αἰσθάνομαι: Difference between revisions
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰσθάνομαι''': (πρβλ. αἴσθομαι), Ἰων. γ΄ πληθ. εὐκτ. αἰσθανοίατο, ἐν χρήσει παρ’ Ἀριστοφ. Εἰρ. 209: - παρατ. ᾐσθανόμην: μέλλ. αἰσθήσομαι, Ἀττ. (παρὰ τοῖς Ἑβδ. αἰσθανθήσομαι καὶ αἰσθηθήσομαι): ἀόρ. β΄ ᾐσθόμην, Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.: παρακ. ᾔσθημαι· μεταγεν. ἀόρ. α΄, ᾐσθησάμην, Σχόλ. εἰς Ἄρατ. 418 καὶ παρὰ τοῖς Ἑβδ. ᾐσθήθην: - Ἀποθ.: (ἀΐω)· (ἡ √ΑΙΣ φαίνεται ἐκτεταμένος [[τύπος]] τῆς ΑΙ, ἀΐω, ὃ ἴδε). Ἀττ. [[ῥῆμα]] (ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἡροδότῳ) = ἐννοῶ, [[λαμβάνω]] γνῶσιν, [[καταλαμβάνω]] διὰ τῶν αἰσθήσεων, Ἡρόδ. 3. 87· αἰσθ. τῇ ἀκοῇ, τῇ ὀσμῇ, Θουκ. 6. 17, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 8: - [[βλέπω]], Σοφ. Φ. 75, κτλ.: - [[ἀκούω]], βοήν, ὁ αὐτ. Αἴ. 1318· πρβλ. Φ. 252· οὐκ εἶδον, ᾐσθόμην δ’ ἔτ’ [[ὄντα]] νιν, [[αὐτόθι]] 445· ᾖσθ. τινὸς ὑποστενούσης, ὁ αυτ. Ἠλ. 79, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 603, κτλ. 2) ἐπὶ διανοητικῆς καταλήψεως, [[διακρίνω]], ἐννοῶ, [[ὡσαύτως]]: [[ἀκούω]], [[μανθάνω]]· [[συχν]]. παρ’ Ἀττ.: - ἀπολ., αἰσθάνει, Λατ. tenes, ἔχεις δίκαιον, ὀρθῶς ἐννοεῖς τὸ [[πρᾶγμα]], Εὐρ. Ὀρ. 752. ΙΙ. συντασ. ἐπ’ ἀμφοτέρων τῶν ἐννοιῶν [[μετὰ]] γεν., ἀντιλαμβάνομαί τι, [[λαμβάνω]] γνῶσίν τινος, τῶν κακῶν, Εὐρ. Τρῳ. 633, κτλ., σπαν. [[περί]] τινος, Θουκ. 1. 70· αἰσθ. ὑπό τινος [[μανθάνω]] [[παρά]] τινος, ὁ αὐτ. 5. 2. 2) διά τινος, διὰ μέσου τινός, [[συχν]]. παρὰ Πλάτ.· - [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] αἰτιατ., Σοφ. Ἠλ. 89. Φ. 252., Εὐρ. Ἑλ. 653, 764, κτλ.: - αἱ ἐξηρτημέναι προτάσεις συνάπτονται κατὰ τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχὴν συμφωνοῦσαν πρὸς τὸ ὑποκείμενον, [[αἰσθάνομαι]] κάμνων, Θουκ. 2. 51· αἰσθάνομεθα γελοῖοι ὄντες, Πλάτ. Θεαίτ. 112C· ἢ συμφωνοῦσαν πρὸς τὸ ἀντικείμενον, τυράννους ἐκπεσόντας ᾐσθόμην, Αἰσχύλ. Πρ. 957· πρβλ. Θουκ. 1. 