χείριος: Difference between revisions

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
(13_4)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1345.png Seite 1345]] = [[ὑποχείριος]], unter Händen, in der Gewalt; χειρίαν ἀφείς τινι Soph. Ai. 490; Eur. Andr. 412; χείριον [[λαβεῖν]] τινα, Einen in seine Gewalt bekommen, Cycl. 177 Andr. 629; χει ρία ἁλοῦσα Ion 1257.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1345.png Seite 1345]] = [[ὑποχείριος]], unter Händen, in der Gewalt; χειρίαν ἀφείς τινι Soph. Ai. 490; Eur. Andr. 412; χείριον [[λαβεῖν]] τινα, Einen in seine Gewalt bekommen, Cycl. 177 Andr. 629; χει ρία ἁλοῦσα Ion 1257.
}}
{{ls
|lstext='''χείριος''': -α, -ον, = [[ὑποχείριος]], ὁ ὑπὸ τὰς χεῖρας, ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν τινὸς ὑπάρχων, [[προλείπω]] βωμὸν ἥδε χειρία σφάζειν φονεύειν Εὐρ. Ἀνδρ. 412· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] ῥήματος, μή μ’ ἀξιώσῃς βάξιν ἀλγεινὴν λαβεῖν τῶν σῶν ὑπ’ ἐχθρῶν χειρίαν ἐφείς τινι, ἀφείς με αἰχμάλωτον εἰς τὴν ἐξουσίαν τινός, Σοφ. Αἴ. 495· χείριον λαβεῖν τινα, [[λαμβάνω]] τινὰ εἰς τὴν ἐξουσίαν μου, Εὐρ. Κύκλ. 177· χ. ἁλῶναι ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1257.
}}
}}

Revision as of 11:14, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χείριος Medium diacritics: χείριος Low diacritics: χείριος Capitals: ΧΕΙΡΙΟΣ
Transliteration A: cheírios Transliteration B: cheirios Transliteration C: cheirios Beta Code: xei/rios

English (LSJ)

α, ον,

   A = ὑποχείριος, in the hands, under control, E.Andr.411; mostly with a Verb, χειρίαν ἀφείς τινι having left me in the power of, captive to, another, S.Aj.495; ἐλάβετε . . Ἑλένην χειρίαν; did you get her into your power? E.Cyc.177; χ. ἁλοῦσα Id.Ion1257 (troch.).

German (Pape)

[Seite 1345] = ὑποχείριος, unter Händen, in der Gewalt; χειρίαν ἀφείς τινι Soph. Ai. 490; Eur. Andr. 412; χείριον λαβεῖν τινα, Einen in seine Gewalt bekommen, Cycl. 177 Andr. 629; χει ρία ἁλοῦσα Ion 1257.

Greek (Liddell-Scott)

χείριος: -α, -ον, = ὑποχείριος, ὁ ὑπὸ τὰς χεῖρας, ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν τινὸς ὑπάρχων, προλείπω βωμὸν ἥδε χειρία σφάζειν φονεύειν Εὐρ. Ἀνδρ. 412· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ ῥήματος, μή μ’ ἀξιώσῃς βάξιν ἀλγεινὴν λαβεῖν τῶν σῶν ὑπ’ ἐχθρῶν χειρίαν ἐφείς τινι, ἀφείς με αἰχμάλωτον εἰς τὴν ἐξουσίαν τινός, Σοφ. Αἴ. 495· χείριον λαβεῖν τινα, λαμβάνω τινὰ εἰς τὴν ἐξουσίαν μου, Εὐρ. Κύκλ. 177· χ. ἁλῶναι ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1257.