ἐνδέχομαι: Difference between revisions
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
(13_7_2) |
(6_12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0832.png Seite 832]] ion. [[ἐνδέκομαι]], an-, aufnehmen; auf sich nehmen, ταλαιπωρίας Her. 6, 11; αἰτίαν, durch das folgde [[καί]] φησιν αὐτὸς [[αἴτιος]] γεγενῆσθαι erkl., Dem. 19, 37; bes. annehmen, zulassen, genehmigen, λόγους τινός Her. 7, 236; ἀπόστασιν, sich zum Abfall verstehen, 3, 128; Ar. Equ. 632; τὰ ἀπὸ τῶν ἐναντίων [[καλῶς]] λεγόμενα Thuc. 3, 31; λογισμόν 4, 10; absolut, εἰ μὲν ἐνδέχεσθε καὶ βούλεσθέ μοι χρῆσθαι προθύμῳ Eur. Heracl. 549; ἐὰν ἡ [[φύσις]] ἐνδέχηται καὶ μὴ δυσχεραίνῃ Plat. Legg. VIII, 834 d; μεταβολήν Phaed. 78 d. Anhören, Eur. Andr. 1238. – Häufig imperf., es ist zulässig, geht an, ist möglich, vgl. Plut. de fat. 6; καθ' ὅσον u. εἰς ὅσον ἐνδέχεται, Plat. Phaedr. 271 c Rep. VI, 501 c; τοῖς φαύλοις ἐνδέχεται τὰ τυχόντα ποιεῖν, die Schlechten können thun, Isocr. 1, 48; αὐτῷ [[ἐλθεῖν]] Dem. 32, 25, vgl. 27, 12. 29, 50; οὐκ ἐνδέχεται ζῆν [[ἄνευ]] κακοῦ τινος τοῦτον Diphil. Ath. VI, 227 (v. 12). Oft bei Arist.; δοκεῖ ἐνδέχεσθαι Eth. Nic. 1, 5, 6; τὰ ἐνδεχόμενα [[ἄλλως]] ἔχειν, was auch anders sein kann, 6, 6; εἰς τὸ ἐνδεχόμενον, nach Möglichkeit, Hyperid. bei Stob. flor. 124, 36; Plut. educ. lib. 4; ἐκ τῶν ἐνδεχομένων Xen. Hem. 3, 9, 4; D. Sic. 1, 54; κατὰ τὸ ἐνδ. D. L.; ἐφ' ὅσον ἦν ἐνδεχόμενον D. Sic. 1, 93; – αἱ ἐνδεχόμεναι τιμωρίαι, die statthaften Strafen, Lycurg. 119; Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0832.png Seite 832]] ion. [[ἐνδέκομαι]], an-, aufnehmen; auf sich nehmen, ταλαιπωρίας Her. 6, 11; αἰτίαν, durch das folgde [[καί]] φησιν αὐτὸς [[αἴτιος]] γεγενῆσθαι erkl., Dem. 19, 37; bes. annehmen, zulassen, genehmigen, λόγους τινός Her. 7, 236; ἀπόστασιν, sich zum Abfall verstehen, 3, 128; Ar. Equ. 632; τὰ ἀπὸ τῶν ἐναντίων [[καλῶς]] λεγόμενα Thuc. 3, 31; λογισμόν 4, 10; absolut, εἰ μὲν ἐνδέχεσθε καὶ βούλεσθέ μοι χρῆσθαι προθύμῳ Eur. Heracl. 549; ἐὰν ἡ [[φύσις]] ἐνδέχηται καὶ μὴ δυσχεραίνῃ Plat. Legg. VIII, 834 d; μεταβολήν Phaed. 78 d. Anhören, Eur. Andr. 1238. – Häufig imperf., es ist zulässig, geht an, ist möglich, vgl. Plut. de fat. 6; καθ' ὅσον u. εἰς ὅσον ἐνδέχεται, Plat. Phaedr. 