ἀδύνατος: Difference between revisions

From LSJ

σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → good things come with many pains | no pain, no gain

Source
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδύνᾰτος''': [ῠ], -ον. Ι. ἐπὶ προσώπων, [[ἀνίκανος]] νὰ πράξῃ τι, μετ’ ἀπαρ. Ἡρόδ. 3. 138, Ἐπίχ. 130 Ahn., Εὐρ. Ἠρ. Μαιν. 56, κτλ.· - [[ἀδύνατος]] εἰπεῖν, Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 7: -Συγκρ. τὸν δυνατώτερον τοῦ ἀδυνατωτέρου [πλέον ἔχειν] Πλάτ. Γοργ. 483D· ὑπερθ. -ώτατος λέγειν, Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 8. 2) ἀπολ. [[ἄνευ]] ἰσχύος, [[ἀδύνατος]], [[ἀσθενής]], Ἡρόδ. 5. 9. Εὐρ. Ἴων 596, Ἀνδρ. 746· - οἱ ἀδύνατοι, οἱ καταστάντες ἀνίκανοι πρὸς ὑπηρεσίαν στρατιωτικὴν [[εἴτε]] δι’ ἀσθένειαν [[εἴτε]] διὰ πενίαν· πρβλ. Λυσ. [[ὑπὲρ]] τοῦ ἀδυνάτου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 430, Βοικχ. Π. Οἰ. 1. 323 κἐξ.: - ἐν τοῖς ἀδυνάτοις μισθοφορεῖν, Αἰσχίν. 14, 40· ἀδ. σώματι, Λυσ. 197, 26· ἀδ. χρήμασι, [[πτωχός]], Θουκ. 7. 28· εἴς τι, Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 366Β· - [[οὕτως]] ἐπὶ πραγμάτων· ὁ παθὼν καιρίαν βλάβην καὶ καταστὰς [[ἀνίκανος]], [[νέες]], Ἡρόδ. 6, 16: - τὸ ἀδ., [[ἔλλειψις]] δυνάμεως, [[ἀδυναμία]], Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 296Α· τὰ ἀδ., αἱ ἐλλείψεις, ἀνικανότητες, Δημ. 262. 24. ΙΙ ἐπὶ πραγμάτων, τὰ ὁποῖα ἀδύνατον [[εἶναι]] νὰ τελεσθῶσιν, Εὐρ. Ὀρ, 665., Ἑλ. 1043., Πλάτ., κτλ.· - ἀδύνατα [[βούλομαι]], Λυγκ. ἐν «Κενταύρῳ» 12· - ἀδύνατόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 32, καὶ ἀλλ. ἢ ἀδύνατά [ἐστι], ὁ αὐτ. 1. 91, 6. 106, Θουκ. ἀδ. τινὶ [[ὥστε]]..., Πλάτ. Πρωτ. 338C: τὸ ἀδ., = τὸ ἀδύνατον, Ἡρόδ. 9. 60. Ἀττ. - τὰ ἀδ. καρτερεῖν, Εὐρ. Ι. Α. 1370· τολμᾶν ἀδύνατα, ὁ αὐτ. Ἑλ. 811· - ἀδυνάτων ἐρᾶν, ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 318: - Συγκρ. ἀδυνατώτερον ἔτι..., εἰ οἷόν τε, Πλάτ. Θεαίτ. 192Β· πρβλ. Παρμ. 138D·- ὑπερθ., ὃ δὴ πάντων ἀδυνατώτατον, ὁ αὐτ. Φίληβ. 15Β. ΙΙΙ Ἐπίρρ. -τως, = [[ἄνευ]] δυνάμεως ἢ ἐπιτηδειότητος, ἀσθενῶς· λέγεσθαι, Ἀντιφῶν 122. 42, ἀμύνεσθαι, ὁ αὐτ. 127. 26: - ἀδ. ἔχειν, = εἶμαι [[ἀσθενής]], Πλάτ. Ἀξ. 364Β. ἢ εἶμαι [[ἀνίκανος]], μετ’ ἀπαρεμ. Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλ. 25, 3· - ἐν ὀλίγῃ χρήσει παρὰ ποιηταῖς, καὶ ἐκ τῶν Τραγικῶν μόνον παρ’ Εὐριπίδῃ.
