zeit (näher bestimmt gew. [[πολύς]] u. [[ὀλίγος]], auch [[συχνός]] u. [[βραχύς]]), eine Weile, Zeitdauer, μείνατ' ἐπὶ χρόνον Il. 2, 299, eine Zeit lang, auf eine Weile, vgl. Od. 14, 193; Hes. O. 755; Her. I, 116; οὐ [[μάλα]] πολλὸν ἐπὶ χρόνον Od. 12, 407, wie Her. χρόνον ἐπὶ μακρόν 1, 81; παῦρον, παυρίδιον ἐπὶ χρόνον, Hes., u. ä. auch Folgde; auch allein χρόνον, eine Weile, eine längere od. kürzere Zeit lang, wie der Zusammenhang ergiebt, Od. 4, 599. 6, 295. 9, 138, Her. 1, 175. 7, 223; οὐκ όλίγον χρόνον ἔσται [[φύλοπις]] Il. 19, 157; πολὺν χρόνον Od. 11, 161 u. Folgende; ἕνα χρόνον, in einem Augenblick, <b class="b2">auf ein</b> Mai, Od. 15, 511; τὸν ἀεὶ χρόνον, für alle Zeit, immerfort; θεσμὸν τὸν εἰς ἅπαντ' ἐγὼ [[θήσω]] χρόνον Aesch. Eum. 452, vgl. 542; εἰς τὸ [[πᾶν]] χρόνου 640; ἐς χρόνον, in Zukunft, hernach, Her. 3, 72. 9, 89; χρόνῳ, mit der Zeit, spät, endlich, Pind., Tragg., wie Aesch. χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν, Ag. 125; vgl. 781 Ch. 293; χρόνῳ γὰρ γνώσει Soph. O. C. 856; χρόνῳ πολλῷ φανείς, nach langer Zeit, Tr. 226; χρόνῳ βραχεῖ στραφέντες O. C. 1644, u. sonst; χρόνῳ ποτἐ, endlich einmal, Xen., Her. χρόνῳ κοτέ, 9, 62, wie Soph. Ant. 303; vgl. Pors. Eur. Med. 908; νῦν χρόνῳ, nun endlich; χρόνοις [[ὕστερον]], geraume Zeiten (vier Jahre) später, Lys. 3, 39; χρόνοις πολλοῖς [[ὕστερον]] Plut. Thes. 6; u. so oft im plur., [[ὅταν]] ἐξήκωσιν οἱ χρόνοι Plat. Legg. 850 b; [[ἐξῆλθον]] οἱ χρόνοι Dem. 20, 144; κατὰ χρόνους ταξάμενοι ἀποδοῦναι, in bestimmten Terminen, Thuc. 1, 117; ἐν χρόνῳ, vor Zeiten, ehemals, auch χρόνῳ allein; σὺν χρόνῳ, mit der Zeit, allmälig, wie ἀνὰ χρόνον, Her. 1, 173. 2, 151; τῷ χρόνῳ, Lob. Soph. Ai. 305; διὰ χρόνου, nach einer gewissen Zeit, nach einer Weile, Ar. Lys. 904 u. öfter; auch = nach langer Zeit, Xen. Mem. 4, 4,5; spät, διὰ μακροῦ χρόνου, Aesch. Pers. 727; διὰ πολλοῦ χρόνου, Her. 3, 27; Ar. Vesp. 1476; τοῦ λοιποῦ χρόνου Ran. 586; διὰ μακρῶν χρόνων γιγνομένη Plat. Tim. 22 d; χρόνου δεῖται, es bedarf der Zeit, d. i. es erfordert lange Zeit, Xen. Conv. 2, 4; χρόνου γενομένου, als einige Zeit verflossen war, D. Sic. 20, 109, wie ἐπειδὴ [[χρόνος]] ἐγένετο Lycurg. 21; ὁ [[ἄλλος]] [[χρόνος]] ist bei den Attikern stets die vergangene, ὁ λοιπὸς [[χρόνος]] die zukünftige Zeit, vgl. Wolf Dem. Lpt. p. 234; ὁ ἱκνούμενος [[χρόνος]], die kommende Zeit, die Zukunft, vgl. Bast ep. crit. p. 169. – 2)<b class="b2"> Lebenszeit</b>, Lebensdauer; [[χρόνος]] ἀνθρώπων Soph. Phil. 306; χρόνῳ [[παλαιός]] O. C. 112; [[τοσόσδε]] τῷ χρόνῳ, in so hohem Lebensalter, Aesch. Dial. 3, 3. – Bei Sp. das Jahr, s. Hemsterh. Ar. Plut. p. 178. 407 Valck. diatr. p. 135. – 3) übh. Aufenthalt, Verzögerung, Zeitverlust; χρόνους ἐμποιεῖν, Zeitverlust verursachen, Dem. 36, 2; τὸν χρόνον αἰτιώμενοι Luc. bis acc. 4; χρόνον ἔχει, es macht Weitläufigkeit, Umstände. