ἀσύντακτος: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
(6_20) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσύντακτος''': παλ. Ἀττ. ἀξύντακτος, ον, ἐπὶ στρατιωτῶν, μὴ συντεταγμένος πρὸς μάχην, [[ἐνταῦθα]] οἱ Θηβαῖοι προσπεσόντες ἔπαιον παρεσκευασμένοι ἀπαρασκεύους καὶ συντεταγμένοι ἀσυντάκτους Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 16· [[μετὰ]] δοτ., ὁ μὴ ἰσοβάθμιός τινι, περὶ δὲ τοῦ ἁγίου πνεύματος φανερᾷ χρῆται τῇ βλασφημίᾳ λέγων ἀσύντακτον [[εἶναι]] πατρὶ καὶ υἱῷ, ἀμφοτέροις δὲ ὑποτεταγμένον Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. σ. 324C. 2) ὀ ἐν ἀταξίᾳ εὐρισκόμενος, πολλοὶ δ’ αὐτῶν μεθύουσι, πάντες δὲ ἀσύντακτοί εἰσιν Ξεν. Κύρ. 7. 5, 21· [[ἄκοσμος]], [[ἀκατάστατος]], τῶν πολλῶν τὴν ἀξύντακτον ἀναρχίαν, τὴν [[ἄνευ]] πειθαρχίας, Θουκ. 6. 72· ἡ [[πρόνοια]] τυφλόν τι κἀσύντακτον, ἄστοχον, Νικόστρ. παρ’ Ἀθην. 693Α: ― Ἐπίρρ. -τως Πλουτ. Νικ. 3. 3) ἐπὶ ὑποτεταγμένων διαφόρων ἐθνῶν μὴ ὁμοφρονοῦντων, ἀλλὰ διῃρημένων [[μεταξύ]] των, καὶ ἀσυντάκτους ὄντας ἑώρα Ξεν. Κύρ. 8. 1, 45. 4) [[ἀσύμμετρος]], δυσανάλογος, [[σῶμα]] ὁ αὐτ. Κυν. 3. 3. 5) [[ἀνώμαλος]], [[ἀσύμφωνος]] τοῖς γραμματικοῖς κανόσι, Χοιροβ. 2. 486: ― ἀλλ’ ἐπὶ βιβλίων, ὁ μὴ περιεχόμενος ἐν καταλόγῳ, Διογ. Λ. 9. 46. 6) μὴ τεθειμένος ἐν τῷ φορολογικῷ καταλόγῳ, ἀπηλλαγμένος δημοσίων ὑποχρεώσεων, Δημ. 170, 19. ΙΙ. ἐνεργ. [[ἀπαράσκευος]], [[ὅπως]] ἀγορεύσῃ, ὁ Περικλῆς καλούμενος ὑπὸ τοῦ δήμου [[πολλάκις]] οὐχ ὑπήκουσε, λέγων [[ἀσύντακτος]] [[εἶναι]] Πλούτ. 2. 6D. | |lstext='''ἀσύντακτος''': παλ. Ἀττ. ἀξύντακτος, ον, ἐπὶ στρατιωτῶν, μὴ συντεταγμένος πρὸς μάχην, [[ἐνταῦθα]] οἱ Θηβαῖοι προσπεσόντες ἔπαιον παρεσκευασμένοι ἀπαρασκεύους καὶ συντεταγμένοι ἀσυντάκτους Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 16· [[μετὰ]] δοτ., ὁ μὴ ἰσοβάθμιός τινι, περὶ δὲ τοῦ ἁγίου πνεύματος φανερᾷ χρῆται τῇ βλασφημίᾳ λέγων ἀσύντακτον [[εἶναι]] πατρὶ καὶ υἱῷ, ἀμφοτέροις δὲ ὑποτεταγμένον Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. σ. 324C. 2) ὀ ἐν ἀταξίᾳ εὐρισκόμενος, πολλοὶ δ’ αὐτῶν μεθύουσι, πάντες δὲ ἀσύντακτοί εἰσιν Ξεν. Κύρ. 7. 5, 21· [[ἄκοσμος]], [[ἀκατάστατος]], τῶν πολλῶν τὴν ἀξύντακτον ἀναρχίαν, τὴν [[ἄνευ]] πειθαρχίας, Θουκ. 6. 72· ἡ [[πρόνοια]] τυφλόν τι κἀσύντακτον, ἄστοχον, Νικόστρ. παρ’ Ἀθην. 693Α: ― Ἐπίρρ. -τως Πλουτ. Νικ. 3. 3) ἐπὶ ὑποτεταγμένων διαφόρων ἐθνῶν μὴ ὁμοφρονοῦντων, ἀλλὰ διῃρημένων [[μεταξύ]] των, καὶ ἀσυντάκτους ὄντας ἑώρα Ξεν. Κύρ. 8. 1, 45. 4) [[ἀσύμμετρος]], δυσανάλογος, [[σῶμα]] ὁ αὐτ. Κυν. 3. 3. 5) [[ἀνώμαλος]], [[ἀσύμφωνος]] τοῖς γραμματικοῖς κανόσι, Χοιροβ. 2. 486: ― ἀλλ’ ἐπὶ βιβλίων, ὁ μὴ περιεχόμενος ἐν καταλόγῳ, Διογ. Λ. 9. 46. 6) μὴ τεθειμένος ἐν τῷ φορολογικῷ καταλόγῳ, ἀπηλλαγμένος δημοσίων ὑποχρεώσεων, Δημ. 170, 19. ΙΙ. ἐνεργ. [[ἀπαράσκευος]], [[ὅπως]] ἀγορεύσῃ, ὁ Περικλῆς καλούμενος ὑπὸ τοῦ δήμου [[πολλάκις]] οὐχ ὑπήκουσε, λέγων [[ἀσύντακτος]] [[εἶναι]] Πλούτ. 2. 6D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non rangé ensemble, non en ordre de bataille;<br /><b>2</b> désordonné, indiscipliné;<br /><b>3</b> non réuni, non préparé.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[συντάσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
