ἐκτρίβω: Difference between revisions
ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκτρίβω''': ῑ: μέλλ. -ψω: μέλλ. παθ. β΄ -τρῐβήσομαι Σοφ. Ο. Τ. 428˙ [[τρίβω]] ἰσχυρῶς, καὶ διὰ τῆς ἰσχυρᾶς τριβῆς [[ἐξάγω]] ἢ [[παράγω]] τι, πῦρ Ξεν. Κύρ. 2. 2, 15˙ φλόγα [[Πολυδ]]. Θ΄, 155˙ (ἐν Σοφ. Φ. 296, ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων... ἔφην’ ἄφαντον φῶς, ἐκτρίβων ἔφηνα = [[τρίβων]] ἐξέφηνα, ἀλλ’ ἴδε κατωτ.): παθ., τὰ ψυχικὰ προτερήματα διὰ τὰ ἔπαθλα [[οἷον]] ἐκτρίβεται Λογγῖν. 44. 3. ΙΙ. κατασυντρίβω, [[καταστρέφω]] ἐξ ὁλοκλήρου, σφέας πίτυος τρόπον ἠπείλεε ἐκτρίψειν (ἴδε ἐν λ. [[πίτυς]]) Ἡρόδ. 6. 37˙ ἐκτρ. τινὰ πρόρριζον Εὐρ. Ἱππ. 684˙ τὴν ποίην ἐκ τῆς γῆς ἐκτρίβειν Ἡρόδ. 4. 120˙ ἐκτρ. τοῦ Κύκλωπος ὀφθαλμὸν Εὐρ. Κύκλ. 475˙ κακῶς νιν ἄμορον ἐκτρῖψαι βίον, νὰ τελειώσῃ κακῶς τὸν ἄθλιον βίον του, Λατ. conterere vitam, Σοφ. Ο. Τ. 248, πρβλ. 428: - Παθ., [[πρόρριζος]] ἐκτέτριπται Ἡρόδ. 6. 86˙ ὁπλὰς ἐκτετριμμένος, ἔχων τὰς ὁπλὰς τετριμμένας, ἐφθαρμένας, Λουκ. Ὄνος 19˙ πρβλ. [[διατρίβω]] Ι. ΙΙΙ. προξενῶ διαρκῆ ἔκτριψιν εἴς τι, [[τρίβω]] διαρκῶς, Ἄτλας, ὁ χαλκέοισι... νώτοις οὐρανὸν... ἐκτρίβων Εὐρ. Ἴων 1˙ «[[οὕτως]] ἄτρεπτος ὁ [[χαλκόνωτος]] Ἄτλας, [[ὥστε]] [[μᾶλλον]] τὸν οὐρανὸν ἢ τοὺς ὤμους ἐκτρίβειν ἐν τῷ ἀνέχειν αὐτόν» Barnes·Ϗ ἀλλὰ τὸ [[χωρίον]] φαίνεται ἐφθαρμένον˙ ἴδε ἐν τούτοις σημείωσιν Paley ἐν τόπῳ. IV. διὰ τῆς τριβῆς «ξεφλουδίζω» τι, χίδρα μὲν ἐκτρίψειας Νίκανδρος παρ’ Ἀθην. 126Β. V. διὰ τῆς τριβῆς ποιῶ τι λεῖον, Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 4. 11, 6˙ [[τρίβω]], [[καθαρίζω]], στιλβώνω, ἐκτρίβειν... τὰς πανοπλίας Πολύβ. 10. 20, 2. | |lstext='''ἐκτρίβω''': ῑ: μέλλ. -ψω: μέλλ. παθ. β΄ -τρῐβήσομαι Σοφ. Ο. Τ. 428˙ [[τρίβω]] ἰσχυρῶς, καὶ διὰ τῆς ἰσχυρᾶς τριβῆς [[ἐξάγω]] ἢ [[παράγω]] τι, πῦρ Ξεν. Κύρ. 2. 2, 15˙ φλόγα [[Πολυδ]]. Θ΄, 155˙ (ἐν Σοφ. Φ. 296, ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων... ἔφην’ ἄφαντον φῶς, ἐκτρίβων ἔφηνα = [[τρίβων]] ἐξέφηνα, ἀλλ’ ἴδε κατωτ.): παθ., τὰ ψυχικὰ προτερήματα διὰ τὰ ἔπαθλα [[οἷον]] ἐκτρίβεται Λογγῖν. 