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χρόνος''': ὁ, [[Ὅμηρος]], κλπ.· διακρίνεται τοῦ καιρὸς, ἦν δὲ ὁ [[χρόνος]] οὖτος, ᾧ Ἀστεῖος μὲν ἦν ἄρχων Ἀθήνησιν, ὁ καιρὸς δὲ, ἐν ᾧ ἐπολεμεῖθ’ ὑμεῖς πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους τὸν [[ὕστερον]] πόλεμον Δημ. 1357. 2, πρβλ. Ἀμμών. 79· τῶν δὲ πεπραγμένων ἀποίητον οὐδ’ ἄν [[χρόνος]] δύναιτο [[θέμεν]] [[τέλος]] Πινδ. Ο. 2, 31· μυρίοις χρόνοις ὁ αὐτ. ἐν Ι. 4 (5). 36, Σοφ. Οἰδ. ἐν Κολ. 618· μικρὸς κἀναρίθμητος [[χρόνος]] ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 646· ὁ πᾶς [[χρόνος]]. Πινδ. Π. 1. 87· [[πρόπας]] χρ. Αὐσχύλ. Εὐμ. 898· εἰς τὸ πᾶν χρόνου [[αὐτόθι]] 670· ἀλλ’ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, τοῦ χρόνου τὸν πλεῖστον Θουκυδ. 1. 30, πρβλ. Ἰσοκρ. 197Α· τὸν πρῶτον τοῦ χρόνου Ξεν. Λακ. 1, 5· τὸν δι’ αἰῶνος χρόνον Αἰσχύλ. Ἀγ. 554· χρόνου δεῖται, χρειάζεται καιρὸν, θὰ χρειασθῇ πολὺς καιρὸς, Ξεν. Συμπ. 2, 4, κλπ. 2) ὡρισμένον χρονικὸν [[διάστημα]], [[περίοδος]] χρονικὴ, ἐποχὴ, [[δεκέτης]], [[τρίμηνος]] χρόν. Σοφ. Φιλ. 715, Τρ. 164· χρ. βίου, ἥβης Εὐρ. Ἄλκ. 670, Ἡλ. 20· γεγονότες πολὺν ἀριθμὸν χρόνου Αἰσχίνης 7. 36· - ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ χρονικῶν περιόδων, τοῖς χρόνοις ἀκριβῶς, [[μετὰ]] χρονολογικῆς ἀκριβείας, Θουκ. 1. 97 τοῖς χρόνοις, διὰ τῶν χρονολογιῶν, Ἰσοκρ. 228C· μακρῶν καὶ πολλῶν χρόνων Πλάτ. Νομ. 798Β· [[τεσσαράκοντα]] χρόνους ἐνιαυτῶν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 475. 6, πρβλ. 286. 3. 3) εἰδικαὶ φράσεις ἢ χρήσεις α) αἰτ., χρόνον ἐπί τινα χρόνον, μακρὸν ἢ βραχὺν, Ὀδ. Δ. 599, Ζ. 295, Ἡρόδ. 1. 175., 7. 223, κλπ.: οὕτω, πολύν χρόνον, ἐπὶ πολὺν καιρὸν, Ὀδ. Λ. 161· δηρὸν χρ. Ἰλ. Ξ. 206· οὐκ ὀλίγον χρ. Τ. 157· τοῦτον τὸν χρ. Ἡρόδ. 1. 75· τὸν ἀεὶ χρ., ἀείποτε, [[πάντοτε]], Εὐρ. Ὀρ. 207, κλπ.· οὐ πολὺς χρ. ἐξ οὗ .. Πλάτ. Πολ. 452C παλαιὸς ἀφ’ οὗ [[χρόνος]] Σοφ. Αἴ. 600 ([[σχεδόν]] ὡς Ἐπίρρ., = [[πάλαι]])· ἦν ποτέ τοι [[χρόνος]] ἐν ᾧ ἅμα πάντ’ ἐπεφύκει Λίνος παρὰ Διογέν. Λαέρτ. προοίμ. 4, Κριτίας 9, 1· ἕνα χρ. ἀμέσως, ἐν τῷ ἅμα, [[ἅπαξ]] διὰ παντὸς, Ἰλ. Ο. 514· - ἡ αἰτ. χρόνον [[πολλάκις]] παρελείπετο ἐν ταῖς φράσεσι, τὸν ἀεὶ, τὸν ἕμπροσθεν, τὸν [[ὕστερον]] Βι·. Σοφ. Ἠλ. 1075, Schäf. Bos ElI. ps. σελ. 546. β) γεν., χρόνου περιιόντος, ἐν ᾧ ὁ [[χρόνος]] παρήρχετο, Ἡρόδ. 4. 155· οὕτω. χρ. ἐπιγιγνομένου, διεξελθόντος, προβαίνοντος, κλπ., Ἡρόδ., καὶ Ἀττ.· χρόνου γενομένου, μετά τινα χρόνον, Διόδ. 20. 109 - ὀλίγου χρόνου, ἐντὸς ὀλίγου, [[ταχέως]], Ἡρόδ. 3. 134· πολλοῦ .. οὐχ ἐόρακά πω χρόνου Ἀριστοφ. Πλ. 98· οὕτω, οὐ μακροῦ χρ., τοῦ λοιποῦ χρ. Σοφ. Ἠλ. 478. 817· οὕτω, βαιοῦ κούχι μυρίου χρ. ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 397· ποίου χρόνου; Αἰσχύλ. Ἀγ. 278· πόσου χρ.; ἐπὶ πόσον χρόνον; Ἀριστοφ. Ἀχ. 83. γ) δοτ., χρόνῳ [[μετὰ]] χρόνον, [[μετὰ]] πάροδον χρόνου, ἐπὶ τέλους, ὡς τὸ διὰ χρόνου, Ἡρόδ. 1. 80, 176, κ. ἀλλ., καὶ [[συχν]]. παρὰ τοῖς Τραγ., ὡς Αἰσχύλ. Ἀγ. 126, 463, Χο. 651· [[ὡσαύτως]], χρόνῳ ποτὲ Ἡρόδ. 9. 62, καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττικ.· χρόνῳ χρόνοις [[ὕστερον]], πολὺ [[μετὰ]] [[ταῦτα]]; ἴδε [[ὕστερος]] IV. 2· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] τοῦ ἄρθρου, τῷ χρόνῳ Ἀριστοφ. Νεφ. 67, 1242· δότε τι τῷ χρόνῳ Ἀντιφῶν 139. 31. δ) χρ. [[τριμερής]], τὸ παρελθόν, τὸ παρόν, καὶ τὸ μέλλον Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 10. 197. ε) ὁ [[ἄλλος]] χρ., παρ’ Ἀττ. ἀείποτε ἐπὶ τοῦ παρελθόντος, καὶ ὁ λοιπὸς χρ., ἐπὶ τοῦ μέλλοντος Wolf εἰς Δημ. Λεπτ. σ. 234 οὕτω, χρ. ἐφέρπων, ἐπανατέλλων, μέλλων Πινδ. Ο. 6. 163., 8. 38, 10 (11), 9· [[ὡσαύτως]], ὁ ἱκνούμενος χρ. Bast Ep. Gr. σ. 169. 4) [[μετὰ]] προθέσεων,: - ἀνὰ χρόνον, παρερχομένου τοῦ χρόνου, μετά τινα καιρὸν, Ἡρόδ. 1. 173., 2. 151., 5. 27, κ. ἀλλ. β) ἀφ’ οὗ χρόνου, ἀφ’ ὅτου, Ξεν. Κυρ. Παιδ. 1. 2, 13. γ) διὰ χρόνου [[μετὰ]] παρέμπτωσιν χρονικοῦ τινος διαστήματος, μετά τινα διακοπὴν, μετά τι [[διάλειμμα]], Σοφ. Φιλ. 758, Ἀριστοφάν. Λυσ. 904, Πλ. 1055, Θουκ. 2. 94· διὰ πολλοῦ χρόνου Ἡρόδοτ. 3· 27, Ἀριστοφ. Σφ. 1476· διὰ μακρῶν χρόνων Πλάτ. Τίμ. 22D· ἀλλ’: ὁ [[χρόνος]] .. διὰ χρόνου προὔβαινέ μοι, σημαίνει, ὁ [[χρόνος]] δι’ ἐμὲ προέβαινεν ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν, Σοφ. Φιλ. 285. δ) ἐκ πολλοῦ χρόνου, ἀπὸ πολλοῦ, Ἡρόδ. 2. 58. ε) ἐν χρόνῳ, ὡς τὸ χρόνῳ, παρερχομένου τοῦ χρόνου μὲ τὸν καιρὸν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 870, Εὐμ. 1000· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πολὺν χρόνον, Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 228Α, 278Ι). ζ) ἐντὸς τοῦ χρόνου, ἐντὸς χρονικοῦ τινος διαστήματος, Ἡρόδ. 8. 104. η) ἐπὶ χρόνον, ἐπί τινα χρόνον, «διὰ κἄμποσον καιρὸν» Ἰλ. Β. 299, Ὀδ. Ξ. 193, Ἡρόδ. 1. 116· πολλὸν ἐπὶ χρ. Ὀδ. Μ. 407· χρόνον ἐπὶ μακρὸν Ἡρόδ. 1. 81· παῦρον ἢ παυρίδιον ἐπὶ χρ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 132, 324. θ) ἐς χρόνον, εἰς τὸ μέλλον, Ἡρόδ. 3. 72., 9. 29, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 484. ι) [[μέχρι]] τοῦ [[αὐτοῦ]] χρόνου Θουκ. 1. 13. κ) πρὸ τοῦ καθήκοντος χρόνου Αἰσχίν. 71. 29· οὕτω, τοῦ χρόνου [[πρόσθεν]] Σοφιστ. Ἀντιγ. 461. λ) σὺν χρόνῳ ὡς τὸ χρόνῳ ἢ διὰ χρόνου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1378, Εὐμ. 555.μ) ὑπὸ χρόνου, [[μετὰ]] παρέλευσιν χρόνου, Θουκ. 1. 21. ΙΙ. ἡ [[διάρκεια]] τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, [[ἡλικία]], [[χρόνος]] ἀνθρώπων Σοφ. Φιλ. 306· χρόνῳ παλαιὸς ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 112· χρόνῳ [[μείων]] [[αὐτόθι]] 375· [[τοσόσδε]] τῷ χρόνῳ, τόσον ἡλικιωμένος, Πλάτ. Ἀξίοχ. 365Β· χρόνῳ βραδὺς Σοφ. Οἰδ. Κολ. 875. ΙΙΙ. ἐποχὴ, [[μέρος]] τοῦ ἔτους, ὡς τὸ ὥρα· περιγράφειν τι τοῦ ἕτους χρόνῳ Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 12· παρὰ μεταγενεστέροις, [[μάλιστα]] βυζαντίνοις, ὡς καὶ ἐν τῇ συνηθείᾳ [[σήμερον]], [[ὡρισμένως]] = [[ἔτος]], ἴδε Μέγ. Ἐτυμολ. 