47, κτλ.: Σπανιώτερον [[μετὰ]] αἰτ. καὶ ἀπαρεμ., ὁ αὐτ. 6. 59· ὡσαύτ. ᾔσθετο τὸ [[στράτευμα]] ὅτι ἦν ..., Ξεν. Ἀν. 1. 2. 21: αἰσθάνεσθε ὡς..., [[αὐτόθι]] 3. 1. 40, κτλ., [[οὕνεκα]]..., Σοφ. Ἠλ. 1477: - αἰσθανόμενος τῇ ἡλικίᾳ, ἀπολ. ἔχων τὰς δυνάμεις μου ἐντελῶς ἀνεπτυγμένας [[ἕνεκα]] τῆς ἡλικίας μου (ἢ παρὰ τὴν ἡλικίαν μου), Θουκ. 5. 26· ἴδε Poppo ἐν τόπῳ. Τὸ παθ. ἀναπληροῦται διὰ τῆς φράσ. αἴσθησιν [[παρέχω]], πρβλ. [[αἴσθησις]]. | |lstext='''αἰσθάνομαι''': (πρβλ. αἴσθομαι), Ἰων. γ΄ πληθ. εὐκτ. αἰσθανοίατο, ἐν χρήσει παρ’ Ἀριστοφ. Εἰρ. 209: - παρατ. ᾐσθανόμην: μέλλ. αἰσθήσομαι, Ἀττ. (παρὰ τοῖς Ἑβδ. αἰσθανθήσομαι καὶ αἰσθηθήσομαι): ἀόρ. β΄ ᾐσθόμην, Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.: παρακ. ᾔσθημαι· μεταγεν. ἀόρ. α΄, ᾐσθησάμην, Σχόλ. εἰς Ἄρατ. 418 καὶ παρὰ τοῖς Ἑβδ. ᾐσθήθην: - Ἀποθ.: (ἀΐω)· (ἡ √ΑΙΣ φαίνεται ἐκτεταμένος [[τύπος]] τῆς ΑΙ, ἀΐω, ὃ ἴδε). Ἀττ. [[ῥῆμα]] (ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἡροδότῳ) = ἐννοῶ, [[λαμβάνω]] γνῶσιν, [[καταλαμβάνω]] διὰ τῶν αἰσθήσεων, Ἡρόδ. 3. 87· αἰσθ. τῇ ἀκοῇ, τῇ ὀσμῇ, Θουκ. 6. 17, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 8: - [[βλέπω]], Σοφ. Φ. 75, κτλ.: - [[ἀκούω]], βοήν, ὁ αὐτ. Αἴ. 1318· πρβλ. Φ. 252· οὐκ εἶδον, ᾐσθόμην δ’ ἔτ’ [[ὄντα]] νιν, [[αὐτόθι]] 445· ᾖσθ. τινὸς ὑποστενούσης, ὁ αυτ. Ἠλ. 79, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 603, κτλ. 2) ἐπὶ διανοητικῆς καταλήψεως, [[διακρίνω]], ἐννοῶ, [[ὡσαύτως]]: [[ἀκούω]], [[μανθάνω]]· [[συχν]]. παρ’ Ἀττ.: - ἀπολ., αἰσθάνει, Λατ. tenes, ἔχεις δίκαιον, ὀρθῶς ἐννοεῖς τὸ [[πρᾶγμα]], Εὐρ. Ὀρ. 752. ΙΙ. συντασ. ἐπ’ ἀμφοτέρων τῶν ἐννοιῶν [[μετὰ]] γεν., ἀντιλαμβάνομαί τι, [[λαμβάνω]] γνῶσίν τινος, τῶν κακῶν, Εὐρ. Τρῳ. 633, κτλ., σπαν. [[περί]] τινος, Θουκ. 1. 70· αἰσθ. ὑπό τινος [[μανθάνω]] [[παρά]] τινος, ὁ αὐτ. 5. 2. 2) διά τινος, διὰ μέσου τινός, [[συχν]]. παρὰ Πλάτ.