271 c Rep. VI, 501 c; τοῖς φαύλοις ἐνδέχεται τὰ τυχόντα ποιεῖν, die Schlechten können thun, Isocr. 1, 48; αὐτῷ [[ἐλθεῖν]] Dem. 32, 25, vgl. 27, 12. 29, 50; οὐκ ἐνδέχεται ζῆν [[ἄνευ]] κακοῦ τινος τοῦτον Diphil. Ath. VI, 227 (v. 12). Oft bei Arist.; δοκεῖ ἐνδέχεσθαι Eth. Nic. 1, 5, 6; τὰ ἐνδεχόμενα [[ἄλλως]] ἔχειν, was auch anders sein kann, 6, 6; εἰς τὸ ἐνδεχόμενον, nach Möglichkeit, Hyperid. bei Stob. flor. 124, 36; Plut. educ. lib. 4; ἐκ τῶν ἐνδεχομένων Xen. Hem. 3, 9, 4; D. Sic. 1, 54; κατὰ τὸ ἐνδ. D. L.; ἐφ' ὅσον ἦν ἐνδεχόμενον D. Sic. 1, 93; – αἱ ἐνδεχόμεναι τιμωρίαι, die statthaften Strafen, Lycurg. 119; Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐνδέχομαι''': Ἰων. - [[δέκομαι]]: μέλλ. -ξομαι: Ἀποθ. Ἀναδέχομαι, Λατ. suscipere, ἢν μὲν βούλησθε ταλαιπωρίας ἐνδέκεσθαι Ἡρόδ. 6. 11· τὴν αἰτίαν, διάφ. γραφ. ἐν Δημ. 352. 26. ΙΙ. δίδω ἀκρόασιν εἴς τι, [[παραδέχομαι]], [[ἀποδέχομαι]], ἐπιδοκιμάζω, Λατ. accipere, τὸν λόγον Ἡρόδ. 1. 60· τοὺς λόγους ὁ αὐτὸς 5. 92, ἐν ἀρχῇ, 96 κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 632, Θεσμ. 1129· τὰ λεγόμενα Θουκ. 3. 82· τὴν συμβουλίην Ἡρόδ. 7. 51· διαβολὰς ὁ αὐτὸς 3. 80· ἐνδ. ἀπόστασιν = τὸν περὶ ἀποστάσιος λόγον ὁ αὐτὸς 3. 128· [[οὕτως]], ἐνδ. τὴν τοῦ Ἀλκιβιάδου κάθοδον Θουκ. 8. 50. 2) παρ᾿ Ἡροδ. [[ὡσαύτως]] [[συχνάκις]], δίδω ἀκρόασιν εἴς τι, [[πιστεύω]], Λατ. accipere, τὸ πλεῖστον μετ᾿ ἀρν., [[ἀρχήν]]... οὐδὲ [[ἐνδέκομαι]] τὸν λόγον 5. 106· τοῦτο δὲ οὐκ ἐνδ. ἀρχὴν 4. 25, πρβλ. 3. 73., 237· μετ᾿ ἀπαρ., [[πιστεύω]] ὅτι..., οὐ γὰρ ἤγαγε ἐνδ. Ἠριδανόν τινα καλέεσθαι ποταμὸν 3. 115. 3) ἀπολ., δίδω ἀκρόασιν, [[προσέχω]], σὺ δ᾿ ἐνδέχου Εὐρ. Ἀνδρ. 1238, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 834D· [[περί]] τινος οὐδ᾿ ὁπωσοῦν [[ἐνδέχομαι]], ἀρνοῦμαι νὰ ἀκούσω ἔστω καὶ μίαν λέξιν περὶ [[αὐτοῦ]], Θουκ. 7. 49. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἐπιδέχομαι, [[ἐπιτρέπω]], Λατ. recipere, λογισμὸν ἐνδεχόμενα Θουκ. 4. 92· μεταβολήν, ἀλλοίωσιν ἐνδ. Πλάτ. Φαίδων 78D· καθ᾿ ὅσον [[φύσις]] ἐνδέχεται, quantum recipit humana conditio, ὁ αὐτὸς Τίμ. 69Α· πρβλ. Σοφ. 254C: - μετ᾿ ἀπαρ., τὸ ναυτικόν... οὐκ ἐνδέχεται ἐκ παρέργου μελετᾶσθαι, δὲν ἐπιδέχεται ἐξάσκησιν ἐκ τοῦ προχείρου, Θουκ. 1. 142, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 90C· ὅσων αἱ ἀρχαὶ μὴ ἐνδέχονται ἄλλως ἔχειν Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 6. 1, 5. 2) ἀπολ., εἶναί τι δυνατόν, ἐνδεχόμενον, ἃ πολλὰ ἐνδέχεται Θουκ. 4. 18· συχνὸν παρ᾿ Ἀριστ., περιλαμβάνων πάντας τοὺς βαθμοὺς τοῦ δυνατοῦ ἀπὸ τοῦ ἀναγκαίου [[μέχρι]] τοῦ [[ἁπλῶς]] ἢ [[μόλις]] δυνατοῦ, Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 3, 3., 1. 13, 2 κἑξ., πρβλ. Φυσ. 3. 4, 12, Πολιτικ. 1. 3, 10 κ. ἀλλ.: ἰδίως κατὰ μετοχ. ἐνδεχόμενος, η, ον, ἐκ τῶν ἐνδεχομένων, δι᾿ ὅλων τῶν δυνατῶν μέσων, Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 4· αἱ ἐνδ. τιμωρίαι Λυκοῦργ. 164. 38· εἰς τὸ ἐνδ., ὅσον [[εἶναι]] δυνατόν, Ὑπερείδ. παρὰ Στοβ. 618. 6 καὶ συχνὰ παρ᾿ Ἀριστ., διελθεῖν τάς ἐνδ. ἀπορίας Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 7, 7· τὸ ἐνδ. ἀληθὲς [[αὐτόθι]] 3. 5, 15· τῆς ἐνδ. εὐδαιμονίας ὁ αὐτὸς Πολιτικ. 7. 2, 17· ζωῆς τῆς ἐνδ. ἀρίστης [[αὐτόθι]] 7. 8. 4, κτλ.: - [[συχν]]. μετ᾿ ἀπαρ., τὰ ἐνδ. [[εἶναι]] καὶ μὴ [[εἶναι]] ὁ αὐτὸς π. Ζ. Γεν. 2. 1, 2· πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 8, 16· τὰ ἐνδ. ἄλλως ἔχειν ὁ αὐτὸς Ἠθ. Ν. 5. 7, 4., 6. 1, 6· τὰ μὴ ἐνδ. αὐτῷ πρᾶξαι [[αὐτόθι]] 6. 5, 3, κτλ. 3) ἐνδέχεται, ἀπροσ., [[εἶναι]] ἐνδεχόμενον, μετ᾿ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Θουκ. 1, 124, 140, κτλ.· [[εἴπερ]] ἐνεδέχετο (ἐνν. γράφειν) Δημ. 307. 4· καθ᾿ ὅσον ἐνδέχεται, Λατ. quantum fieri possit, Πλάτ. Φαῖδρ. 271C· εἰς ὅσον ἐνδ. ὁ αὐτὸς Πολ. 501C· ὅσα ἐνδ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 7, πρβλ. π. Z. Γεν. 2. 1, 5· μέχρις οὗ ἐνδέχεται ὁ αὐτὸς Ρητ. 1. 1, 14· ὡς ἐνδέχεται [[μάλιστα]] Πολύβ. 3. 49, 1: αἰτ. ἀπόλ., [[ὥσπερ]] ἐνδεχόμενον [[εἶναι]] = [[ὥσπερ]] εἰ ἐνδέχοιτο, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 1, 29· γεν. ἀπόλ., ἐνδεχομένου ἔχειν ὁ αὐτὸς π. Ζ. Μορ. 4. 6, 13· [[μετὰ]] δοτ. προσ., ἐπιτρέπεται, ὡς τὸ [[ἔξεστι]], Ξεν. Ἱέρ. 4. 9, Δημ. 859. 5. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:33, 5 August 2017
English (LSJ)
Ion. ἐν-δέκομαι, fut. -ξομαι,