254. 13, Valck. Diatr. σ. 135. IV. βραδύτης, [[ἀπώλεια]] χρόνου, [[ἀργοπορία]], οὐδ’ ἐποίησαν χρόνον οὐδένα Δημ. 392. 18· χρόνον δ’ αἱ νύκτες ἔχοντι Θεόκρ. 21. 25· χρόνους ἐμποιεῖν, παρεμβάλλειν ἀργοπορίας, Δημ. 651. 26. V. παρὰ τοῖς γραμμ., 1) ὁ [[χρόνος]] ῥήματος, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Θουκ. 12, 24, Α. Β. 638. 2) ὁ [[χρόνος]] ἢ ἡ [[ποσότης]] συλλαβῆς, Λογγῖν. 39. 4, Ἐτυμ. Μέγ. 409. 13, κλπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:47, 5 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A time, Hom. (v. infr.), etc.: dist. fr. καιρός, D.59.35, cf. Ammon.Diff.p.79 V.; τῶν δὲ πεπραγμένων ἀποίητον οὐδ' ἂν χ. δύναιτο θέμεν τέλος P.O.2.17; μυρίος χ. Id.I.5(4).28, S.OC618; μακρὸς κἀναρίθμητος χ. Id.Aj.646; ὁ πᾶς χ. Pi.P.1.46, cf. A.Eu.484; πρόπας χ. ib.898; ἐς τὸ πᾶν χρόνου ib.670; but in Prose, τοῦ χ. τὸν πλεῖστον Th.1.30, cf. Isoc.9.41; τὸν πρῶτον τοῦ χ. X.Lac.1.5; τὸν δι' αἰῶνος χ. A.Ag.554; χρόνου πολλοῦ δέονται take a long time, X. Smp.2.4, etc.; δότε τι τῷ χ. Antipho 5.86. b time in the abstract, ἀμερὴς χ. Timo 76; τριμερής S.E.M.10.197, cf. Plu.2.153b; defined by Zeno Stoic.1.26, Apollod. ib.3.260. 2 a definite time, period, δεκέτης, τρίμηνος, S.Ph.715 (lyr.), Tr.164; χ. βίου, ἥβης χ., E.Alc. 670, El.20; πολὺν ἀριθμὸν χρόνου γεγονότες Aeschin.1.49: pl., of points or periods of time, τοῖς χ. ἀκριβῶς with chronological accuracy, Th.1.97; τοῖς χ. by the dates, Isoc.11.36; μετενεγκόντα τοὺς χ. altering the dates, D.18.225; μακρῶν καὶ πολλῶν χρόνων Pl.Lg.798b; τεσσαράκοντα χρόνους ἐνιαυτῶν IG5(1).728.7 (Sparta), cf. 14.1747.3 (Rome); χρόνων μῆκος (dub., leg. χρόνου) Chor.35.51 p.403 F.-R. b date, term of payment due, Leg.Gort.1.10, al. c year, Ἑλληνικά 1.233 (Rhamnus, i B. C.), PLond.2.417.14 (iv A. D.), App.Anth.6.154.1 (leg. εἷς ἔτι), Ps.-Ptol.Centil.24, cf. EM 254.13. d equatorial degree, Ptol.Tetr.44, Paul.Al.A.2, al., Cat.Cod.Astr.5(1).240. 3 Special phrases: a acc., χρόνον for a while, for a long or short time, Od.4.599, 6.295, Hdt.1.175, 7.223, etc.; πολὺν χρόνον for a long time, Od.11.161; δηρὸν χ. Il.14.206; οὐκ ὀλίγον χ. 19.157; τοῦτον τὸν χ. Hdt.1.75; ἐς τὸν αἰὲν χ. for ever, E.Or.207 (lyr.); οὐ πολὺς χ. ἐξ οὗ . . Pl.R.452c; παλαιὸς ἀφ' οὗ χρόνος S.Aj.600 (lyr.); ἦν χρόνος ἐν ᾧ... or ὅτε... Linusap.D.L.Prooem.4, Critias 25.1 D.; ἕνα χ. once for all, Il.15.511. b gen., χρόνου περιιόντος as time came round, Hdt. 4.155; so χ. ἐπιγενομένου, διεξελθόντος, προβαίνοντος, Id.1.28, 2.52, 3.53; χρόνου γενομένου after a time, D.S.20.109; ὀλίγου χρόνου in a short time, Hdt.3.134; πολλοῦ . . οὐχ ἑόρακά πω χρόνου Ar. Pl.98; οὐ μακροῦ χ., τοῦ λοιποῦ χ., S.El.478 (lyr.), 817; βαιοῦ κοὐχὶ μυρίου χ. Id.OC397; ποίου χρόνου; A.Ag.278; πόσου χ.; after how long? Ar.Ach.83. c dat., χρόνῳ in process of time, Xenoph.18, Hdt.1.80, 176, al.: freq. in Trag., as A.Ag.126,463, Ch.650 (all