· - [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] αἰτιατ., Σοφ. Ἠλ. 89. Φ. 252., Εὐρ. Ἑλ. 653, 764, κτλ.: - αἱ ἐξηρτημέναι προτάσεις συνάπτονται κατὰ τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχὴν συμφωνοῦσαν πρὸς τὸ ὑποκείμενον, [[αἰσθάνομαι]] κάμνων, Θουκ. 2. 51· αἰσθάνομεθα γελοῖοι ὄντες, Πλάτ. Θεαίτ. 112C· ἢ συμφωνοῦσαν πρὸς τὸ ἀντικείμενον, τυράννους ἐκπεσόντας ᾐσθόμην, Αἰσχύλ. Πρ. 957· πρβλ. Θουκ. 1. 47, κτλ.: Σπανιώτερον [[μετὰ]] αἰτ. καὶ ἀπαρεμ., ὁ αὐτ. 6. 59· ὡσαύτ. ᾔσθετο τὸ [[στράτευμα]] ὅτι ἦν ..., Ξεν. Ἀν. 1. 2. 21: αἰσθάνεσθε ὡς..., [[αὐτόθι]] 3. 1. 40, κτλ., [[οὕνεκα]]..., Σοφ. Ἠλ. 1477: - αἰσθανόμενος τῇ ἡλικίᾳ, ἀπολ. ἔχων τὰς δυνάμεις μου ἐντελῶς ἀνεπτυγμένας [[ἕνεκα]] τῆς ἡλικίας μου (ἢ παρὰ τὴν ἡλικίαν μου), Θουκ. 5. 26· ἴδε Poppo ἐν τόπῳ. Τὸ παθ. ἀναπληροῦται διὰ τῆς φράσ. αἴσθησιν [[παρέχω]], πρβλ. [[αἴσθησις]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> [[ᾐσθανόμην]], <i>f.</i> [[αἰσθήσομαι]], <i>ao.2</i> [[ᾐσθόμην]], <i>pf.</i> [[ᾔσθημαι]];<br /><b>1</b> percevoir par les sens, gén. <i>ou</i> acc.;<br /><b>2</b> percevoir par l’intelligence, s’apercevoir, comprendre, gén. <i>ou</i> acc. ; αἰσθ. [[ὑπό]] τινος THC apprendre de qqn ; ᾔσθησαί μου ψευδομαρτυροῦντος ; XÉN m’as-tu surpris rendant un faux témoignage ? [[εἰ]] λυπουμένην γ’ αἴσθοιτό με AR s’il s’apercevait que j’ai du chagrin ; αἰσθ. [[ὅτι]], [[ὡς]] s’apercevoir, comprendre que ; ἐπεὶ ᾔσθετο τὸ [[στράτευμα]] [[ὅτι]] XÉN lorsqu’il avait appris que l’armée… <i>(prolepse)</i> ; ψυχὴ [[θεῶν]] ᾔσθηται [[ὅτι]] [[εἰσί]] XÉN l’âme a le sentiment qu’il y a des dieux <i>(prolepse)</i> ; [[ὁπότε]] [[τις]] αἴσθοιτο κάμνων THC lorsqu’on se sentait atteint par le mal ; <i>abs.</i> comprendre, être intelligent, avoir conscience de soi, être en possession de ses facultés ; [[οἱ]] αἰσθανόμενοι THC les gens de bon sens.<br />'''Étymologie:''' [[ἀΐω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
(cf. αἴσθομαι), Ion. 3pl.opt.
