συνδοκέω: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
(13_6b) |
(6_13b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1009.png Seite 1009]] (s. [[δοκέω]]), zusammen meinen, zu-, beistimmen; gew. impers., es gefällt mir auch, ich stimme bei; εἰ ξυνδοκοίη τοῖσιν ἄλλοις ὀρνέοις, Ar. Av. 197; εἴ τοι δοκεῖ [[σφῷν]] [[ταῦτα]], χἡμῖν ξυνδοκεῖ, Lys. 167; u. öfter; πολλοῖς συνδοκεῖ, Isocr. 4, 31; ἢ καὶ σοὶ συνδοκεῖ [[οὕτως]], Plat. Prot. 331 b; εἰ σοὶ συνδοκεῖ [[ὅπερ]] [[ἐμοί]], 340 b, wie Phaed. 64 c; συνεδόκει ἡμῖν ἀμφοῖν, Prot. 354 a, u. öfter; τὸ [[τέλος]] τῶν λόγων [[κοινῇ]] πᾶσιν ἔοικε συνδεδογμένον εἶναι, Phaedr. 267 d; ξυνεδόκει καὶ τοῖς ἄλλοις συμμάχοις [[ταῦτα]], Thuc. 8, 84; Folgde; ἢ καὶ σοὶ [[ταῦτα]] συνδοκεῖ, Luc. D. D. 20, 2; Pol. 1, 62, 8. – Absolut συνδόξαν, da ihnen dies Allen gut geschienen hatte, Xen. Cyr. 8, 1, 8; συνδόξαν τῷ πατρί, 8, 5, 28, mit Genehmigung des Vaters. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1009.png Seite 1009]] (s. [[δοκέω]]), zusammen meinen, zu-, beistimmen; gew. impers., es gefällt mir auch, ich stimme bei; εἰ ξυνδοκοίη τοῖσιν ἄλλοις ὀρνέοις, Ar. Av. 197; εἴ τοι δοκεῖ [[σφῷν]] [[ταῦτα]], χἡμῖν ξυνδοκεῖ, Lys. 167; u. öfter; πολλοῖς συνδοκεῖ, Isocr. 4, 31; ἢ καὶ σοὶ συνδοκεῖ [[οὕτως]], Plat. Prot. 331 b; εἰ σοὶ συνδοκεῖ [[ὅπερ]] [[ἐμοί]], 340 b, wie Phaed. 64 c; συνεδόκει ἡμῖν ἀμφοῖν, Prot. 354 a, u. öfter; τὸ [[τέλος]] τῶν λόγων [[κοινῇ]] πᾶσιν ἔοικε συνδεδογμένον εἶναι, Phaedr. 267 d; ξυνεδόκει καὶ τοῖς ἄλλοις συμμάχοις [[ταῦτα]], Thuc. 8, 84; Folgde; ἢ καὶ σοὶ [[ταῦτα]] συνδοκεῖ, Luc. D. D. 20, 2; Pol. 1, 62, 8. – Absolut συνδόξαν, da ihnen dies Allen gut geschienen hatte, Xen. Cyr. 8, 1, 8; συνδόξαν τῷ πατρί, 8, 5, 28, mit Genehmigung des Vaters. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συνδοκέω''': μέλλ. -δόξω καὶ μεταγεν. -δοκήσω˙ ― φαίνομαι ὁμοίως ἢ [[ἐπίσης]] [[εὔλογος]], [[ταῦτα]] κἀμοὶ συνδοκεῖ, καὶ εἰς ἐμὲ φαίνονται εὔλογα, καὶ ἐγὼ τὰ [[ἐγκρίνω]]. Ἀριστοφ. Ὄρν. 811· εἴ τοι δοκεῖ [[σφῷν]] [[ταῦτα]], κἀμοὶ ξυνδοκεῖ [[αὐτόθι]] 1630, πρβλ. Λυσ. 167˙ [[ταῦτα]] ξυνέδοξε τοῖς ἄλλοις Θουκ. 8. 84˙ ὅ τι ἂν καὶ τοῖς ἄλλοις... ξυνδοκῇ ὁ αὐτ. 6. 44˙ εἰ σοὶ συνδοκεῖ [[ὅπερ]] ἐμοὶ Πλάτ. Πρωτ. 340Β˙ πᾶσι συνέδοξε [[ταῦτα]] Ξεν. Κύρ. 2. 2, 28˙ συνδοκεῖ μοι [[μέτριος]] [[χρόνος]] Πλάτ. Πολ. 460Ε˙ διάνοιαν ἣ σ. τοῖς πολλοῖς Ἀριστ. Πολιτ. 2. 11, 8˙ τοῦτο οὕτω σ. [[περί]] τινος Πλάτ. Σοφιστ. 235Β˙ ― ἀπολ., ἐν ἀποκρίσεσι, ξυνεδόκει ἡμῖν... [[ταῦτα]] ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 289Β˙ ξυνεδόκει [[αὐτόθι]] C· κ. ἀλλ. 2) ἀλλὰ συνηθέστερον ἀπροσ., φαίνεται ὁμοίως καλόν, σοὶ δὲ συνδοκεῖν χρεὼν Εὐρ. Ι. Τ. 71˙ εἰ ξυνδοκοίη τοῖσιν ἄλλοις ὀρνέοις Ἀριστοφ. Ὄρν. 197, πρβλ. 811˙ ἢ καὶ σοὶ ξυνδοκεῖ [[οὕτως]] Πλάτ. Πρωτ. 331Β˙ σ. ὅτι... ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Μείζ. 283Β˙ μετ’ ἀπαρ., Ξενοφ. Κύρ. Παιδ. 1. 6, 8˙ ξυνέδοξε... τὸν ἐλάττονα αἱρετέον (ἐξυπακ. [[εἶναι]]) Πλάτ. Τίμ. 75C. 3) μετοχ., συνδοκοῦντά τινι, πράγματα ἃ καὶ εἰς αὐτὸν ἀρεστά εἰσι, Διον. Ἁλ. 6. 