lyr.); also χρόνῳ κοτέ Hdt.9.62; τῷ χ. ποτέ Ar.Nu.865; χρόνῳ, χρόνοις ὕστερον, long after, Th.1.8, Lys.3.39; οὐ χρόνῳ immediately, Ps.Democr.Alch.p.49B.: also c. Art., τῷ χ. Ar.Nu.66, 1242. d ὁ ἄλλος χ., in Att., of past time, D.20.16, ὁ λοιπὸς χ., of future, v. λοιπός 3; so χ. ἐφέρπων, ἐπαντέλλων, μέλλων, Pi.O.6.97, 8.28, 10(11).7; also κατὰ χ. ἱκνούμενον or κατὰ χ. <τὸν> ἱ. at a later (or the fitting) time, Ant.Lib.27.4 (cf. ἱκνέομαι 111.2). 4 with Preps.:—ἀνὰ χρόνον in course of time, after a time, Hdt.1.173, 2.151, 5.27, al. b ἀφ' οὗ χρόνου from such time as... X.Cyr.1.2.13. c διὰ χρόνου after a time, after an interval, S.Ph.758, Ar.Lys.904, Pl.1055, Th.2.94; διὰ χρόνου πολλοῦ Hdt.3.27; διὰ π. χ. Ar.V.1476; διὰ μακρῶν χρόνων Pl.Ti.22d: but χρόνος . . διὰ χρόνου προὔβαινέ μοι means one space of time after another, day after day, S.Ph.285. d ἐκ πολλοῦ τευ χ. a long time since, long ago, Hdt.2.58. e ἐν χρόνῳ, like χρόνῳ, in course of time, at length, A.Eu.1000 (lyr.); for a long time, Pl.Phdr.278d; ἐν πολλῷ χρόνῳ ib.228a; ἐν χρόνοισι perh. formerly, [Emp.]Sphaer.108 (leg. Κάρπιμος). f ἐντὸς χρόνου within a certain time, Hdt.8.104. g ἐπὶ χρόνον for a time, for a while, Il.2.299, Od.14.193, Hdt.1.116; πολλὸν ἐπὶ χ. Od.12.407; χρόνον ἐπὶ μακρόν Hdt.1.81; παυρίδιον or παῦρον ἐπὶ χ., Hes.Op.133, 326. h ἐς χρόνον hereafter, Hdt.3.72, 9.89. i μετὰ χρόνον after a time, Id.2.52, etc.; μέχρι τοῦ αὐτοῦ χ. up to the same time, Th.1.13. k πρὸ τοῦ καθήκοντος χ. Aeschin.3.126; so τοῦ χρόνου πρόσθεν S.Ant.461. l σὺν (ξὺν) χρόνῳ, like χρόνῳ or διὰ χρόνου, A.Ag.1378, Eu.555 (lyr.). m ὑπὸ χρόνου by lapse of time, Th. 1.21: but ὑπὸ αὐτὸν τὸν χ. about the same time, Hdt.7.165, cf. Th.1.100 (pl.). II lifetime, age, ὁ μακρὸς ἀνθρώπων χρόνος S.Ph. 306; χρόνῳ παλαιοί Id.OC112; χρόνῳ μείων ib.374; τοσόσδε τῷ χ. so far gone in years, Pl.Ax.365b; χρόνῳ βραδύς S.OC875. III season or portion of the year, περιγράψαι τοῦ ἔτους χρόνον X.Mem.1.4.12. IV delay, οὐδ' ἐποίησαν (fort. ἐνεποίησαν) χ. οὐδένα D.19.163; χρόνον δ' αἱ νύκτες ἔχοντι linger, Theoc.21.25; χρόνους ἐμποιεῖν to interpose delays, D.23.93. V Gramm., 1 tense of a verb, D.H.Th.24, A.D.Adv.123.17, D.T.638.3. 2 time or quantity of a syllable, Longin.39.4, A.D.Synt.130.4, al.: βραχὺς χ. a short syllable, ib.309.23; of the augment, ib.237.10. 3 in Rhythmic and Music, time, διαιρεῖται ὁ χ. ὑπὸ τῶν ῥυθμιζομένων Aristox.Rhyth.p.79 W., etc.; ὁ πρῶτος [χ.] time-unit, ibid., Aristid. Quint.1.14, etc.; χρόνος κενός ib.18: freq. in pl., λέξις εἰς χρόνους τεθεῖσα διαφέροντας Aristox.Rhyth.p.77 W., cf. Anon.Rhythm.Oxy. 9ii6; [μέτρα] προχωρεῖ ἕως λ χρόνων Aristid.Quint.1.23.
German (Pape)