|lstext='''ἀδύνᾰτος''': [ῠ], -ον. Ι. ἐπὶ προσώπων, [[ἀνίκανος]] νὰ πράξῃ τι, μετ’ ἀπαρ. Ἡρόδ. 3. 138, Ἐπίχ. 130 Ahn., Εὐρ. Ἠρ. Μαιν. 56, κτλ.· - [[ἀδύνατος]] εἰπεῖν, Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 7: -Συγκρ. τὸν δυνατώτερον τοῦ ἀδυνατωτέρου [πλέον ἔχειν] Πλάτ. Γοργ. 483D· ὑπερθ. -ώτατος λέγειν, Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 8. 2) ἀπολ. [[ἄνευ]] ἰσχύος, [[ἀδύνατος]], [[ἀσθενής]], Ἡρόδ. 5. 9. Εὐρ. Ἴων 596, Ἀνδρ. 746· - οἱ ἀδύνατοι, οἱ καταστάντες ἀνίκανοι πρὸς ὑπηρεσίαν στρατιωτικὴν [[εἴτε]] δι’ ἀσθένειαν [[εἴτε]] διὰ πενίαν· πρβλ. Λυσ. [[ὑπὲρ]] τοῦ ἀδυνάτου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 430, Βοικχ. Π. Οἰ. 1. 323 κἐξ.: - ἐν τοῖς ἀδυνάτοις μισθοφορεῖν, Αἰσχίν. 14, 40· ἀδ. σώματι, Λυσ. 197, 26· ἀδ. χρήμασι, [[πτωχός]], Θουκ. 7. 28· εἴς τι, Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 366Β· - [[οὕτως]] ἐπὶ πραγμάτων· ὁ παθὼν καιρίαν βλάβην καὶ καταστὰς [[ἀνίκανος]], [[νέες]], Ἡρόδ. 6, 16: - τὸ ἀδ., [[ἔλλειψις]] δυνάμεως, [[ἀδυναμία]], Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 296Α· τὰ ἀδ., αἱ ἐλλείψεις, ἀνικανότητες, Δημ. 262. 24. ΙΙ ἐπὶ πραγμάτων, τὰ ὁποῖα ἀδύνατον [[εἶναι]] νὰ τελεσθῶσιν, Εὐρ. Ὀρ, 665., Ἑλ. 1043., Πλάτ., κτλ.· - ἀδύνατα [[βούλομαι]], Λυγκ. ἐν «Κενταύρῳ» 12· - ἀδύνατόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 32, καὶ ἀλλ. ἢ ἀδύνατά [ἐστι], ὁ αὐτ. 1. 91, 6. 106, Θουκ. ἀδ. τινὶ [[ὥστε]]..., Πλάτ. Πρωτ. 338C: τὸ ἀδ., = τὸ ἀδύνατον, Ἡρόδ. 9. 60. Ἀττ. - τὰ ἀδ. καρτερεῖν, Εὐρ. Ι. Α. 1370· τολμᾶν ἀδύνατα, ὁ αὐτ. Ἑλ. 811· - ἀδυνάτων ἐρᾶν, ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 318: - Συγκρ. ἀδυνατώτερον ἔτι..., εἰ οἷόν τε, Πλάτ. Θεαίτ. 192Β· πρβλ. Παρμ. 138D·- ὑπερθ., ὃ δὴ πάντων ἀδυνατώτατον, ὁ αὐτ. Φίληβ. 15Β. ΙΙΙ Ἐπίρρ. -τως, = [[ἄνευ]] δυνάμεως ἢ ἐπιτηδειότητος, ἀσθενῶς· λέγεσθαι, Ἀντιφῶν 122. 42, ἀμύνεσθαι, ὁ αὐτ. 127. 26: - ἀδ. ἔχειν, = εἶμαι [[ἀσθενής]], Πλάτ. Ἀξ. 364Β. ἢ εἶμαι [[ἀνίκανος]], μετ’ ἀπαρεμ. Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλ. 25, 3· - ἐν ὀλίγῃ χρήσει παρὰ ποιηταῖς, καὶ ἐκ τῶν Τραγικῶν μόνον παρ’ Εὐριπίδῃ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> impuissant, faible ; [[οἱ]] ἀδύνατοι les invalides ; ἀδύνατοι [[νέες]] HDT navires hors de service ; [[ἀδύνατος]] χρήμασι THC pauvre ; avec l’inf., impuissant, impropre à, incapable de;<br /><b>2</b> impossible : τὸ ἀδύνατον l’impossible ; τὰ ἀδύνατα καρτερεῖν EUR s’obstiner à faire l’impossible ; ἀδύνατόν ἐστι, ἀδύνατά ἐστι il est impossible de.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[δύναμαι]].