44˙ ἀλλ’ ἡ μετοχ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπολ., ὡς τὸ ἐξόν, παρόν, κτλ., συνδοκοῦν ἅπασιν ὑμῖν Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 51· συνδόξαν τῷ πατρί, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 8. 5, 28, πρβλ. 8. 1, 8. β) ὁ [[Πλάτων]] ποιεῖται χρῆσιν καὶ τῆς μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ., [[λόγος]] τοῖς ἐπιεικεστάτοις συνδεδογμένος, ὃν καὶ οἱ ἐπιεικέστατοι ἐπιδοκιμάζουσιν, ἐγκρίνουσιν, Νόμ. 659D, πρβλ. 719C, Φαῖδρ. 267D· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ προσώπων, συνδεδογμένοι τινί, ἔχοντες τὴν αὐτὴν γνώμην μετά τινος, Νουμήν. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 727D. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:33, 5 August 2017
English (LSJ)
A seem to one as to another, seem good also, ταῦτα κἀμοὶ συνδοκεῖ Ar.Av.811; εἴ τοι δοκεῖ σφῷν ταῦτα, κἀμοὶ ξυνδοκεῖ ib.1630, cf. Lys.167; ξυνεδόκει τοῖς ἄλλοις ξυμμάχοις ταῦτα Th.8.84; ὅ τι ἂν καὶ τοῖς ἄλλοις . . ξυνδοκῇ Id.6.44; εἰ σοὶ συνδοκεῖ ὅπερ ἐμοί Pl.Prt. 340b; πᾶσι συνέδοξε ταῦτα X.Cyr.2.2.28; ἆρ' οὖν σοι συνδοκεῖ μέτριος χρόνος; Pl.R.460e; διάνοιαν ἣ σ. τοῖς πολλοῖς Arist.Pol.1273a23; κἀμοὶ τοῦτο οὕτω περὶ αὐτοῦ σ. Pl.Sph.235b; συνεδόκει ἡμῖν . . ταῦτα Id.Euthd.289b: abs., συνεδόκει ib.c. 2 more freq. impers., it seems good also, σοὶ δὲ συνδοκεῖν χρεών E.IT71; εἰ ξυνδοκοίη τοῖσιν ἄλλοις ὀρνέοις Ar Av.197; ἢ καὶ σοὶ συνδοκεῖ οὕτως; Pl.Prt. 331b; σ. ὅτι . . Id.Hp.Ma.283b: folld. by inf., X.Cyr.1.6.8; συνέδοξε . . τὸν ἐλάττονα αἱρετέον (sc. εἶναι) Pl.Ti.75c. 3 part., οὐκ ἐμοὶ -οῦντα πεπόνθατε not with my approval, D.H.6.44; but the part. is mostly used abs. like ἐξόν, παρόν, etc., συνδοκοῦν ἅπασιν ἡμῖν since we all agree, X.HG2.3.51; συνδόξαν τῷ πατρὶ καὶ τῇ μητρί since the father and mother approved, Id.Cyr.8.5.28, cf. 8.1.8. b Plato has also part. pf. Pass., λόγος τοῖς ἐπιεικεστάτοις συνδεδογμένος in which they also agree, Lg.659d, cf. 719c, Phdr.267d; also of persons, συνδεδογμένοι τινί of like opinion with him, Numen. ap. Eus.PE 14.5. II apparently = δοκέω, οὕτω μοι συνέδοξεν BCH56.293 (Stobi, ii/iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1009] (s. δοκέω), zusammen meinen, zu-, beistimmen; gew. impers., es gefällt mir auch, ich stimme bei; εἰ ξυνδοκοίη τοῖσιν ἄλλοις ὀρνέοις, Ar. Av. 197; εἴ τοι δοκεῖ σφῷν ταῦτα, χἡμῖν ξυνδοκεῖ, Lys. 167; u. öfter; πολλοῖς συνδοκεῖ, Isocr. 4, 31; ἢ καὶ σοὶ συνδοκεῖ οὕτως, Plat. Prot. 331 b; εἰ σοὶ συνδοκεῖ ὅπερ ἐμοί, 340 b, wie Phaed. 64 c; συνεδόκει ἡμῖν ἀμφοῖν, Prot. 354 a, u. öfter; τὸ τέλος τῶν λόγων κοινῇ πᾶσιν ἔοικε συνδεδογμένον εἶναι, Phaedr. 267 d; ξυνεδόκει καὶ τοῖς ἄλλοις συμμάχοις ταῦτα, Thuc. 8, 84; Folgde; ἢ καὶ σοὶ ταῦτα συνδοκεῖ, Luc. D. D. 20, 2; Pol. 1, 62, 8. – Absolut συνδόξαν, da ihnen dies Allen gut geschienen hatte, Xen. Cyr. 8, 1, 8; συνδόξαν τῷ πατρί, 8, 5, 28, mit Genehmigung des Vaters.