A take upon oneself, ταλαιπωρίας Hdt.6.11. II accept, admit, approve, τὸν λόγον Id.1.60; τοὺς λόγους Id.5.92.a/, 96, al., Ar.Eq.632; τὰ λεγόμενα Th.3.82; τὴν συμβουλίην Hdt.7.51; διαβολάς Id.3.80; ἀπόστασιν, = τὸν περὶ ἀποστάσιος λόγον, ib.128; so ἐ. [τὴν τοῦ Ἀλκιβιάδου κάθοδον] Th.8.50. 2 in Hdt. freq. give ear to, believe, mostly with a neg., ἀρχὴν . . οὐδὲ ἐ. τὸν λόγον 5.106; τοῦτο δὲ οὐκ ἐ. ὰρχήν 4.25, cf. 3.73, 7.237: c. inf., believe that... οὐ γὰρ ἔγωγε ἐ. Ἠριδανόν τινα καλέεσθαι ποταμόν 3.115. 3 abs., give ear, attend, σὺ δ' ἐνδέχου E.Andr.1238, cf. Pl.Cra.428b; περί τινος οὐδ' ὁπωσοῦν ἐ. refuse to hear a word about it, Th.7.49. III of things, admit, allow of, τὸ προμηθὲς λογισμὸν οὐκ ἐνδέχεται περί τινος Id.4.92; μεταβολήν, ἀλλοίωσιν ἐ., Pl.Phd.78d; καθ' ὅσον φύσις ἐνδέχεται, quantum recipit humana condicio, Id.Ti.69a, cf. Sph.254c: c. inf., τὸ ναυτικὸν . . οὐκ ἐνδέχεται ἐκ παρέργου μελετᾶσθαι does not admit of being practised, Th.1.142, cf. Pl.Ti.9cc, Lg.834d; ὅσων αἱ ἀρχαὶ μὴ ἐνδέχονται ἄλλως ἔχειν Arist.EN1139a7. 2 abs., to be possible, ἃ πολλὰ ἐνδέχεται Th.4.18; ἐὰν ἐνδεχόμενον ᾖ if it be possible, PGrenf.2.14.4 (iii B. C.); freq. in Arist., APr.25a38, al.; ἐνδέχεσθαι ἢ εἶναι οὐδὲν διαφέρει ἐν τοῖς ἀιδίοις Ph.203b30; ἐ. μέν, οὐ μὴν ἀναγκαῖον Pol.1275b6: esp. in part. ἐνδεχόμενος, η, ον, possible, ἐκ τῶν ἐνδεχομένων by all possible means, X.Mem.3.9.4, D.S.1.54; αἱ ἐ. τιμωρίαι Lycurg. 119; τὴν ἐ. ἀϊδιότητα Jul.Or.4.157b; εἰς τὸ ἐ. so far as possible, Hyp.Epit.41; and freq. in Arist., τὸ ἐ. ἀληθές Metaph.1009b34; τῆς ἐ. αὐτοῖς εὐδαιμονίας μετέχειν Pol.1325a10; ζωῆς τῆς ἐ. ἀρίστης ib.1328a36, al.: freq. c. inf., τὰ ἐ. καὶ εἶναι καὶ μὴ εἶναι contingent events, GA731b25, cf. Metaph.1050b11; τὰ ἐ. ἄλλως ἔχειν EN1134b31, al.; τὰ μὴ ἐ. αὐτῷ πρᾶξαι ib.1140a32, al. 3 ἐνδέχεται impers., it admits of being, it is possible that... c. acc. et inf., Th.1.124,140, etc.; εἴπερ ἐνεδεχετο (sc. γράφειν) D.18.239; καθ' ὅσον ἐνδέχεται Pl. Phdr.271c; εἰς ὅσον ἐ. Id.R.501c; ὅσα ἐ. Arist.Rh.1354a32; μέχρι οὗ ἐ. ib.1355b13; ὡς ἐ. μάλιστα Plb.3.49.1: acc. abs., ὥσπερ ἐνδεχόμενον εἶναι, = ὥσπερ εἰ ἐνδέχοιτο, Arist.GA765b23: gen. abs., ἐνδεχομένου where possible, Id.PA683a20. b c. dat. pers., it is allowed, X.Hier.4.9, D.29.50.