}}
}}

Revision as of 19:27, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδῠνᾰτος Medium diacritics: ἀδύνατος Low diacritics: αδύνατος Capitals: ΑΔΥΝΑΤΟΣ
Transliteration A: adýnatos Transliteration B: adynatos Transliteration C: adynatos Beta Code: a)du/natos

English (LSJ)

ον,    I of persons, unable to do a thing, c. inf., Hdt.3.138, Epich.272, E.HF56, etc.; ἀ. εἰπεῖν Arist.Rh.1379a2; ἀ. ὥστε . . Onos.1.13: Comp., τὸν δυνατώτερον τοῦ -ωτέρου [πλέον ἔχειν] Pl.Grg.483d: Sup. -ώτατος, λέγειν Eup.95.    2 abs., without strength, powerless, weakly, Hdt.5.9, E.Ion596, Andr.746; οἱ ἀ. men disabled for service, whether as invalids or paupers, Lys.24 tit., Arist.Ath.49.4; ἐν τοῖς ἀ. μισθοφορεῖν Aeschin.1.103; ἀ. σώματι Lys.2.73; ἀ. χρήμασι poor, Th.7.28; εἴς τι Pl.Hp.Mi.366b; οἱ -ώτατοι persons of no importance, Phld.Herc. 1457.8; of ships, disabled, Hdt.6.16; τὸ ἀ. want of strength, Pl. Hp.Ma.296a; τὰ ἀ. disabilities, D.18.108.    II of things, impossible, E.Or.665, Hel.1043; ἐλπίδες unrealizable, Democr.58; τὸ ἀ. Arist.Cael.280b12; ἡ εἰς τὸ ἀ. ἀπαγωγή reductio ad impossibile, APr. 29b5; ὁ διὰ τοῦ ἀ. συλλογισμός, ἡ διὰ τοῦ ἀ. δεῖξις, ib.34b30, 45a35; ἀδύνατα βούλομαι Lync.1.12:—ἀδύνατόν [ἐστι] c. inf., Hdt.1.32, al.; ἀδύνατά [ἐστι] Pi.P.2.81, Hdt.1.91, 6.106, Th.1.59; ἀ. ὑμῖν ὥστε . . Pl.Prt.338c; ὑμέας καταλελάβηκε ἀ. τι βοηθέειν Hdt.9.60; τὰ ἀ. καρτερεῖν E.IA1370; τολμᾶν ἀδύνατα Id.Hel.811; ἀδυνάτων ἐρᾶν Id.HF318, cf. Luc.DDeor.8, etc.; prov., ἀδύνατα θηρᾷς Macar.1.26: Comp. -ώτερον, ἔτι . . εἰ οἷόν τε . . Pl.Tht.192b, cf. Prm.138d: Sup., ὃ δὴ πάντων -ώτατον Id.Phlb.15b.    III Adv. -τως without power or skill, feebly, ἀμύνεσθαι Antipho 4.3.3, cf. 3.3.4 (Comp.), Lys.12.3:—ἀ. ἔχειν to be unwell, Pl.Ax.364b; to be unable, c. inf., Arist. Rh.Al.1435a16; ἀ. ἔχει it is impossible, Epicur.Ep.2p.49U.; ἀ. λέγεται it is an impossible story, Phld.Rh.2.122 S.—Rare in poetry: Trag. only in E.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδύνᾰτος: [ῠ], -ον. Ι. ἐπὶ προσώπων, ἀνίκανος νὰ πράξῃ τι, μετ’ ἀπαρ. Ἡρόδ. 3. 138, Ἐπίχ. 130 Ahn., Εὐρ. Ἠρ. Μαιν. 56, κτλ.