ἀλαζονεία: Difference between revisions
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλαζονεία''': ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀλαζόνος, [[ψευδὴς]] [[κομπασμός]], [[μεγαλαυχία]], Ἀριστοφ. Ἱπ. 903, Πλάτ. Γοργ. 525A, κτλ., περιγράφεται δὲ ὑπὸ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 7, Θεοφρ. Χαρ. 23· ὑπ’ ἀλαζονείας, Ἀριστοφ. Βάτρ. 919· κατὰ πληθ. ὁ αὐτ. Ἱππ. 290, Ἰσοκρ. 237Β: - μεταφ. ἀλ. χορδῶν, ἡ [[ὑπέρμετρος]] αὐτῶν [[ἑτοιμότης]] πρὸς ἤχησιν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἐξάρνησις]], Πλάτ. Πολ. 531Α: - ὅτι ἡ παραλήγουσα [[εἶναι]] μακρά, φαίνεται ἐκ τοῦ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. Μενάνδ. Ἄδηλ. 195· ἀλαζονία [ῐ]μόνον παρὰ μεταγ. Ἐπ., Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 32. | |lstext='''ἀλαζονεία''': ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀλαζόνος, [[ψευδὴς]] [[κομπασμός]], [[μεγαλαυχία]], Ἀριστοφ. Ἱπ. 903, Πλάτ. Γοργ. 525A, κτλ., περιγράφεται δὲ ὑπὸ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 7, Θεοφρ. Χαρ. 23· ὑπ’ ἀλαζονείας, Ἀριστοφ. Βάτρ. 919· κατὰ πληθ. ὁ αὐτ. Ἱππ. 290, Ἰσοκρ. 237Β: - μεταφ. ἀλ. χορδῶν, ἡ [[ὑπέρμετρος]] αὐτῶν [[ἑτοιμότης]] πρὸς ἤχησιν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἐξάρνησις]], Πλάτ. Πολ. 531Α: - ὅτι ἡ παραλήγουσα [[εἶναι]] μακρά, φαίνεται ἐκ τοῦ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. Μενάνδ. Ἄδηλ. 195· ἀλαζονία [ῐ]μόνον παρὰ μεταγ. Ἐπ., Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 32. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />jactance, vantardise.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλαζών]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A false pretension, imposture, Pl.Grg.525a, D.22.47, etc., cf. Arist.EN1127a13, Thphr.Char.23; ὑπ' ἀλαζονείας Ar.Ra. 919: in pl., Id.Eq.290,903, Isoc.12.20; boastfulness, Procop.Pers. 1.11 : metaph., ἀ. χορδῶν their over-readiness to sound, opp. ἐξάρνησις, Pl.R.531b. [That penult. is long appears from Ar.ll. cc., Men. 737.]
German (Pape)
[Seite 88] ἡ, das Wesen u. Betragen des ἀλαζών, Prahlerei, Betrügerei, nach Plat. Def. ἕξις προσποιητικὴ ἀγαθῶν μὴ ὑπαρχόντων; vgl. Theophr. Ch. 23; Arist. rhet. 1, 6 τὸ ἀλλότρια ἑαυτοῦ φάσκειν ἀλαζονείας; Aesch. ἀλαζονεία καὶ κόμπος τοῦ ψηφίσματος 3, 237; vgl. 101; im plur. ἀλαζονείαις χρῆσθαι Isocr. 12, 20; Plat. verb. es mit ὕβρις Phaedr. 253 e; mit ψεῦδος Gorg. 525 a; auch von Saiten, die zu stark ansprechen, ἐξάρνησις καὶ ἀλ. χορδῶν Rep. VII, 531 b; dgl. Ar. Equ. 900 Ran. 917; öfter Pol. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλαζονεία: ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀλαζόνος, ψευδὴς κομπασμός, μεγαλαυχία, Ἀριστοφ. Ἱπ. 903, Πλάτ. Γοργ. 525A, κτλ., περιγράφεται δὲ ὑπὸ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 7, Θεοφρ. Χαρ. 23· ὑπ’ ἀλαζονείας, Ἀριστοφ. Βάτρ. 919· κατὰ πληθ. ὁ αὐτ. Ἱππ. 290, Ἰσοκρ. 237Β: - μεταφ. ἀλ. χορδῶν, ἡ ὑπέρμετρος αὐτῶν ἑτοιμότης πρὸς ἤχησιν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐξάρνησις, Πλάτ. Πολ. 531Α: - ὅτι ἡ παραλήγουσα εἶναι μακρά, φαίνεται ἐκ τοῦ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. Μενάνδ. Ἄδηλ. 195· ἀλαζονία [ῐ]μόνον παρὰ μεταγ. Ἐπ., Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 32.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
jactance, vantardise.
Étymologie: ἀλαζών.