[Seite 1378] ὁ, 1) die Zeit; Hom. u. Folgde; τῶν δὲ πεπραγμένων ἀποίητον οὐδ' ἂν χρόνος δύναιτο θέμεν Pind. Ol. 2, 20; χρόνος ἐφέρπων, ἐπαντέλλων, 6, 97. 7, 28; μέλλων 11, 7, u. öfter; Tragg., Ar. u. in Prosa; χρόνου περιιόντος Her. 4, 155, u. ä. oft; auch eine gewisse, bestimmte, längere od. kürzere Zeit (näher bestimmt gew. πολύς u. ὀλίγος, auch συχνός u. βραχύς), eine Weile, Zeitdauer, μείνατ' ἐπὶ χρόνον Il. 2, 299, eine Zeit lang, auf eine Weile, vgl. Od. 14, 193; Hes. O. 755; Her. I, 116; οὐ μάλα πολλὸν ἐπὶ χρόνον Od. 12, 407, wie Her. χρόνον ἐπὶ μακρόν 1, 81; παῦρον, παυρίδιον ἐπὶ χρόνον, Hes., u. ä. auch Folgde; auch allein χρόνον, eine Weile, eine längere od. kürzere Zeit lang, wie der Zusammenhang ergiebt, Od. 4, 599. 6, 295. 9, 138, Her. 1, 175. 7, 223; οὐκ όλίγον χρόνον ἔσται φύλοπις Il. 19, 157; πολὺν χρόνον Od. 11, 161 u. Folgende; ἕνα χρόνον, in einem Augenblick, auf ein Mai, Od. 15, 511; τὸν ἀεὶ χρόνον, für alle Zeit, immerfort; θεσμὸν τὸν εἰς ἅπαντ' ἐγὼ θήσω χρόνον Aesch. Eum. 452, vgl. 542; εἰς τὸ πᾶν χρόνου 640; ἐς χρόνον, in Zukunft, hernach, Her. 3, 72. 9, 89; χρόνῳ, mit der Zeit, spät, endlich, Pind., Tragg., wie Aesch. χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν, Ag. 125; vgl. 781 Ch. 293; χρόνῳ γὰρ γνώσει Soph. O. C. 856; χρόνῳ πολλῷ φανείς, nach langer Zeit, Tr. 226; χρόνῳ βραχεῖ στραφέντες O. C. 1644, u. sonst; χρόνῳ ποτἐ, endlich einmal, Xen., Her. χρόνῳ κοτέ, 9, 62, wie Soph. Ant. 303; vgl. Pors. Eur. Med. 908; νῦν χρόνῳ, nun endlich; χρόνοις ὕστερον, geraume Zeiten (vier Jahre) später, Lys. 3, 39; χρόνοις πολλοῖς ὕστερον Plut. Thes. 6; u. so oft im plur., ὅταν ἐξήκωσιν οἱ χρόνοι Plat. Legg. 850 b; ἐξῆλθον οἱ χρόνοι Dem. 20, 144; κατὰ χρόνους ταξάμενοι ἀποδοῦναι, in bestimmten Terminen, Thuc. 1, 117; ἐν χρόνῳ, vor Zeiten, ehemals, auch χρόνῳ allein; σὺν χρόνῳ, mit der Zeit, allmälig, wie ἀνὰ χρόνον, Her. 1, 173. 2, 151; τῷ χρόνῳ, Lob. Soph. Ai. 305; διὰ χρόνου, nach einer gewissen Zeit, nach einer Weile, Ar. Lys. 904 u. öfter; auch = nach langer Zeit, Xen. Mem. 4, 4,5; spät, διὰ μακροῦ χρόνου, Aesch. Pers. 727; διὰ πολλοῦ χρόνου, Her. 3, 27; Ar. Vesp. 1476; τοῦ λοιποῦ χρόνου Ran. 586; διὰ μακρῶν χρόνων γιγνομένη Plat. Tim. 22 d; χρόνου δεῖται, es bedarf der Zeit, d. i. es erfordert lange Zeit, Xen. Conv. 2, 4; χρόνου γενομένου, als einige Zeit verflossen war, D. Sic. 20, 109, wie ἐπειδὴ χρόνος ἐγένετο Lycurg. 21; ὁ ἄλλος χρόνος ist bei den Attikern stets die vergangene, ὁ λοιπὸς χρόνος die zukünftige Zeit, vgl. Wolf Dem. Lpt. p. 234; ὁ ἱκνούμενος χρόνος, die kommende Zeit, die Zukunft, vgl. Bast ep. crit. p. 169. – 2) Lebenszeit, Lebensdauer; χρόνος ἀνθρώπων Soph. Phil. 306; χρόνῳ παλαιός O. C. 112; τοσόσδε τῷ χρόνῳ, in so hohem Lebensalter, Aesch. Dial. 3, 3. – Bei Sp. das Jahr, s. Hemsterh. Ar. Plut. p. 178. 407 Valck. diatr. p. 135. – 3) übh. Aufenthalt, Verzögerung, Zeitverlust; χρόνους ἐμποιεῖν, Zeitverlust verursachen, Dem. 36, 2; τὸν χρόνον αἰτιώμενοι Luc. bis acc. 4; χρόνον ἔχει, es macht Weitläufigkeit, Umstände.
Greek (Liddell-Scott)