· - ἀδύνατος εἰπεῖν, Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 7: -Συγκρ. τὸν δυνατώτερον τοῦ ἀδυνατωτέρου [πλέον ἔχειν] Πλάτ. Γοργ. 483D· ὑπερθ. -ώτατος λέγειν, Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 8. 2) ἀπολ. ἄνευ ἰσχύος, ἀδύνατος, ἀσθενής, Ἡρόδ. 5. 9. Εὐρ. Ἴων 596, Ἀνδρ. 746· - οἱ ἀδύνατοι, οἱ καταστάντες ἀνίκανοι πρὸς ὑπηρεσίαν στρατιωτικὴν εἴτε δι’ ἀσθένειαν εἴτε διὰ πενίαν· πρβλ. Λυσ. ὑπὲρ τοῦ ἀδυνάτου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 430, Βοικχ. Π. Οἰ. 1. 323 κἐξ.: - ἐν τοῖς ἀδυνάτοις μισθοφορεῖν, Αἰσχίν. 14, 40· ἀδ. σώματι, Λυσ. 197, 26· ἀδ. χρήμασι, πτωχός, Θουκ. 7. 28· εἴς τι, Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 366Β· - οὕτως ἐπὶ πραγμάτων· ὁ παθὼν καιρίαν βλάβην καὶ καταστὰς ἀνίκανος, νέες, Ἡρόδ. 6, 16: - τὸ ἀδ., ἔλλειψις δυνάμεως, ἀδυναμία, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 296Α· τὰ ἀδ., αἱ ἐλλείψεις, ἀνικανότητες, Δημ. 262. 24. ΙΙ ἐπὶ πραγμάτων, τὰ ὁποῖα ἀδύνατον εἶναι νὰ τελεσθῶσιν, Εὐρ. Ὀρ, 665., Ἑλ. 1043., Πλάτ., κτλ.· - ἀδύνατα βούλομαι, Λυγκ. ἐν «Κενταύρῳ» 12· - ἀδύνατόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 32, καὶ ἀλλ. ἢ ἀδύνατά [ἐστι], ὁ αὐτ. 1. 91, 6. 106, Θουκ. ἀδ. τινὶ ὥστε..., Πλάτ. Πρωτ. 338C: τὸ ἀδ., = τὸ ἀδύνατον, Ἡρόδ. 9. 60. Ἀττ. - τὰ ἀδ. καρτερεῖν, Εὐρ. Ι. Α. 1370· τολμᾶν ἀδύνατα, ὁ αὐτ. Ἑλ. 811· - ἀδυνάτων ἐρᾶν, ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 318: - Συγκρ. ἀδυνατώτερον ἔτι..., εἰ οἷόν τε, Πλάτ. Θεαίτ. 192Β· πρβλ. Παρμ. 138D·- ὑπερθ., ὃ δὴ πάντων ἀδυνατώτατον, ὁ αὐτ. Φίληβ. 15Β. ΙΙΙ Ἐπίρρ. -τως, = ἄνευ δυνάμεως ἢ ἐπιτηδειότητος, ἀσθενῶς· λέγεσθαι, Ἀντιφῶν 122. 42, ἀμύνεσθαι, ὁ αὐτ. 127. 26: - ἀδ. ἔχειν, = εἶμαι ἀσθενής, Πλάτ. Ἀξ. 364Β. ἢ εἶμαι ἀνίκανος, μετ’ ἀπαρεμ. Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλ. 25, 3· - ἐν ὀλίγῃ χρήσει παρὰ ποιηταῖς, καὶ ἐκ τῶν Τραγικῶν μόνον παρ’ Εὐριπίδῃ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 impuissant, faible ; οἱ ἀδύνατοι les invalides ; ἀδύνατοι νέες HDT navires hors de service ; ἀδύνατος χρήμασι THC pauvre ; avec l’inf., impuissant, impropre à, incapable de;
2 impossible : τὸ ἀδύνατον l’impossible ; τὰ ἀδύνατα καρτερεῖν EUR s’obstiner à faire l’impossible ; ἀδύνατόν ἐστι, ἀδύνατά ἐστι il est impossible de.
Étymologie: ἀ, δύναμαι.