Greek (Liddell-Scott)
συνδοκέω: μέλλ. -δόξω καὶ μεταγεν. -δοκήσω˙ ― φαίνομαι ὁμοίως ἢ ἐπίσης εὔλογος, ταῦτα κἀμοὶ συνδοκεῖ, καὶ εἰς ἐμὲ φαίνονται εὔλογα, καὶ ἐγὼ τὰ ἐγκρίνω. Ἀριστοφ. Ὄρν. 811· εἴ τοι δοκεῖ σφῷν ταῦτα, κἀμοὶ ξυνδοκεῖ αὐτόθι 1630, πρβλ. Λυσ. 167˙ ταῦτα ξυνέδοξε τοῖς ἄλλοις Θουκ. 8. 84˙ ὅ τι ἂν καὶ τοῖς ἄλλοις... ξυνδοκῇ ὁ αὐτ. 6. 44˙ εἰ σοὶ συνδοκεῖ ὅπερ ἐμοὶ Πλάτ. Πρωτ. 340Β˙ πᾶσι συνέδοξε ταῦτα Ξεν. Κύρ. 2. 2, 28˙ συνδοκεῖ μοι μέτριος χρόνος Πλάτ. Πολ. 460Ε˙ διάνοιαν ἣ σ. τοῖς πολλοῖς Ἀριστ. Πολιτ. 2. 11, 8˙ τοῦτο οὕτω σ. περί τινος Πλάτ. Σοφιστ. 235Β˙ ― ἀπολ., ἐν ἀποκρίσεσι, ξυνεδόκει ἡμῖν... ταῦτα ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 289Β˙ ξυνεδόκει αὐτόθι C· κ. ἀλλ. 2) ἀλλὰ συνηθέστερον ἀπροσ., φαίνεται ὁμοίως καλόν, σοὶ δὲ συνδοκεῖν χρεὼν Εὐρ. Ι. Τ. 71˙ εἰ ξυνδοκοίη τοῖσιν ἄλλοις ὀρνέοις Ἀριστοφ. Ὄρν. 197, πρβλ. 811˙ ἢ καὶ σοὶ ξυνδοκεῖ οὕτως Πλάτ. Πρωτ. 331Β˙ σ. ὅτι... ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Μείζ. 283Β˙ μετ’ ἀπαρ., Ξενοφ. Κύρ. Παιδ. 1. 6, 8˙ ξυνέδοξε... τὸν ἐλάττονα αἱρετέον (ἐξυπακ. εἶναι) Πλάτ. Τίμ. 75C. 3) μετοχ., συνδοκοῦντά τινι, πράγματα ἃ καὶ εἰς αὐτὸν ἀρεστά εἰσι, Διον. Ἁλ. 6. 44˙ ἀλλ’ ἡ μετοχ. εἶναι ἐν χρήσει ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπολ., ὡς τὸ ἐξόν, παρόν, κτλ., συνδοκοῦν ἅπασιν ὑμῖν Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 51· συνδόξαν τῷ πατρί, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 8. 5, 28, πρβλ. 8. 1, 8. β) ὁ Πλάτων ποιεῖται χρῆσιν καὶ τῆς μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ., λόγος τοῖς ἐπιεικεστάτοις συνδεδογμένος, ὃν καὶ οἱ ἐπιεικέστατοι ἐπιδοκιμάζουσιν, ἐγκρίνουσιν, Νόμ. 659D, πρβλ. 719C, Φαῖδρ. 267D· ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων, συνδεδογμένοι τινί, ἔχοντες τὴν αὐτὴν γνώμην μετά τινος, Νουμήν. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 727D.