German (Pape)
[Seite 832] ion. ἐνδέκομαι, an-, aufnehmen; auf sich nehmen, ταλαιπωρίας Her. 6, 11; αἰτίαν, durch das folgde καί φησιν αὐτὸς αἴτιος γεγενῆσθαι erkl., Dem. 19, 37; bes. annehmen, zulassen, genehmigen, λόγους τινός Her. 7, 236; ἀπόστασιν, sich zum Abfall verstehen, 3, 128; Ar. Equ. 632; τὰ ἀπὸ τῶν ἐναντίων καλῶς λεγόμενα Thuc. 3, 31; λογισμόν 4, 10; absolut, εἰ μὲν ἐνδέχεσθε καὶ βούλεσθέ μοι χρῆσθαι προθύμῳ Eur. Heracl. 549; ἐὰν ἡ φύσις ἐνδέχηται καὶ μὴ δυσχεραίνῃ Plat. Legg. VIII, 834 d; μεταβολήν Phaed. 78 d. Anhören, Eur. Andr. 1238. – Häufig imperf., es ist zulässig, geht an, ist möglich, vgl. Plut. de fat. 6; καθ' ὅσον u. εἰς ὅσον ἐνδέχεται, Plat. Phaedr. 271 c Rep. VI, 501 c; τοῖς φαύλοις ἐνδέχεται τὰ τυχόντα ποιεῖν, die Schlechten können thun, Isocr. 1, 48; αὐτῷ ἐλθεῖν Dem. 32, 25, vgl. 27, 12. 29, 50; οὐκ ἐνδέχεται ζῆν ἄνευ κακοῦ τινος τοῦτον Diphil. Ath. VI, 227 (v. 12). Oft bei Arist.; δοκεῖ ἐνδέχεσθαι Eth. Nic. 1, 5, 6; τὰ ἐνδεχόμενα ἄλλως ἔχειν, was auch anders sein kann, 6, 6; εἰς τὸ ἐνδεχόμενον, nach Möglichkeit, Hyperid. bei Stob. flor. 124, 36; Plut. educ. lib. 4; ἐκ τῶν ἐνδεχομένων Xen. Hem. 3, 9, 4; D. Sic. 1, 54; κατὰ τὸ ἐνδ. D. L.; ἐφ' ὅσον ἦν ἐνδεχόμενον D. Sic. 1, 93; – αἱ ἐνδεχόμεναι τιμωρίαι, die statthaften Strafen, Lycurg. 119; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδέχομαι: Ἰων. - δέκομαι: μέλλ. -ξομαι: Ἀποθ. Ἀναδέχομαι, Λατ. suscipere, ἢν μὲν βούλησθε ταλαιπωρίας ἐνδέκεσθαι Ἡρόδ. 6. 11· τὴν αἰτίαν, διάφ. γραφ. ἐν Δημ. 352. 26. ΙΙ. δίδω ἀκρόασιν εἴς τι, παραδέχομαι, ἀποδέχομαι, ἐπιδοκιμάζω, Λατ. accipere, τὸν λόγον Ἡρόδ. 1. 60· τοὺς λόγους ὁ αὐτὸς 5. 92, ἐν ἀρχῇ, 96 κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 632, Θεσμ. 1129· τὰ λεγόμενα Θουκ. 3. 82· τὴν συμβουλίην Ἡρόδ. 7. 51· διαβολὰς ὁ αὐτὸς 3. 80· ἐνδ. ἀπόστασιν = τὸν περὶ ἀποστάσιος λόγον ὁ αὐτὸς 3. 128· οὕτως, ἐνδ. τὴν τοῦ Ἀλκιβιάδου κάθοδον Θουκ. 8. 50. 2) παρ᾿ Ἡροδ. ὡσαύτως συχνάκις, δίδω ἀκρόασιν εἴς τι, πιστεύω, Λατ. accipere, τὸ πλεῖστον μετ᾿ ἀρν., ἀρχήν... οὐδὲ ἐνδέκομαι τὸν λόγον 5. 106· τοῦτο δὲ οὐκ ἐνδ. ἀρχὴν 4. 25, πρβλ. 3. 73., 237· μετ᾿ ἀπαρ., πιστεύω ὅτι..., οὐ γὰρ ἤγαγε ἐνδ. Ἠριδανόν τινα καλέεσθαι ποταμὸν 3. 115. 3) ἀπολ., δίδω ἀκρόασιν, προσέχω, σὺ δ᾿ ἐνδέχου Εὐρ. Ἀνδρ. 1238, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 834D· περί τινος οὐδ᾿ ὁπωσοῦν ἐνδέχομαι, ἀρνοῦμαι νὰ ἀκούσω ἔστω καὶ μίαν λέξιν περὶ αὐτοῦ, Θουκ. 7. 49. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἐπιδέχομαι, ἐπιτρέπω, Λατ. recipere, λογισμὸν ἐνδεχόμενα Θουκ. 4. 92· μεταβολήν, ἀλλοίωσιν ἐνδ. Πλάτ. Φαίδων 78D· καθ᾿ ὅσον φύσις ἐνδέχεται, quantum recipit humana conditio, ὁ αὐτὸς Τίμ. 69Α· πρβλ. Σοφ. 254C: - μετ᾿ ἀπαρ., τὸ ναυτικόν... οὐκ ἐνδέχεται ἐκ παρέργου μελετᾶσθαι, δὲν ἐπιδέχεται ἐξάσκησιν ἐκ τοῦ προχείρου, Θουκ. 1. 142, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 90C· ὅσων αἱ ἀρχαὶ μὴ ἐνδέχονται ἄλλως ἔχειν Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 6. 1, 5. 2) ἀπολ., εἶναί τι δυνατόν, ἐνδεχόμενον, ἃ πολλὰ ἐνδέχεται Θουκ. 4. 18· συχνὸν παρ᾿ Ἀριστ., περιλαμβάνων πάντας τοὺς βαθμοὺς τοῦ δυνατοῦ ἀπὸ τοῦ ἀναγκαίου μέχρι τοῦ ἁπλῶς ἢ μόλις δυνατοῦ, Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 3, 3., 1. 13, 2 κἑξ., πρβλ. Φυσ. 3. 4, 12, Πολιτικ. 1. 3, 10 κ. ἀλλ.: ἰδίως κατὰ μετοχ. ἐνδεχόμενος, η, ον, ἐκ τῶν ἐνδεχομένων, δι᾿ ὅλων τῶν δυνατῶν μέσων, Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 4· αἱ ἐνδ. τιμωρίαι Λυκοῦργ. 164. 38· εἰς τὸ ἐνδ., ὅσον εἶναι δυνατόν, Ὑπερείδ. παρὰ Στοβ. 618. 6 καὶ συχνὰ παρ᾿ Ἀριστ., διελθεῖν τάς ἐνδ. ἀπορίας Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 7, 7· τὸ ἐνδ. ἀληθὲς αὐτόθι 3. 5, 15· τῆς ἐνδ. εὐδαιμονίας ὁ αὐτὸς Πολιτικ. 7. 2, 17· ζωῆς τῆς ἐνδ. ἀρίστης αὐτόθι 7. 8. 4, κτλ.: - συχν. μετ᾿ ἀπαρ., τὰ ἐνδ. εἶναι καὶ μὴ εἶναι ὁ αὐτὸς π. Ζ. Γεν. 2. 1, 2· πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 8, 16· τὰ ἐνδ. ἄλλως ἔχειν ὁ αὐτὸς Ἠθ. Ν. 5. 7, 4., 6. 1, 6· τὰ μὴ ἐνδ. αὐτῷ πρᾶξαι αὐτόθι 6. 5, 3, κτλ. 3) ἐνδέχεται, ἀπροσ., εἶναι ἐνδεχόμενον, μετ᾿ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Θουκ. 1, 124, 140, κτλ.· εἴπερ ἐνεδέχετο (ἐνν. γράφειν) Δημ. 307. 4· καθ᾿ ὅσον ἐνδέχεται, Λατ. quantum fieri possit, Πλάτ. Φαῖδρ. 271C· εἰς ὅσον ἐνδ. ὁ αὐτὸς Πολ. 501C· ὅσα ἐνδ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 7, πρβλ. π. Z. Γεν. 2. 1, 5· μέχρις οὗ ἐνδέχεται ὁ αὐτὸς Ρητ. 1. 1, 14· ὡς ἐνδέχεται μάλιστα Πολύβ. 3. 49, 1: αἰτ. ἀπόλ., ὥσπερ ἐνδεχόμενον εἶναι = ὥσπερ εἰ ἐνδέχοιτο, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 1, 29· γεν. ἀπόλ., ἐνδεχομένου ἔχειν ὁ αὐτὸς π. Ζ. Μορ. 4. 6, 13· μετὰ δοτ. προσ., ἐπιτρέπεται, ὡς τὸ ἔξεστι, Ξεν. Ἱέρ. 4. 9, Δημ. 859. 5.