χρόνος: ὁ, Ὅμηρος, κλπ.· διακρίνεται τοῦ καιρὸς, ἦν δὲ ὁ χρόνος οὖτος, ᾧ Ἀστεῖος μὲν ἦν ἄρχων Ἀθήνησιν, ὁ καιρὸς δὲ, ἐν ᾧ ἐπολεμεῖθ’ ὑμεῖς πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους τὸν ὕστερον πόλεμον Δημ. 1357. 2, πρβλ. Ἀμμών. 79· τῶν δὲ πεπραγμένων ἀποίητον οὐδ’ ἄν χρόνος δύναιτο θέμεν τέλος Πινδ. Ο. 2, 31· μυρίοις χρόνοις ὁ αὐτ. ἐν Ι. 4 (5). 36, Σοφ. Οἰδ. ἐν Κολ. 618· μικρὸς κἀναρίθμητος χρόνος ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 646· ὁ πᾶς χρόνος. Πινδ. Π. 1. 87· πρόπας χρ. Αὐσχύλ. Εὐμ. 898· εἰς τὸ πᾶν χρόνου αὐτόθι 670· ἀλλ’ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, τοῦ χρόνου τὸν πλεῖστον Θουκυδ. 1. 30, πρβλ. Ἰσοκρ. 197Α· τὸν πρῶτον τοῦ χρόνου Ξεν. Λακ. 1, 5· τὸν δι’ αἰῶνος χρόνον Αἰσχύλ. Ἀγ. 554· χρόνου δεῖται, χρειάζεται καιρὸν, θὰ χρειασθῇ πολὺς καιρὸς, Ξεν. Συμπ. 2, 4, κλπ. 2) ὡρισμένον χρονικὸν διάστημα, περίοδος χρονικὴ, ἐποχὴ, δεκέτης, τρίμηνος χρόν. Σοφ. Φιλ. 715, Τρ. 164· χρ. βίου, ἥβης Εὐρ. Ἄλκ. 670, Ἡλ. 20· γεγονότες πολὺν ἀριθμὸν χρόνου Αἰσχίνης 7. 36· - ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ χρονικῶν περιόδων, τοῖς χρόνοις ἀκριβῶς, μετὰ χρονολογικῆς ἀκριβείας, Θουκ. 1. 97 τοῖς χρόνοις, διὰ τῶν χρονολογιῶν, Ἰσοκρ. 228C· μακρῶν καὶ πολλῶν χρόνων Πλάτ. Νομ. 798Β· τεσσαράκοντα χρόνους ἐνιαυτῶν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 475. 6, πρβλ. 286. 3. 3) εἰδικαὶ φράσεις ἢ χρήσεις α) αἰτ., χρόνον ἐπί τινα χρόνον, μακρὸν ἢ βραχὺν, Ὀδ. Δ. 599, Ζ. 295, Ἡρόδ. 1. 175., 7. 223, κλπ.: οὕτω, πολύν χρόνον, ἐπὶ πολὺν καιρὸν, Ὀδ. Λ. 161· δηρὸν χρ. Ἰλ. Ξ. 206· οὐκ ὀλίγον χρ. Τ. 157· τοῦτον τὸν χρ. Ἡρόδ. 1. 75· τὸν ἀεὶ χρ., ἀείποτε, πάντοτε, Εὐρ. Ὀρ. 207, κλπ.· οὐ πολὺς χρ. ἐξ οὗ .. Πλάτ. Πολ. 452C παλαιὸς ἀφ’ οὗ χρόνος Σοφ. Αἴ. 600 (σχεδόν ὡς Ἐπίρρ., = πάλαι)· ἦν ποτέ τοι χρόνος ἐν ᾧ ἅμα πάντ’ ἐπεφύκει Λίνος παρὰ Διογέν. Λαέρτ. προοίμ. 4, Κριτίας 9, 1· ἕνα χρ. ἀμέσως, ἐν τῷ ἅμα, ἅπαξ διὰ παντὸς, Ἰλ. Ο. 514· - ἡ αἰτ. χρόνον πολλάκις παρελείπετο ἐν ταῖς φράσεσι, τὸν ἀεὶ, τὸν ἕμπροσθεν, τὸν ὕστερον Βι·. Σοφ. Ἠλ. 1075, Schäf. Bos ElI. ps. σελ. 546. β) γεν., χρόνου περιιόντος, ἐν ᾧ ὁ χρόνος παρήρχετο, Ἡρόδ. 4. 155· οὕτω. χρ. ἐπιγιγνομένου, διεξελθόντος, προβαίνοντος, κλπ., Ἡρόδ., καὶ Ἀττ.· χρόνου γενομένου, μετά τινα χρόνον, Διόδ. 20. 109 - ὀλίγου χρόνου, ἐντὸς ὀλίγου, ταχέως, Ἡρόδ. 3. 134· πολλοῦ .. οὐχ ἐόρακά πω χρόνου Ἀριστοφ. Πλ. 98· οὕτω, οὐ μακροῦ χρ., τοῦ λοιποῦ χρ. Σοφ. Ἠλ. 478. 817· οὕτω, βαιοῦ κούχι μυρίου χρ. ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 397· ποίου χρόνου; Αἰσχύλ. Ἀγ. 278· πόσου χρ.; ἐπὶ πόσον χρόνον; Ἀριστοφ. Ἀχ. 83. γ) δοτ., χρόνῳ μετὰ χρόνον, μετὰ πάροδον χρόνου, ἐπὶ τέλους, ὡς τὸ διὰ χρόνου, Ἡρόδ. 1. 80, 176, κ. ἀλλ., καὶ συχν. παρὰ τοῖς Τραγ., ὡς Αἰσχύλ. Ἀγ. 126, 463, Χο. 651· ὡσαύτως, χρόνῳ ποτὲ Ἡρόδ. 9. 62, καὶ συχν. παρ’ Ἀττικ.· χρόνῳ χρόνοις ὕστερον, πολὺ μετὰ ταῦτα; ἴδε ὕστερος IV. 2· ὡσαύτως μετὰ τοῦ ἄρθρου, τῷ χρόνῳ Ἀριστοφ. Νεφ. 67, 1242· δότε τι τῷ χρόνῳ Ἀντιφῶν 139. 