A αἰσθανοίατο Ar.Pax209: impf. ῃσθανόμην: fut. αἰσθήσομαι S.Ph.75, etc.; later αἰσθανθήσομαι LXX Is.49.26; αἰσθηθήσομαι ib.33.11: aor. 2 ᾐσθόμην: pf. ᾔσθημαι: later, aor. 1 ᾐσθησάμην Sch.Arat.418; ᾐσθήθην LXX Jb.40.18: (cf. ἀΐω):—perceive, apprehend by the senses, Alcmaeon 1a, Hdt.3.87, Democr.11, etc.; τῇ ὄψει, τῇ ἁφῇ, τῇ ἀκοῇ Hp.Off.1; αἰ. τῇ ἀκοῇ, τῇ ὀσμῇ, Th.6.17, X.Mem.3.11.8; see, S.Ph.75, etc.; hear, βοήν Id.Aj. 1318, cf. Ph.252; οὐκ εἶδον αὐτόν, ᾐσθόμην δ' ἔτ' ὄντανιν ib.445; τινὸς ὑποστενούσης αἰ. Id.El.79; βοῆς E.Hipp.603, etc. 2 of mental perception, perceive, understand, τῇ γνώμῃ αἰσθέσθαι Hp.Off.1; τὸ πραχθέν Lys.9.4, cf. Th.3.36, etc.:— hear, learn, v. infr. 11: abs., αἰσθάνει you are right, E.Or.752; ᾔσθημαι, in parenthesis, Id.Hipp. 1403. II Construct. in both senses, c. gen., take notice of, have perception of, τῶν κακῶν E.Tr.638 s. v.l.; rarely περί τινος Th.1.70; αἰ. ὑπό τινος learn from one, Id.5.2; διά τινος Pl.Tht.184e, al.: c. acc., S.El.89, Ph.252, E.Hel.653, 764, etc.:—freq. with part. agreeing with subject, αἰσθάνομαι κάμνων Th.2.51; αἰσθώμεθα γελοῖοι ὄντες Pl.Thg.122c; agreeing with object, τυράννους ἐκπεσόντας ᾐσθόμην A.Pr.957, cf. Th.1.47, etc.; ἤδη τινῶν ᾐσθόμην ἀχθομένων Lys.16.20, cf. Pl.Ap.22c; ᾐσθόμην τεχνωμένου Ar.V.176: less freq. c. acc. et inf., Th.6.59; αἰ. ὅτι . . Id.5.2, Pl.Ap.21e, etc.; ᾔσθετο ὅτι τὸ στράτευμα ἦν . . X.An.1.2.21; αἰ. ὡς . . ib.3.1.40, etc.; οὕνεκα . . S.El. 1477:—abs., αἰσθανόμενος having full possession of one's faculties, τῇ ἡλικίᾳ Th.5.26; sensible, of keen perception, καὶ μετρίως αἰσθανομένῳ φανερόν X.Mem.4.1.1, cf. Th.1.71, Pl.R.360d.—The Pass. is supplied by αἴσθησιν παρέχω, cf. αἴσθησις 1. III display feeling, Arist.Po.1454b37.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσθάνομαι: (πρβλ. αἴσθομαι), Ἰων. γ΄ πληθ. εὐκτ. αἰσθανοίατο, ἐν χρήσει παρ’ Ἀριστοφ. Εἰρ. 209: - παρατ. ᾐσθανόμην: μέλλ. αἰσθήσομαι, Ἀττ. (παρὰ τοῖς Ἑβδ. αἰσθανθήσομαι καὶ αἰσθηθήσομαι): ἀόρ. β΄ ᾐσθόμην, Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.: παρακ. ᾔσθημαι· μεταγεν. ἀόρ. α΄, ᾐσθησάμην, Σχόλ. εἰς Ἄρατ. 418 καὶ παρὰ τοῖς Ἑβδ. ᾐσθήθην: - Ἀποθ.: (ἀΐω)· (ἡ √ΑΙΣ φαίνεται ἐκτεταμένος τύπος τῆς ΑΙ, ἀΐω, ὃ ἴδε). Ἀττ. ῥῆμα (ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἡροδότῳ) = ἐννοῶ, λαμβάνω γνῶσιν, καταλαμβάνω διὰ τῶν αἰσθήσεων, Ἡρόδ. 3. 