ἐνδελέχεια: Difference between revisions

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
(13_4)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0832.png Seite 832]] ἡ (? vgl. [[ἐντελέχεια]]), Fortdauer, das Ununterbrochensein, Menand. bei Stob. flor. 29, 19; πέτρην κοιλαίνει [[ῥανίς]] Choeril., s. Nähe p. 169. [[ἐνδελεχέω]], fortdauern, ununterbrochen fortwähren, LXX.; Sp. auch [[ἐνδελεχίζω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0832.png Seite 832]] ἡ (? vgl. [[ἐντελέχεια]]), Fortdauer, das Ununterbrochensein, Menand. bei Stob. flor. 29, 19; πέτρην κοιλαίνει [[ῥανίς]] Choeril., s. Nähe p. 169. [[ἐνδελεχέω]], fortdauern, ununterbrochen fortwähren, LXX.; Sp. auch [[ἐνδελεχίζω]].
}}
{{ls
|lstext='''ἐνδελέχεια''': ἡ, ἡ [[διάρκεια]], τὸ ἀέναον, τὸ ἀδιάλειπτον, Λατ. continuation, perennitas, πέτρην κοιλαίνει ῥανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ Χοιρίλ. σ. 169, [[ἔνθα]] ἴδε Näke· πάντα γὰρ ταῖς ἐνδελεχείαις καταπονεῖται πράγματα Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 191. Συχνάκ. συγχέεται πρὸς τὸ [[ἐντελέχεια]], ὃ ἴδε.
}}
}}

Revision as of 11:05, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδελέχεια Medium diacritics: ἐνδελέχεια Low diacritics: ενδελέχεια Capitals: ΕΝΔΕΛΕΧΕΙΑ
Transliteration A: endelécheia Transliteration B: endelecheia Transliteration C: endelecheia Beta Code: e)ndele/xeia

English (LSJ)

ἡ,

   A continuity, persistency, πέτρην κοιλαίνει ῥανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ Choeril.10; πάντα γὰρ ταῖς ἐνδελεχείαις καταπονεῖται πράγματα Men.744.--Freq. confused with ἐντελέχεια (q. v.).

German (Pape)

[Seite 832] ἡ (? vgl. ἐντελέχεια), Fortdauer, das Ununterbrochensein, Menand. bei Stob. flor. 29, 19; πέτρην κοιλαίνει ῥανίς Choeril., s. Nähe p. 169. ἐνδελεχέω, fortdauern, ununterbrochen fortwähren, LXX.; Sp. auch ἐνδελεχίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδελέχεια: ἡ, ἡ διάρκεια, τὸ ἀέναον, τὸ ἀδιάλειπτον, Λατ. continuation, perennitas, πέτρην κοιλαίνει ῥανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ Χοιρίλ. σ. 169, ἔνθα ἴδε Näke· πάντα γὰρ ταῖς ἐνδελεχείαις καταπονεῖται πράγματα Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 191. Συχνάκ. συγχέεται πρὸς τὸ ἐντελέχεια, ὃ ἴδε.