44. 3. ΙΙ. κατασυντρίβω, [[καταστρέφω]] ἐξ ὁλοκλήρου, σφέας πίτυος τρόπον ἠπείλεε ἐκτρίψειν (ἴδε ἐν λ. [[πίτυς]]) Ἡρόδ. 6. 37˙ ἐκτρ. τινὰ πρόρριζον Εὐρ. Ἱππ. 684˙ τὴν ποίην ἐκ τῆς γῆς ἐκτρίβειν Ἡρόδ. 4. 120˙ ἐκτρ. τοῦ Κύκλωπος ὀφθαλμὸν Εὐρ. Κύκλ. 475˙ κακῶς νιν ἄμορον ἐκτρῖψαι βίον, νὰ τελειώσῃ κακῶς τὸν ἄθλιον βίον του, Λατ. conterere vitam, Σοφ. Ο. Τ. 248, πρβλ. 428: - Παθ., [[πρόρριζος]] ἐκτέτριπται Ἡρόδ. 6. 86˙ ὁπλὰς ἐκτετριμμένος, ἔχων τὰς ὁπλὰς τετριμμένας, ἐφθαρμένας, Λουκ. Ὄνος 19˙ πρβλ. [[διατρίβω]] Ι. ΙΙΙ. προξενῶ διαρκῆ ἔκτριψιν εἴς τι, [[τρίβω]] διαρκῶς, Ἄτλας, ὁ χαλκέοισι... νώτοις οὐρανὸν... ἐκτρίβων Εὐρ. Ἴων 1˙ «[[οὕτως]] ἄτρεπτος ὁ [[χαλκόνωτος]] Ἄτλας, [[ὥστε]] [[μᾶλλον]] τὸν οὐρανὸν ἢ τοὺς ὤμους ἐκτρίβειν ἐν τῷ ἀνέχειν αὐτόν» Barnes·Ϗ ἀλλὰ τὸ [[χωρίον]] φαίνεται ἐφθαρμένον˙ ἴδε ἐν τούτοις σημείωσιν Paley ἐν τόπῳ. IV. διὰ τῆς τριβῆς «ξεφλουδίζω» τι, χίδρα μὲν ἐκτρίψειας Νίκανδρος παρ’ Ἀθην. 126Β. V. διὰ τῆς τριβῆς ποιῶ τι λεῖον, Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 4. 11, 6˙ [[τρίβω]], [[καθαρίζω]], στιλβώνω, ἐκτρίβειν... τὰς πανοπλίας Πολύβ. 10. 20, 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>I.</b> faire jaillir par le frottement : [[πῦρ]] XÉN du feu ; frotter (pour faire jaillir du feu) : [[ἐν]] πέτροισι πέτρον SOPH une pierre contre des pierres;<br /><b>II.</b> enlever en frottant <i>ou</i> en broyant, <i>d’où</i><br /><b>1</b> nettoyer en frottant;<br /><b>2</b> user par le frottement : ὁπλὰς ἐκτετριμμένος LUC ayant les sabots usés ; <i>fig.</i> ἐκτρ. βίον SOPH user sa vie (<i>cf. lat.</i> conterere vitam);<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> arracher, extirper : ποίην [[ἐκ]] γῆς HDT dévaster les pâturages d’un pays ; <i>fig.</i> exterminer, anéantir : τινα πρόρριζον EUR exterminer qqn (<i>litt.</i> l’extirper jusqu’à la racine) ; <i>Pass.</i> [[πρόρριζος]] ἐκτέτριπται HDT il est anéanti.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[τρίβω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῑ], fut. Pass.
