περισπασμός: Difference between revisions
Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοί → Pylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)
(6_14) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περισπασμός''': ὁ, ([[περισπάω]]) ἐπὶ στρατιωτικῶν κινήσεων, «[[περισπασμός]], ἡ ἐκ δυοῖν ἐπιστροφῶν τοῦ τάγματος [[κίνησις]], [[ὥστε]] μεταλαμβάνειν τὸν [[ὀπίσω]] τόπον» Αἰλιαν. Τακτ. 22· πρὸς ταῖς ἐπιστροφαῖς δύνασθαι καὶ τοῖς περισπασμοῖς εὐχρηστεῖν Πολύβ. 12. 18, 3. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ἐπασχόλησις τῆς προσοχῆς οὐχὶ εἰς τὰ συνήθη ἀλλ’ εἰς ἄλλα πράγματα, Πολύβ. 3. 87, 9· φροντίδας καὶ περισπασμοὺς Πλούτ. 2. 831F· ἐν περισπασμοῖς εἶμαι ὁ αὐτ. 4. 32, 5, κτλ.· ἴδε Wessel. εἰς Διόδ. 12. 38. ΙΙΙ. ὁ [[τόνος]] περισπωμένη, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11, «τὸ [[ὤμοι]] [[οὐκέτι]] τοῦ ὦ τὸν περισπασμὸν ἐφύλαξεν» [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Ἀντωνυμ. 302C. | |lstext='''περισπασμός''': ὁ, ([[περισπάω]]) ἐπὶ στρατιωτικῶν κινήσεων, «[[περισπασμός]], ἡ ἐκ δυοῖν ἐπιστροφῶν τοῦ τάγματος [[κίνησις]], [[ὥστε]] μεταλαμβάνειν τὸν [[ὀπίσω]] τόπον» Αἰλιαν. Τακτ. 22· πρὸς ταῖς ἐπιστροφαῖς δύνασθαι καὶ τοῖς περισπασμοῖς εὐχρηστεῖν Πολύβ. 12. 18, 3. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ἐπασχόλησις τῆς προσοχῆς οὐχὶ εἰς τὰ συνήθη ἀλλ’ εἰς ἄλλα πράγματα, Πολύβ. 3. 87, 9· φροντίδας καὶ περισπασμοὺς Πλούτ. 2. 831F· ἐν περισπασμοῖς εἶμαι ὁ αὐτ. 4. 32, 5, κτλ.· ἴδε Wessel. εἰς Διόδ. 12. 38. ΙΙΙ. ὁ [[τόνος]] περισπωμένη, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11, «τὸ [[ὤμοι]] [[οὐκέτι]] τοῦ ὦ τὸν περισπασμὸν ἐφύλαξεν» [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Ἀντωνυμ. 302C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> conversion à droite ou à gauche <i>t. de tact.</i><br /><b>2</b> <i>fig.</i> tiraillement, embarras des affaires, affaire gênante.<br />'''Étymologie:''' [[περισπάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:21, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A wheeling round, Plb. 10.23.3,12.18.3. II distracting circumstances, distraction, Metrod. Herc.831.7, Plb.3.87.9(pl.), Phld.Mus.p.98K., Plu.2.831f (pl.) ; ἐν περισπασμοῖς εἶναι Plb.4.32.5, etc.; οἱ τῆς πόλεως π. καὶ φόβοι D.S.12.38 ; περισπασμοὶ καὶ πιθανότητες Chrysipp.Stoic.3.77 : rarely in sg., θυμοῦ π. LXX Ec.2.23, cf. Arr.Epict.3.22.71. III circumflex accent, D.H.Comp.11, A.D.Pron.34.24.
German (Pape)
[Seite 591] ὁ, 1) das Herumziehen, Wegziehen, anderweitige Beschäftigung, Pol. 3, 87, 9 u. öfter; auch ἐν περισπασμοῖς εἶναι, 4, 32, 5; daher das Abziehen wovon, Zerstreuung, in der Kriegssprache Diversion, Pol. 10, 21, 3 (vgl. das Verbum). – 2) der Circumflex, Gramm., S. Emp. adv. gramm. 109.
Greek (Liddell-Scott)
περισπασμός: ὁ, (περισπάω) ἐπὶ στρατιωτικῶν κινήσεων, «περισπασμός, ἡ ἐκ δυοῖν ἐπιστροφῶν τοῦ τάγματος κίνησις, ὥστε μεταλαμβάνειν τὸν ὀπίσω τόπον» Αἰλιαν. Τακτ. 22· πρὸς ταῖς ἐπιστροφαῖς δύνασθαι καὶ τοῖς περισπασμοῖς εὐχρηστεῖν Πολύβ. 12. 18, 3. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ἐπασχόλησις τῆς προσοχῆς οὐχὶ εἰς τὰ συνήθη ἀλλ’ εἰς ἄλλα πράγματα, Πολύβ. 3. 87, 9· φροντίδας καὶ περισπασμοὺς Πλούτ. 2. 831F· ἐν περισπασμοῖς εἶμαι ὁ αὐτ. 4. 32, 5, κτλ.· ἴδε Wessel. εἰς Διόδ. 12. 38. ΙΙΙ. ὁ τόνος περισπωμένη, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11, «τὸ ὤμοι οὐκέτι τοῦ ὦ τὸν περισπασμὸν ἐφύλαξεν» Ἀπολλώνιος περὶ Ἀντωνυμ. 302C.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 conversion à droite ou à gauche t. de tact.
2 fig. tiraillement, embarras des affaires, affaire gênante.
Étymologie: περισπάω.