31. δ) χρ. τριμερής, τὸ παρελθόν, τὸ παρόν, καὶ τὸ μέλλον Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 10. 197. ε) ὁ ἄλλος χρ., παρ’ Ἀττ. ἀείποτε ἐπὶ τοῦ παρελθόντος, καὶ ὁ λοιπὸς χρ., ἐπὶ τοῦ μέλλοντος Wolf εἰς Δημ. Λεπτ. σ. 234 οὕτω, χρ. ἐφέρπων, ἐπανατέλλων, μέλλων Πινδ. Ο. 6. 163., 8. 38, 10 (11), 9· ὡσαύτως, ὁ ἱκνούμενος χρ. Bast Ep. Gr. σ. 169. 4) μετὰ προθέσεων,: - ἀνὰ χρόνον, παρερχομένου τοῦ χρόνου, μετά τινα καιρὸν, Ἡρόδ. 1. 173., 2. 151., 5. 27, κ. ἀλλ. β) ἀφ’ οὗ χρόνου, ἀφ’ ὅτου, Ξεν. Κυρ. Παιδ. 1. 2, 13. γ) διὰ χρόνου μετὰ παρέμπτωσιν χρονικοῦ τινος διαστήματος, μετά τινα διακοπὴν, μετά τι διάλειμμα, Σοφ. Φιλ. 758, Ἀριστοφάν. Λυσ. 904, Πλ. 1055, Θουκ. 2. 94· διὰ πολλοῦ χρόνου Ἡρόδοτ. 3· 27, Ἀριστοφ. Σφ. 1476· διὰ μακρῶν χρόνων Πλάτ. Τίμ. 22D· ἀλλ’: ὁ χρόνος .. διὰ χρόνου προὔβαινέ μοι, σημαίνει, ὁ χρόνος δι’ ἐμὲ προέβαινεν ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν, Σοφ. Φιλ. 285. δ) ἐκ πολλοῦ χρόνου, ἀπὸ πολλοῦ, Ἡρόδ. 2. 58. ε) ἐν χρόνῳ, ὡς τὸ χρόνῳ, παρερχομένου τοῦ χρόνου μὲ τὸν καιρὸν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 870, Εὐμ. 1000· ὡσαύτως ἐπὶ πολὺν χρόνον, Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 228Α, 278Ι). ζ) ἐντὸς τοῦ χρόνου, ἐντὸς χρονικοῦ τινος διαστήματος, Ἡρόδ. 8. 104. η) ἐπὶ χρόνον, ἐπί τινα χρόνον, «διὰ κἄμποσον καιρὸν» Ἰλ. Β. 299, Ὀδ. Ξ. 193, Ἡρόδ. 1. 116· πολλὸν ἐπὶ χρ. Ὀδ. Μ. 407· χρόνον ἐπὶ μακρὸν Ἡρόδ. 1. 81· παῦρον ἢ παυρίδιον ἐπὶ χρ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 132, 324. θ) ἐς χρόνον, εἰς τὸ μέλλον, Ἡρόδ. 3. 72., 9. 29, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 484. ι) μέχρι τοῦ αὐτοῦ χρόνου Θουκ. 1. 13. κ) πρὸ τοῦ καθήκοντος χρόνου Αἰσχίν. 71. 29· οὕτω, τοῦ χρόνου πρόσθεν Σοφιστ. Ἀντιγ. 461. λ) σὺν χρόνῳ ὡς τὸ χρόνῳ ἢ διὰ χρόνου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1378, Εὐμ. 555.μ) ὑπὸ χρόνου, μετὰ παρέλευσιν χρόνου, Θουκ. 1. 21. ΙΙ. ἡ διάρκεια τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ἡλικία, χρόνος ἀνθρώπων Σοφ. Φιλ. 306· χρόνῳ παλαιὸς ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 112· χρόνῳ μείων αὐτόθι 375· τοσόσδε τῷ χρόνῳ, τόσον ἡλικιωμένος, Πλάτ. Ἀξίοχ. 365Β· χρόνῳ βραδὺς Σοφ. Οἰδ. Κολ. 875. ΙΙΙ. ἐποχὴ, μέρος τοῦ ἔτους, ὡς τὸ ὥρα· περιγράφειν τι τοῦ ἕτους χρόνῳ Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 12· παρὰ μεταγενεστέροις, μάλιστα βυζαντίνοις, ὡς καὶ ἐν τῇ συνηθείᾳ σήμερον, ὡρισμένως = ἔτος, ἴδε Μέγ. Ἐτυμολ. 254. 13, Valck. Diatr. σ. 135. IV. βραδύτης, ἀπώλεια χρόνου, ἀργοπορία, οὐδ’ ἐποίησαν χρόνον οὐδένα Δημ. 392. 18· χρόνον δ’ αἱ νύκτες ἔχοντι Θεόκρ. 21. 25· χρόνους ἐμποιεῖν, παρεμβάλλειν ἀργοπορίας, Δημ. 651. 26. V. παρὰ τοῖς γραμμ., 1) ὁ χρόνος ῥήματος, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Θουκ. 12, 24, Α. Β. 638. 2) ὁ χρόνος ἢ ἡ ποσότης συλλαβῆς, Λογγῖν. 39. 4, Ἐτυμ. Μέγ. 409. 13, κλπ.