A -τρῐβήσομαι S.OT428:—rub out, i. e. produce by rubbing, πῦρ ἔκ τινος X.Cyr.2.2.15; φλόγα Poll.9.155 (but in S.Ph.296 ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων . . ἔφην' ἄφαντον φῶς rubbing hard): metaph., λύπην Plu.2.610b:—Pass., τὰ ψυχικὰ προτερήματα διὰ τὰ ἔπαθλα οἷον ἐκτρίβεται Longin.44.3. II rub out, i.e. to destroy root and branch, σφέας πίτυος τρόπον ἀπείλεε ἐκτρίψειν (cf. πίτυς) Hdt.6.37; ἐ. τινὰ πρόρριζον E.Hipp.684; τὴν ποίην ἐκ τῆς γῆς ἐκτρίβειν Hdt.4.120; αὕτη μ' ἡ γυνή ποτ' ἐκτρίψει Herod.6.27, dub. in E.Cyc.475; βίον ἐ. bring life to a wretched end, = Lat. conterere vitam, S.OT248, cf. 428:—Pass., πρόρριζος ἐκτέτριπται Hdt.6.86.δ; ὁπλὰς ἐκτετριμμένος with the hoofs worn off, Luc.Asin.19. III rub constantly, wear out, Ἄτλας . . νώτοις οὐρανὸν ἐκτρίβων E.Ion2 (s. v.l.). IV rub, thresh out, f.l. in Nic.Fr.68.3. V polish, Thphr.HP4.11.6, Plb. 10.20.2; ἀργυρώματα Class.Phil.19.234 (iii B.C.); cf. ἐξετρίβετο· σφόδρα ἐκοσμεῖτο, Hsch. 2 wipe out, Herod.1.79.
German (Pape)
[Seite 783] 1) herausreiben, durch Reiben hervorrufen; πῦρ Xen. Cyr. 2, 2, 13; dah. ἐν πέτροισι πέτρον, Stein an Stein reiben, Soph. Phil. 296. – 2) ausreiben, wie Κύκλωπος ὀφθαλμὸν ὥσπερ σφηκιάν Eur. Cycl. 475; vernichten, wegtilgen, ποίην ἐκ τῆς γῆς Her. 4, 120; πίτυος τρόπον, mit Stumpf u. Stiel ausrotten, wie eine Fichte, die nicht mehr aus der Wurzel ausschlägt, 6, 37; ἐκτέτριπται πρόῤῥιζος ἐκ Σπάρτης 6, 86; Ζεύς σε πρόῤῥιζον ἐκτρίψειεν Eur. Hipp. 684. So ἐκτριβήσεται Soph. O. R. 428; neben καταφθεῖραι Plut. Eumen. 19. – 3) abreiben, abnutzen, Ἄτλας ὁ χαλκέοισι νώτοις οὐρανὸν ἐκτρίβων, für νῶτα οὐρανῷ, Eur. Ion 2; ὁπλὰς ἐκ τῆς ὁδοῦ ἐκτετριμμένος Luc. Asin. 19. – Uebertr., κακῶς βίον ἐκτρῖψαι, elend hinbringen, Soph. O. R. 248. – 41 ausreiben, ῥύπον Plut.; reinigen, poliren, τὰς πανοπλίας Pol. 10, 20, 2; – καρπούς, χίδρα, Theocr. 7, 156 u. Nic. bei Ath. III, 126 b, ausdreschen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτρίβω: ῑ: μέλλ. -ψω: μέλλ. παθ. β΄ -τρῐβήσομαι Σοφ. Ο. Τ. 428˙ τρίβω ἰσχυρῶς, καὶ διὰ τῆς ἰσχυρᾶς τριβῆς ἐξάγω ἢ παράγω τι, πῦρ Ξεν. Κύρ. 2. 