87· αἰσθ. τῇ ἀκοῇ, τῇ ὀσμῇ, Θουκ. 6. 17, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 8: - βλέπω, Σοφ. Φ. 75, κτλ.: - ἀκούω, βοήν, ὁ αὐτ. Αἴ. 1318· πρβλ. Φ. 252· οὐκ εἶδον, ᾐσθόμην δ’ ἔτ’ ὄντα νιν, αὐτόθι 445· ᾖσθ. τινὸς ὑποστενούσης, ὁ αυτ. Ἠλ. 79, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 603, κτλ. 2) ἐπὶ διανοητικῆς καταλήψεως, διακρίνω, ἐννοῶ, ὡσαύτως: ἀκούω, μανθάνω· συχν. παρ’ Ἀττ.: - ἀπολ., αἰσθάνει, Λατ. tenes, ἔχεις δίκαιον, ὀρθῶς ἐννοεῖς τὸ πρᾶγμα, Εὐρ. Ὀρ. 752. ΙΙ. συντασ. ἐπ’ ἀμφοτέρων τῶν ἐννοιῶν μετὰ γεν., ἀντιλαμβάνομαί τι, λαμβάνω γνῶσίν τινος, τῶν κακῶν, Εὐρ. Τρῳ. 633, κτλ., σπαν. περί τινος, Θουκ. 1. 70· αἰσθ. ὑπό τινος μανθάνω παρά τινος, ὁ αὐτ. 5. 2. 2) διά τινος, διὰ μέσου τινός, συχν. παρὰ Πλάτ.· - ὡσαύτως μετὰ αἰτιατ., Σοφ. Ἠλ. 89. Φ. 252., Εὐρ. Ἑλ. 653, 764, κτλ.: - αἱ ἐξηρτημέναι προτάσεις συνάπτονται κατὰ τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχὴν συμφωνοῦσαν πρὸς τὸ ὑποκείμενον, αἰσθάνομαι κάμνων, Θουκ. 2. 51· αἰσθάνομεθα γελοῖοι ὄντες, Πλάτ. Θεαίτ. 112C· ἢ συμφωνοῦσαν πρὸς τὸ ἀντικείμενον, τυράννους ἐκπεσόντας ᾐσθόμην, Αἰσχύλ. Πρ. 957· πρβλ. Θουκ. 1. 47, κτλ.: Σπανιώτερον μετὰ αἰτ. καὶ ἀπαρεμ., ὁ αὐτ. 6. 59· ὡσαύτ. ᾔσθετο τὸ στράτευμα ὅτι ἦν ..., Ξεν. Ἀν. 1. 2. 21: αἰσθάνεσθε ὡς..., αὐτόθι 3. 1. 40, κτλ., οὕνεκα..., Σοφ. Ἠλ. 1477: - αἰσθανόμενος τῇ ἡλικίᾳ, ἀπολ. ἔχων τὰς δυνάμεις μου ἐντελῶς ἀνεπτυγμένας ἕνεκα τῆς ἡλικίας μου (ἢ παρὰ τὴν ἡλικίαν μου), Θουκ. 5. 26· ἴδε Poppo ἐν τόπῳ. Τὸ παθ. ἀναπληροῦται διὰ τῆς φράσ. αἴσθησιν παρέχω, πρβλ. αἴσθησις.
French (Bailly abrégé)
impf. ᾐσθανόμην, f. αἰσθήσομαι, ao.2 ᾐσθόμην, pf. ᾔσθημαι;
1 percevoir par les sens, gén. ou acc.;
2 percevoir par l’intelligence, s’apercevoir, comprendre, gén. ou acc. ; αἰσθ. ὑπό τινος THC apprendre de qqn ; ᾔσθησαί μου ψευδομαρτυροῦντος ; XÉN m’as-tu surpris rendant un faux témoignage ? εἰ λυπουμένην γ’ αἴσθοιτό με AR s’il s’apercevait que j’ai du chagrin ; αἰσθ. ὅτι, ὡς s’apercevoir, comprendre que ; ἐπεὶ ᾔσθετο τὸ στράτευμα ὅτι XÉN lorsqu’il avait appris que l’armée… (prolepse) ; ψυχὴ θεῶν ᾔσθηται ὅτι εἰσί XÉN l’âme a le sentiment qu’il y a des dieux (prolepse) ; ὁπότε τις αἴσθοιτο κάμνων THC lorsqu’on se sentait atteint par le mal ; abs. comprendre, être intelligent, avoir conscience de soi, être en possession de ses facultés ; οἱ αἰσθανόμενοι THC les gens de bon sens.
Étymologie: ἀΐω.