Att. ἀξ-, ον,
A disorganized, X.Cyr.8.1.45; of soldiers, not in battle-order, opp. συντεταγμένοι, X.HG7.1.16, J. BJ1.13.3, al.: c. dat., not ranked on an equality with... Syrian.in Metaph.11.29. 2 undisciplined, disorderly, X.Cyr.7.5.21, D.13.15; στρατός Ph.2.120; πόλις Aen.Tact.3.1; ἀξ. ἀναρχία Th.6.72; ἡ πρόνοια τυφλόν τι κἀσύντακτον Nicostr.Com.19.5. Adv. -τως Plu. Nic.3. 3 loosely put together, ill-proportioned, σῶμα X.Cyn.3.3. 4 ungrammatical, irregular, Choerob. in Theod.2p.18H.; τὸ ἀ., a figure of speech, Ps.-Plu.Vit.Hom.41:—but of books, not comprehended in a list, D.L.9.47. 5 not in the same order or class, Dam.Pr.2. 6 Adv. -τως without previous intimation or arrangement, UPZ61 (ii B. C.). II Act., not having composed a speech, without premeditation, unprepared, Plu.2.6d.
German (Pape)
[Seite 381] 1) ungeordnet, noch nicht an seinen Platz gestellt, πράγματα (ἕως ἂν χώραν λάβῃ) Xen. Cyr. 4, 5, 37; bes. von Soldaten, 8, 1, 55, den ἀθρόοι entgegengesetzt; Hell. 7, 1, 5 den συντεταγμένοι; ἀναρχία Thuc. 6, 72; vgl. Dem. 13, 15; Sp., bes. Plut., unvorbereitet, de ed. lib. 9 M; adv., außer Reih u. Glied, Nic. 3. – 2) ohne Ebenmaaß, Xen. Cyn. 3, 3. – 3) ohne öffentliche Kosten, Abgaben, Synes.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύντακτος: παλ. Ἀττ. ἀξύντακτος, ον, ἐπὶ στρατιωτῶν, μὴ συντεταγμένος πρὸς μάχην, ἐνταῦθα οἱ Θηβαῖοι προσπεσόντες ἔπαιον παρεσκευασμένοι ἀπαρασκεύους καὶ συντεταγμένοι ἀσυντάκτους Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 16· μετὰ δοτ., ὁ μὴ ἰσοβάθμιός τινι, περὶ δὲ τοῦ ἁγίου πνεύματος φανερᾷ χρῆται τῇ βλασφημίᾳ λέγων ἀσύντακτον εἶναι πατρὶ καὶ υἱῷ, ἀμφοτέροις δὲ ὑποτεταγμένον Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. σ. 324C. 2) ὀ ἐν ἀταξίᾳ εὐρισκόμενος, πολλοὶ δ’ αὐτῶν μεθύουσι, πάντες δὲ ἀσύντακτοί εἰσιν Ξεν. Κύρ. 7. 5, 21· ἄκοσμος, ἀκατάστατος, τῶν πολλῶν τὴν ἀξύντακτον ἀναρχίαν, τὴν ἄνευ πειθαρχίας, Θουκ. 6. 72· ἡ πρόνοια τυφλόν τι κἀσύντακτον, ἄστοχον, Νικόστρ. παρ’ Ἀθην. 693Α: ― Ἐπίρρ. -τως Πλουτ. Νικ. 3. 3) ἐπὶ ὑποτεταγμένων διαφόρων ἐθνῶν μὴ ὁμοφρονοῦντων, ἀλλὰ διῃρημένων μεταξύ των, καὶ ἀσυντάκτους ὄντας ἑώρα Ξεν. Κύρ. 8. 1, 45. 4) ἀσύμμετρος, δυσανάλογος, σῶμα ὁ αὐτ. Κυν. 3. 3. 5) ἀνώμαλος, ἀσύμφωνος τοῖς γραμματικοῖς κανόσι, Χοιροβ. 2. 486: ― ἀλλ’ ἐπὶ βιβλίων, ὁ μὴ περιεχόμενος ἐν καταλόγῳ, Διογ. Λ. 9. 46. 6) μὴ τεθειμένος ἐν τῷ φορολογικῷ καταλόγῳ, ἀπηλλαγμένος δημοσίων ὑποχρεώσεων, Δημ. 170, 19. ΙΙ. ἐνεργ. ἀπαράσκευος, ὅπως ἀγορεύσῃ, ὁ Περικλῆς καλούμενος ὑπὸ τοῦ δήμου πολλάκις οὐχ ὑπήκουσε, λέγων ἀσύντακτος εἶναι Πλούτ. 2. 6D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non rangé ensemble, non en ordre de bataille;
2 désordonné, indiscipliné;
3 non réuni, non préparé.
Étymologie: ἀ, συντάσσω.