2, 15˙ φλόγα Πολυδ. Θ΄, 155˙ (ἐν Σοφ. Φ. 296, ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων... ἔφην’ ἄφαντον φῶς, ἐκτρίβων ἔφηνα = τρίβων ἐξέφηνα, ἀλλ’ ἴδε κατωτ.): παθ., τὰ ψυχικὰ προτερήματα διὰ τὰ ἔπαθλα οἷον ἐκτρίβεται Λογγῖν. 44. 3. ΙΙ. κατασυντρίβω, καταστρέφω ἐξ ὁλοκλήρου, σφέας πίτυος τρόπον ἠπείλεε ἐκτρίψειν (ἴδε ἐν λ. πίτυς) Ἡρόδ. 6. 37˙ ἐκτρ. τινὰ πρόρριζον Εὐρ. Ἱππ. 684˙ τὴν ποίην ἐκ τῆς γῆς ἐκτρίβειν Ἡρόδ. 4. 120˙ ἐκτρ. τοῦ Κύκλωπος ὀφθαλμὸν Εὐρ. Κύκλ. 475˙ κακῶς νιν ἄμορον ἐκτρῖψαι βίον, νὰ τελειώσῃ κακῶς τὸν ἄθλιον βίον του, Λατ. conterere vitam, Σοφ. Ο. Τ. 248, πρβλ. 428: - Παθ., πρόρριζος ἐκτέτριπται Ἡρόδ. 6. 86˙ ὁπλὰς ἐκτετριμμένος, ἔχων τὰς ὁπλὰς τετριμμένας, ἐφθαρμένας, Λουκ. Ὄνος 19˙ πρβλ. διατρίβω Ι. ΙΙΙ. προξενῶ διαρκῆ ἔκτριψιν εἴς τι, τρίβω διαρκῶς, Ἄτλας, ὁ χαλκέοισι... νώτοις οὐρανὸν... ἐκτρίβων Εὐρ. Ἴων 1˙ «οὕτως ἄτρεπτος ὁ χαλκόνωτος Ἄτλας, ὥστε μᾶλλον τὸν οὐρανὸν ἢ τοὺς ὤμους ἐκτρίβειν ἐν τῷ ἀνέχειν αὐτόν» Barnes·Ϗ ἀλλὰ τὸ χωρίον φαίνεται ἐφθαρμένον˙ ἴδε ἐν τούτοις σημείωσιν Paley ἐν τόπῳ. IV. διὰ τῆς τριβῆς «ξεφλουδίζω» τι, χίδρα μὲν ἐκτρίψειας Νίκανδρος παρ’ Ἀθην. 126Β. V. διὰ τῆς τριβῆς ποιῶ τι λεῖον, Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 4. 11, 6˙ τρίβω, καθαρίζω, στιλβώνω, ἐκτρίβειν... τὰς πανοπλίας Πολύβ. 10. 20, 2.
French (Bailly abrégé)
I. faire jaillir par le frottement : πῦρ XÉN du feu ; frotter (pour faire jaillir du feu) : ἐν πέτροισι πέτρον SOPH une pierre contre des pierres;
II. enlever en frottant ou en broyant, d’où
1 nettoyer en frottant;
2 user par le frottement : ὁπλὰς ἐκτετριμμένος LUC ayant les sabots usés ; fig. ἐκτρ. βίον SOPH user sa vie (cf. lat. conterere vitam);
3 p. ext. arracher, extirper : ποίην ἐκ γῆς HDT dévaster les pâturages d’un pays ; fig. exterminer, anéantir : τινα πρόρριζον EUR exterminer qqn (litt. l’extirper jusqu’à la racine) ; Pass. πρόρριζος ἐκτέτριπται HDT il est anéanti.
Étymologie: ἐκ, τρίβω.