συμφεύγω: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(6_23) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμφεύγω''': μέλλ. -[[φεύξομαι]], [[φεύγω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινὶ Ἡρόδ. 4. 11, Εὐρ., κλπ.· σὺν φεύγουσι συμφεύγειν ὁ αὐτ. ἐν [[Ἡρακλ]]. 26. 2) ἐξορίζομαι μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]] Λυκοῦργ. 151. 13· ξυνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην, μετέσχε ταύτης τῆς ἐξορίας, Πλάτ. Ἀπολ. 21Α. | |lstext='''συμφεύγω''': μέλλ. -[[φεύξομαι]], [[φεύγω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινὶ Ἡρόδ. 4. 11, Εὐρ., κλπ.· σὺν φεύγουσι συμφεύγειν ὁ αὐτ. ἐν [[Ἡρακλ]]. 26. 2) ἐξορίζομαι μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]] Λυκοῦργ. 151. 13· ξυνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην, μετέσχε ταύτης τῆς ἐξορίας, Πλάτ. Ἀπολ. 21Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.2</i> ξυνέφυγον;<br /><b>1</b> fuir avec : τινι avec qqn;<br /><b>2</b> être exilé avec <i>ou</i> ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[φεύγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 9 August 2017
English (LSJ)
fut.
A -φεύξομαι E.Ph.1679:—flee along with, τινι Hdt.4.11; σὺν φεύγουσι συμφεύγω E.Heracl.26: abs., D.S.14.91. 2 to be banished along with, Lycurg.25; συνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην shared in this banishment, Pl.Ap.21a. II take refuge, ὠνομάσθαι Δίκτυνναν ἀπὸ τοῦ συμφυγεῖν εἰς ἁλιευτικὰ δίκτυα D.S.5.76; συμφευξόμεθα ἐπί . ., c. acc., we will have recourse to... Herod.Med. in Rh.Mus.58.72.
German (Pape)
[Seite 991] (s. φεύγω), mit, zugleich, zusammen fliehen; ἐγὼ σὺν φεύγουσι συμφεύγω τέκνοις, Eur. Heracl. 26; συμφεύξομαι πατρί, Phoen. 1673; ξυνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην, Plat. Apol. 21 a, wie Lycurg. 25; εἰς τὰς πόλεις, Pol. 4, 64, 8.
Greek (Liddell-Scott)
συμφεύγω: μέλλ. -φεύξομαι, φεύγω ὁμοῦ μετά τινος, τινὶ Ἡρόδ. 4. 11, Εὐρ., κλπ.· σὺν φεύγουσι συμφεύγειν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 26. 2) ἐξορίζομαι μετά τινος ἢ ὁμοῦ Λυκοῦργ. 151. 13· ξυνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην, μετέσχε ταύτης τῆς ἐξορίας, Πλάτ. Ἀπολ. 21Α.
French (Bailly abrégé)
ao.2 ξυνέφυγον;
1 fuir avec : τινι avec qqn;
2 être exilé avec ou ensemble.
Étymologie: σύν, φεύγω.